Η εκθαμβωτική Μόνικα Μπελούτσι, επίσημη προσκεκλημένη του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, παρέδωσε συνέντευξη Τύπου σήμερα, στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, λίγες ώρες πριν την ειδική προβολή της ταινίας Μαλένα στο Ολύμπιον, όπου θα της απονεμηθεί ο τιμητικός Χρυσός Αλέξανδρος.
Η Μόνικα Μπελούτσι, αμέσως μετά τη συνέντευξη Τύπου επισκέφτηκε την κεντρική έκθεση του Φεστιβάλ με τίτλο «ΦΑΝΤ ΣΜ ΤΑ», καθώς και την έκθεση-καλλιτεχνική εγκατάσταση «Τάκης Κανελλόπουλος – Ονειρεύομαι μια εκδρομή», δηλώνοντας εντυπωσιασμένη τόσο από το περιεχόμενο όσο και από την επιμέλεια των δύο εκθέσεων. Προτού όμως απολαύσει τις δύο εκθέσεις του φετινού Φεστιβάλ, η Μόνικα Μπελούτσι μίλησε στους εκπροσώπους του Τύπου για τον ρόλο της Μαρία Κάλλας, τη σπουδαία της καριέρα, τη θέση της γυναίκας στο σύγχρονο κινηματογραφικό τοπίο, αλλά και τη βαθιά της αγάπη για το σινεμά και την τέχνη της υποκριτικής.
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης, καλωσόρισε τη σπουδαία ιταλίδα σταρ, λέγοντας: «Καλημέρα σε όλες και όλους, σας καλωσορίζουμε στη συνέντευξη Τύπου της Μόνικα Μπελούτσι. Χτες το βράδυ είχαμε την παρουσίαση της ταινίας Μαρία Κάλλας: επιστολές και αναμνήσεις σε συν-σκηνοθεσία Γιάννη Δημολίτσα, στην οποία παρευρέθηκε και ο σκηνοθέτης της ταινίας, ενώ σήμερα, στην προβολή της ταινίας Μαλένα, θα απονεμηθεί ο τιμητικός Χρυσός Αλέξανδρος του Φεστιβάλ στη Μόνικα Μπελούτσι για το σύνολο της προσφοράς της στον κινηματογράφο. Παραδίδω τη σκυτάλη στον αγαπητό συνάδελφο και επικεφαλής του προγράμματος του Φεστιβάλ, Γιώργο Κρασσακόπουλο».
«Είναι τιμή και χαρά μας να σας έχουμε μαζί μας, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Χθες, στην προβολή της ταινίας, αναφέρατε πως έχετε βαθιά μέσα στην καρδιά σας την Ελλάδα. Όπως διαπιστώσατε χτες και σήμερα, τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς ήταν η εμπειρία μιας ταινίας, μέρος της οποίας γυρίστηκε στην Ελλάδα, καθώς και ποιες ήταν οι εντυπώσεις σας από τη συνεργασία με τον έλληνα συν-σκηνοθέτη της ταινίας, Γιάννη Δημολίτσα», ήταν η αρχική ερώτηση του Γιώργου Κρασσακόπουλου.
«Συνολικά μιλώντας, ήταν μια αξέχαστη εμπειρία, ενώ η συνεργασία με τον Γιάννη Δημολίτσα ήταν καταπληκτική από κάθε άποψη. Σημαίνει πολλά για μένα να βρίσκομαι εδώ, ξέρετε πόσο αγαπώ την Ελλάδα, επισκέπτομαι εξάλλου συνέχεια τη χώρα σας. Νιώθω ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι έχω ερμηνεύσει μια εμβληματική φιγούρα της τέχνης και του πολιτισμού, τη Μαρία Κάλλας. Το σημαντικότερο όμως για μένα είναι ότι μέσα από αυτή την εμπειρία ανακάλυψα τη διττή φύση της Κάλλας. Αφενός, μια αληθινή ντίβα, με θεϊκό χάρισμα και ταλέντο. Αφετέρου, μια γυναίκα με αυθεντικά αισθήματα, αυθορμητισμό και αγνή καρδιά. Τόσο η θεατρική παράσταση όσο και η ταινία εξερευνούν περισσότερο τη Μαρία παρά την Κάλλας, ρίχνοντας φως στις ελπίδες και στα όνειρα μιας νεαρής γυναίκας, αλλά και στην ωριμότητα και στις δυσκολίες που βίωσε ως καταξιωμένη σταρ, καθώς πάλευε να βρει ισορροπία ανάμεσα στην καλλιτεχνική της επιτυχία και την ιδιωτική της ζωή», δήλωσε αρχικά.
«Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ποιες ηθοποιοί και καλλιτέχνιδες έχουν ενσαρκώσει την Κάλλας, από τη Φανί Αρντάν μέχρι τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς, ενώ στο προσεχές μέλλον θα δούμε και την Αντζελίνα Τζολί σε έναν αντίστοιχο ρόλο. Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στη διαπίστωση ότι η προσωπικότητα και η ακτινοβολία της Μαρίας Κάλλας εξακολουθούν να εμπνέουν και να συναρπάζουν. Η παράσταση στο Ηρώδειο ήταν μια από τις δυνατές στιγμές σε ολόκληρη την καριέρα μου, όπως και η τριετής περιοδεία με την παράσταση σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Μαρία Κάλλας υπήρξε ένα πραγματικό ορόσημο της ελληνικής ιστορίας, οπότε ήταν πολύ σημαντικό για μένα να νιώσω ότι με αποδέχεται το ελληνικό κοινό στον συγκεκριμένο ρόλο», προσέθεσε σχετικά.
Αμέσως μετά, ο Γιώργος Κρασσακόπουλος στάθηκε στους παραλληλισμούς που μπορούν να γίνουν ανάμεσα στη Μαρία Κάλλας και τη Μόνικα Μπελούτσι, όπως τη διαχείριση της φήμης και της λατρείας από το κοινό, ρωτώντας παράλληλα πώς βίωσε την πρώτη της εμπειρία στη θεατρική σκηνή. «Για να είμαι ειλικρινής αρχικά φοβόμουν, καθότι στο θέατρο η σχέση με το κοινό είναι διαφορετική, αφιλτράριστη, πιο άμεση, πιο ειλικρινής και δυνατή. Υποθέτω πως ο σκηνοθέτης Τομ Βολφ με επέλεξε και λόγω και της μεσογειακής εμφάνισης και καταγωγής μου. Ένα άλλο κοινό στοιχείο που μπορώ να εντοπίσω είναι ότι η Μαρία Κάλλας γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, έπειτα ήρθε στην Ελλάδα, έγινε σταρ στην Ιταλία και στη συνέχεια μετακόμισε στο Παρίσι. Όπου και να έζησε, όσο και να λατρεύτηκε από το κοινό, δεν έπαψε να νιώθει ξένη ή έστω φιλοξενούμενη σε έναν τόπο και αυτό είναι κάτι που μπορώ να συναισθανθώ».
Στη συνέχεια, σε ερώτηση του Γιώργου Κρασσακόπουλου σχετικά με το πώς διαχειρίζεται τη διαρκή προσοχή που λαμβάνει από τα ΜΜΕ και το κοινό, η Μόνικα Μπελούτσι απάντησε σχετικά: «Η αλήθεια είναι πως δεν νιώθω πως βρίσκομαι πάντα στο προσκήνιο, παρά μόνο όταν είμαι στη διαδικασία προώθησης μιας νέας ταινίας ή ενός νέου πρότζεκτ. Τις υπόλοιπες στιγμές, για να είμαι ειλικρινής, προτιμώ να μένω στις σκιές. Στον συγκεκριμένο τομέα, διδάχτηκα πολλά από την Κάλλας, η οποία δεν ήταν απλώς μια θρυλική σοπράνο, αλλά μια θαρραλέα γυναίκα που βρήκε το θάρρος να ζήσει τη ζωή της σύμφωνα με τις επιθυμίες της, βρίσκοντας το κουράγιο να πάρει διαζύγιο σε μια εποχή που μια τέτοια κίνηση ήταν με κάθε τρόπο απαγορευμένη στην Ιταλία. Η Κάλλας ακολούθησε την καρδιά της έχοντας αρχικά θυσιάσει τα νιάτα της στον βωμό της τέχνης και του ταλέντου της. Σε μεγαλύτερη ηλικία, όταν γνώρισε τον Ωνάση, ανακάλυψε εκ νέου τη θηλυκότητά της, την οποία θέλησε να ζήσει στο έπακρο», ανέφερε χαρακτηριστικά, προτού κάνει μνεία στις ομοιότητες που συνδέουν τη Μαρία Κάλλας και την ηρωίδα που υποδύεται στη Μαλένα.
