Τυχαία γεγονότα που συνέβησαν πριν από περίπου 17 χρόνια τον οδήγησαν στην απόφαση να εγκαταλείψει τη ζωή στην πρωτεύουσα και το σπίτι του στη Βαρυμπόμπη και να ζήσει μόνιμα πια στη Φλώρινα. Μόλις είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του σε Αγγλία και Σκωτία και πήρε τον δρόμο της επιστροφής για την Ελλάδα. Πτυχιούχος πλέον, επιχειρούσε να βάλει τη ζωή του σε μία σειρά, όταν ένα τηλεφώνημα από τη μακρινή Φλώρινα του άλλαξε τις προτεραιότητες και εν τέλει τη ζωή, αναφέρει το εκτενές ρεπορτάζ του ΑΠΕ.
Ο λόγος για τον Φίλιππο Καλαμάρα, γλύπτη και καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών Φλώρινας, ο οποίος επέλεξε να φύγει από την πρωτεύουσα όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε και να ζήσει στην ακριτική Φλώρινα, εκεί που ο χειμώνας ξεκινά στα τέλη φθινοπώρου και τελειώνει μετά το Πάσχα. Άφησε το Σύνταγμα με τα 70μ υψόμετρο και τη Βαρυμπόμπη με τα 300μ, για να ζήσει στα βόρεια σύνορα της χώρας, εκεί όπου το υψόμετρο ξεπερνά τα 650μ και το θερμόμετρο επί μήνες φλερτάρει με το “0” και βαθμούς κάτω από αυτό. Και να σκεφτεί κανείς πως -όπως ο ίδιος αποκάλυψε- όταν σκεφτόταν πού θα ήθελε να ζήσει αν φύγει από την Αθήνα, η απάντηση ήταν, «σε κάποιο νησί!».
Βέβαια η ακριτική πόλη του βορρά δεν του ήταν τελείως ξένη. Υπήρχε στο “DNA” του καθώς ο μακαρίτης ο πατέρας του είχε καταγωγή από τη Φλώρινα. Μόνο που εκείνος ακολούθησε αντίστροφή πορεία: Έφυγε κάποτε από τη Φλώρινα για να ζήσει στην Αθήνα, όπου έκανε οικογένεια και έστρωσε μια καλή καριέρα. Πέθανε το 1997. Ήταν κι αυτός γλύπτης και καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών Αθηνών.
Ο Φίλιππος λοιπόν, σε μια περίοδο που καλούνταν να πάρει σημαντικές αποφάσεις για τη ζωή και την επαγγελματική του πορεία, χρειάστηκε να κάνει ένα σύντομο (έτσι πίστευε) ταξίδι στη Φλώρινα. Μόνο που σ’εκείνο το ταξίδι είδε τη ζωή αλλιώς. Με άλλο μάτι!
«Τότε ήμουν γύρω στα 28 και ως άνθρωπος ήθελα την ηρεμία που σου προσφέρει μια μικρή επαρχιακή πόλη, όπου δεν αναλώνεσαι σε αποστάσεις κι όλος ο χρόνος είναι θεωρητικά εκμεταλλεύσιμος», λέει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ενώ βάζει τα πράγματα σε χρονική σειρά και παράλληλα τα συνδέει με τον παράγοντα του… τυχαίου.