«Το κοινό νήμα που ενώνει αυτές τις δύο ταινίες, παρόλο που απέχουν μεταξύ τους περίπου είκοσι χρόνια, είναι ότι έχουν στο επίκεντρό τους δύο γυναίκες που έρχονται αντιμέτωπες με έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Σε γενικές γραμμές, νιώθω τυχερή που ξεκίνησα την καριέρα μου στο σινεμά σε ηλικία 25 ετών και όχι νωρίτερα. Στη Μαλένα για παράδειγμα, υποδύομαι μια γυναίκα στα 27 της, ενώ εκείνη την εποχή ήμουν δέκα χρόνια μεγαλύτερη, σε τελική ανάλυση όμως αυτή είναι και η ομορφιά του σινεμά. Σε εκείνη την ηλικία, ήξερα πώς να προστατεύσω τον εαυτό μου, το ίδιο νιώθω πως ισχύει και για την κόρη μου, η οποία επίσης εργάζεται τόσο ως ηθοποιός όσο και ως μοντέλο».
Αμέσως μετά, απαντώντας σε ερώτηση για το αν της προκαλεί ανησυχία ο άγραφος νόμος της βιομηχανίας του κινηματογράφου που θέλει τους ηθοποιούς σε μεγαλύτερη ηλικία να δυσκολεύονται να βρουν ενδιαφέροντες ρόλους, δήλωσε πως είναι μάταιο να αντιμάχεσαι το πέρασμα του χρόνου. «Ειλικρινά δεν με απασχολεί η ηλικία μου, είναι μάταιο να παλεύεις ενάντια στον χρόνο, είναι απολύτως βέβαιο πως θα χάσεις. Θα έπρεπε να αισθανόμαστε τυχεροί που μεγαλώνουμε, ιδίως αν μας περιβάλλουν άνθρωποι που μας αγαπούν και τους αγαπάμε. Όσο και να ακούγεται κοινότυπο, τα πράγματα που με κάνουν να νιώθω ζωντανή και να μη σκέφτομαι τον χρόνο που κυλά είναι η οικογένεια, οι φίλοι μου και το πάθος για τη δουλειά μου. Προσωπικά μιλώντας, νιώθω ευλογημένη που έχω την ευκαιρία μέσα από τη δουλειά μου να γνωρίσω ενδιαφέροντες νέους ανθρώπους και δημιουργούς. Την ίδια στιγμή, όσο μεγαλώνεις, αντιλαμβάνεσαι πως αυτό που μετρά είναι η αληθινή ζωή. Πιστεύω πως τα όσα περάσαμε με την πανδημία, ανάγκασαν πολλούς από εμάς να αναθεωρήσουμε τη στάση μας και να αποδεχτούμε πως οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ό,τι σημαντικότερο έχουμε».
Αμέσως μετά, ο Γιώργος Κρασσακόπουλος αναφέρθηκε στις διαφορετικές πτυχές της καριέρας της Μόνικα Μπελούτσι, αλλά και στο πώς αντιμετωπίζει τις αλλαγές που έχουν επέλθει στο σύγχρονο κινηματογραφικό τοπίο, από την επέλαση του streaming μέχρι τη γέννηση του κινήματος του MeToo. «Έχω συνεργαστεί τόσο με νέους και ανερχόμενους σκηνοθέτες όσο και με έμπειρους δημιουργούς, έχω πάρει μέρος τόσο σε blockbuster παραγωγές όσο και σε ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού. Στην πραγματικότητα, αυτό που απασχολεί είναι να μου μεταδώσει ένα πρότζεκτ πάθος και ενδιαφέρον, ορισμένες φορές μάλιστα είναι πολύ ευχάριστη η σκέψη πως η δική σου παρουσία ενδέχεται να βοηθήσει έναν νέο δημιουργό να προωθήσει το έργο του. Για παράδειγμα, τη βραδιά της παράστασης στο Ηρώδειο, σε αυτόν τον μαγικό χώρο, κάτω από φως του φεγγαριού και με συνοδεία αυτή την εκπληκτική ορχήστρα σε διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου, ήξερα πως πρέπει να ανταποκριθώ, γιατί οι απαιτήσεις ήταν πολύ υψηλές. Δεν με απασχολεί το μέγεθος μιας παραγωγής, αλλά η δυνατότητα να μάθω καινούργια πράγματα τόσο ως ηθοποιός όσο και ως άνθρωπος», απάντησε αρχικά, προτού σταθεί στο πώς βιώνει και ερμηνεύει τις μεγάλες αλλαγές στο τοπίο της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