Ο παράγοντας του τυχαίου
«Καμιά φορά η συγκυρία, μαζί με τη γενική κατάσταση που υπάρχει, σε οδηγεί στο να πάρεις μιαν απόφαση» λέει και ξεδιπλώνει το προσωπικό του βίωμα: «Το 2006, προς το τέλος της χρονιάς και αφού είχα παραδώσει την εργασία μου για το μεταπτυχιακό, επέστρεψα στην Ελλάδα, στην Βαρυμπόμπη, όπου είναι το σπίτι μου στην Αθήνα. Είχα μαζί και ένα βανάκι γεμάτο με έργα γλυπτικής. Έπρεπε λοιπόν να ψάξω για σπίτι και εργαστήρι. Τότε ήταν που μας τηλεφώνησαν από τη Φλώρινα κάποιοι γείτονες και μας είπαν πως το σπίτι του πατέρα μου υπέστη φθορές. Αποφάσισα να ανέβω στη Φλώρινα, να ασχοληθώ με το σπίτι και με την ευκαιρία να ξεφορτώσω εκεί τα πράγματα που είχα στο βαν. Βλέπετε στο σπίτι εκείνο υπήρχε το παλιό εργαστήρι γλυπτικής του πατέρα μου. “Ξεκινάω έτσι και μετά βλέπω τι θα κάνω” σκέφτηκα. Αυτό κι έκανα! Ανέβηκα στη Φλώρινα όπου στο διάστημα των περίπου δύο μηνών που τελικά χρειάστηκαν για τις επισκευές, πληροφορήθηκα ότι άνοιξε εκεί Σχολή Καλών Τεχνών και ότι προκηρύχθηκαν θέσεις για βοηθούς εργαστηρίων. Έκανα αίτηση και… με δέχτηκαν! Έτσι ξεκίνησε η σχέση μου με τη Σχολή και κατά συνέπεια με τη Φλώρινα. Στη συνέχεια γνώρισα τη μετέπειτα σύζυγό μου και εκεί “έδεσε” τελείως το θέμα!».
Η φύση προσφέρει υλικά…
«Θεωρώ ότι αυτή η επιλογή έχει οφέλη. Εδώ, για παράδειγμα, μπορείς να βρεις υλικά της φύσης πιο εύκολα απ’ ό,τι στην πόλη, για να πειραματιστείς. Εγώ, ας πούμε, δουλεύω τα τελευταία οχτώ χρόνια με ολόκληρους κορμούς δέντρων ενώ χρησιμοποιώ και άλλα υλικά της φύσης όπως και βιομηχανικό υλικό που μπορώ να προμηθευτώ πιο εύκολα εδώ. Η περιοχή λοιπόν μου έδωσε τη δυνατότητα να ενσωματώσω στη δουλειά μου αυτό το κομμάτι που μου άρεζε. Είναι τελείως διαφορετικό να θες να προμηθευτείς έναν κορμό δέντρου όταν βρίσκεσαι σε μεγάλη πόλη απ’ ό,τι αν βρίσκεσαι σε μια περιοχή όπως η Φλώρινα» τονίζει.
Πόσο εύκολο ήταν αλήθεια για έναν άνθρωπο του νότου να προσαρμοστεί σε μια περιοχή του βορρά, που την αγαπά ιδιαίτερα ο χειμώνας και επιβάλλει αλλαγές στις συνήθειες διαβίωσης των κατοίκων; Ο ίδιος λέει πως «ζώντας στη Βαρυμπόμπη, στις παρυφές της Πάρνηθας, είχα μια μικρή εμπειρία από το τι εστί χειμώνας. Αυτό όμως που γνώρισα εδώ έχει πολύ μεγάλη διαφορά και κυρίως σε ό,τι αφορά τη διάρκεια του χειμώνα. Είναι διαφορετικό να ξέρεις ότι κάποια στιγμή θα κάνει -25, -30 βαθμούς Κελσίου. Λες εντάξει, ρωτάς, μαθαίνεις, προετοιμάζεσαι και το διαχειρίζεσαι. Το να είναι όμως χειμώνας από τον Νοέμβριο μέχρι το Πάσχα, ε, αυτό είναι κάτι πιο δύσκολο. Σ’ αυτό, όπως φαίνεται, με προετοίμασε περισσότερο η Σκωτία καθώς εκεί επικρατούν παρόμοιες καιρικές συνθήκες. Τώρα, στο εργαστήρι που νοικιάζω, για ενάμιση-δύο μήνες τον χρόνο, δεν μπορώ να κάνω δουλειά γιατί αν έχει -5 βαθμούς μέσα και εγώ έχω λίγες ώρες κενό, μέχρι να το θερμάνω θα πρέπει να φύγω. Οπότε, Γενάρη και Φλεβάρη περιορίζομαι στο κατά πολύ μικρότερο εργαστήρι του… σπιτιού μου».
Ως λάτρης της φύσης, του 4Χ4 και των εκδρομών, έχει επισκεφθεί όλους τους αξιόλογους προορισμούς εντός και κυρίως εκτός του κλασσικού οδικού δικτύου της περιοχής. Περιγράφοντας την εμπειρία του, μιλά για τις πολλές φυσικές ομορφιές, την πλούσια πρόσφατη ιστορία της περιοχής και τα πολλά εγκαταλελειμμένα χωριά. «Γενικά έχει “πληγές” που έχουνε μείνει από περιόδους έντασης, όπως του εμφυλίου. Τέτοια μέρη έχουν πολλά συγκινησιακά αποτυπώματα. Αυτό σε συνδυασμό με τη φύση είναι κάτι έντονο, πολύ δυνατό» λέει με νόημα ενώ δίνει έμφαση σε ένα άλλο χαρακτηριστικό της περιοχής: «Εδώ ζεις και τις τέσσερις εποχές του χρόνου και καταλαβαίνεις τη μετάβαση από τη μία στην άλλη. Αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον».
Η καλλιτεχνική πόλη δεν έχει γκαλερί
Φθάνοντας η κουβέντα μας στη φήμη που ακολουθεί τη Φλώρινα ως πόλη των καλλιτεχνών και στο αν διαθέτει τις απαιτούμενες υποδομές και το φιλότεχνο κοινό που να (υπο)στηρίζει τέτοιες δραστηριότητες και να αγοράζει έργα τέχνης (πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά κ.α.) η απάντηση είναι αποκαρδιωτική!
«Σε πρόσφατη συζήτηση με τους φοιτητές του μεταπτυχιακού καταλήξαμε ότι όντως είναι πολύ λίγος ο κόσμος της περιοχής που ουσιαστικά συμμετέχει ή θέλει να συμβάλει σε όλο αυτό το κομμάτι. Αυτό γίνεται για διάφορους λόγους. Ένας είναι η μη κατανόηση του θέματος καθώς υπάρχει ακόμη στην Ελλάδα η κουλτούρα ότι η Τέχνη είναι περισσότερο χόμπι παρά επάγγελμα. Γενικότερα πάντως πιστεύω πως σε όλες τις κοινωνίες είναι μικρό το ποσοστό των ανθρώπων που ασχολούνται με το κεφάλαιο των εικαστικών τεχνών. Σε μια πόλη με 17-18.000 κατοίκους και σ’ έναν νομό με περίπου 40.000, το ποσοστό αυτών που ασχολούνται με το κομμάτι της τέχνης είναι πάρα πολύ μικρό. Υπάρχει όμως κόσμος που έρχεται από άλλες περιοχές: Αθήνα, Πάτρα, Ξάνθη κ.α. για να παρακολουθήσει ένα workshop, ένα εργαστήριο, να δει έργα.
«Κι αν θέλει κάποιος να εκθέσει τα έργα του, πώς εξυπηρετείτε;» ρωτάμε τον κ. Καλαμάρα. Η περιγραφή του δείχνει πως οι υφιστάμενες (υπο)δομές δεν μπορούν να υποστηρίξουν σωστά και να αναδείξουν τον παραγόμενο εικαστικό πλούτο. Όπως λέει: «Υπάρχει το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το οποίο έχει διάφορα λειτουργικά προβλήματα, πχ δεν έχει προσωπικό. Υπήρχαν ένας-δύο ιδιωτικοί χώροι που μπορούσαν να φιλοξενήσουν κάποια έκθεση αλλά… Υπάρχει αντίστοιχα η Λέσχη Πολιτισμού της Φλώρινας, όπου ναι μεν υπάρχει διάθεση, ωστόσο δεν διαθέτει έναν κλασικό χώρο φιλοξενίας μιας έκθεσης. Πρόσφατα μετρήσαμε μ’ έναν συνάδελφο τους πτυχιούχους καλλιτέχνες που ζουν στην περιοχή, είτε κατάγονται και μένουν στη Φλώρινα είτε ήρθαν να σπουδάσουν και παρέμειναν. Μετρήσαμε περίπου 120 ανθρώπους. Αν σε αυτούς προσθέσουμε τους δεκάδες ακόμη που ασχολούνται ερασιτεχνικά με την τέχνη, μιλάμε για μεγάλο αριθμό καλλιτεχνών. Η πόλη λοιπόν έχει πολλούς καλλιτέχνες, αρκετοί από τους οποίους είναι αναγνωρισμένοι, με διεθνές προφίλ, αλλά δεν διαθέτει, ούτε επίσημη καλλιτεχνική δομή, όπως μια γκαλερί, ούτε το αναγκαίο αγοραστικό κοινό».
Εύλογα λοιπόν τον ρωτάμε τι μπορεί να γίνει ώστε η Φλώρινα να ωριμάσει ως πόλη των καλλιτεχνών; «Πρέπει να αποκτήσει δομές που θα στηρίζουν μια διαρκή καλλιτεχνική παρουσία» λέει και ως τέτοιους αναφέρει «μια δημοτική γκαλερί, έναν κλασικό πολυχώρο που θα δημιουργήσει τον πυρήνα γύρω από τον οποίο θα συμπράττουν όλοι» […]. «Παράλληλα μπορούν να δρομολογηθούν ειδικές εκδηλώσεις, πχ συμπόσια γλυπτικής και πάρκα γλυπτικής, ζωγραφικής ή άλλων μορφών τέχνης, ώστε να αρχίσει να προσέρχεται κόσμος και η περιοχή να διαφημιστεί. Αν όλα αυτά συνδεθούν και με άλλες τοπικές δράσεις, όπως οινοτουρισμός και οικοτουρισμός, πιστεύω πως θα προκύψει ένα πολύ ελκυστικό πακέτο προσέλκυσης κόσμου. Θέλει όραμα, θέλει στήριξη και μακροπρόθεσμο στόχο».
Η κουβέντα έρχεται στην περίοδο της πανδημίας και στο πώς τη βίωσε προσωπικά. «Ήταν μια περίοδος εξαιρετικά πυκνού χρόνου» λέει και εστιάζει στη μετάβαση στην ψηφιακή εκπαίδευση: «Εγώ κάνω πέντε εργαστηριακά μαθήματα, οπότε έπρεπε να αλλάξω το περιεχόμενο για να μπορούν να τα παρακολουθήσουν οι φοιτητές μου διαδικτυακά. Ξανάπιασα λοιπόν το ψηφιακό σχέδιο, τον ψηφιακό πηλό που είναι μια προσομοίωση γλυπτικής σε τρισδιάστατο ψηφιακό χώρο. Υπάρχουν προγράμματα που σου επιτρέπουν να δουλέψεις αυτό που βλέπεις σε τρισδιάστατη οθόνη σαν να δουλεύεις στο εργαστήριο: να προσθέτεις, να αφαιρείς, να κόψεις μια επιφάνεια κλπ».
Έκθεση γλυπτικής το φθινόπωρο στη Θεσσαλονίκη
«Μέρος αυτής της δουλειάς θα εκτεθεί το φθινόπωρο στη Chalkos Gallery στη Θεσσαλονίκη. Θα παρουσιαστούν έργα που δουλεύτηκαν σε ψηφιακό μέσο και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν σε ύλη, είτε μέσω ενός τρισδιάστατου εκτυπωτή, είτε μέσω κατεργασίας κάποιου υλικού με εργαλειομηχανές για ξύλο ή μάρμαρο (CNC). Στην ίδια έκθεση θα παρουσιάσω και έργα προηγούμενων περιόδων. Θα υπάρχει λοιπόν ένας συνδυασμός έργων μέσω των οποίων θα φαίνεται η διαδοχή. Θα εκτεθούν έργα που εμπεριέχουν το κομμάτι του ψηφιακής γλυπτικής αλλά και έργα δουλεμένα πιο παραδοσιακά, που δημιουργήθηκαν με την κλασσική γλυπτική. Θα δει ο κόσμος πώς αυτά τα δύο μπορούν να έρθουν κοντά και πώς γεφυρώνονται δύο εποχές». Πολλά έργα του κ. Καλαμάρα ανήκουν σήμερα σε ιδιωτικές συλλογές ή είναι τοποθετημένα σε δημόσιους χώρους. Ανάμεσά τους το γλυπτό «Αγγελική», που εκτίθεται στο Προεδρικό Μέγαρο και ανήκει στη συλλογή της Προεδρίας της Δημοκρατίας.