«Υπήρξε πράγματι μια εποχή στην οποία όλοι μας φοβηθήκαμε πως το τέλος του σινεμά είναι κοντά, αλλά ευτυχώς διαψευστήκαμε. Παρόλα αυτά, οφείλω να ομολογήσω πως παρακολουθώντας ορισμένες αξιόλογες ταινίες στο Netflix, όπως το Blonde του Άντριου Ντόμινικ ή την καινούργια ταινία του Ρομέν Γαβρά, αισθάνθηκα πως είναι κρίμα που το κοινό δεν θα τις παρακολουθήσει στη μεγάλη οθόνη, διότι η εμπειρία της σκοτεινής αίθουσας είναι μοναδική και ανεπανάληπτη. Μια αλλαγή που βίωσα η ίδια στην καριέρα μου είναι ότι παλαιότερα, στις δεκαετίες του ’40 και του ’50, ακόμη και του ’60, το ιταλικό σινεμά αποτελούσε διαβατήριο για μια διεθνή καριέρα. Πολλές διάσημες ιταλίδες ηθοποιοί, όπως η Σιλβάνα Μάνγκανο, η Τζίνα Λολομπρίτζιντα, η Σοφία Λόρεν, η Άννα Μανιάνι, η Μόνικα Βίτι, η Τζουλιέτα Μαζίνα, απέκτησαν διεθνή φήμη μέσα από το ιταλικό σινεμά. Τώρα, φυσικά, οι συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές και η διεθνής καριέρα είναι μια πολύ πιο σύνθετη και πολύπλοκη διαδικασία. Είχα πάντως την τύχη να συνεργαστώ με πολλούς σκηνοθέτες από πολλές διαφορετικές χώρες, αντλώντας στοιχεία και γνώσεις από πολλές διαφορετικές κουλτούρες. Όσο για τα δεδομένα της σύγχρονης εποχής, τολμώ να πω ότι έχω προσαρμοστεί, συμμετέχοντας σε τηλεοπτικές παραγωγές όπως το Mozart in the Jungle και το Call My Agent».
Σε εκείνο το σημείο, ο Γιώργος Κρασσακόπουλος αναφέρθηκε στον ρόλο της στο Call My Agent, όπου ερμηνεύει μια δραματοποιημένη εκδοχή του εαυτού της, αλλά και στην απολαυστική guest εμφάνισή της στο Twin Peaks: The Return του Ντέιβιντ Λιντς, σχολιάζοντας ότι είναι ευχάριστο να βλέπει κανείς την ηθοποιό ενός τόσο μεγάλου διαμετρήματος να είναι απαλλαγμένη από κάθε σοβαροφάνεια. «Όσο μεγαλώνεις, παίρνεις απόσταση από κάθε τεχνητή εικόνα του εαυτού σου, μαθαίνεις να διαχωρίζεις την πραγματικότητα από τη φαντασία. Το πρωί που ξυπνάω, δεν φοράω τακούνια, ούτε make-up. Είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος που εργάζεται στη βιομηχανία του σινεμά», σχολίασε σχετικά η Μόνικα Μπελούτσι.
Στη συνέχεια, σε ερώτηση του κοινού για το πώς προσεγγίζει τους διαφορετικούς ρόλους που καλείται να ερμηνεύσει, η Μόνικα Μπελούτσι ήταν διαφωτιστική: «Κάθε ηθοποιός έχει τη δική του προσέγγιση, τον δικό του τρόπο και τη δική του μέθοδο προετοιμασίας. Το τεχνικό σκέλος της προεργασίας παίζει φυσικά σημαντικό ρόλο, η “φυσική” προετοιμασία για πώς θα σταθεί, θα μιλήσει, θα δείχνει ένας χαρακτήρας. Το αληθινά συναρπαστικό κομμάτι όμως, τουλάχιστον με τη δική μου οπτική, είναι εκείνη η στιγμή αβεβαιότητας και αυτοσχεδιασμού, ακριβώς προτού αρχίσεις να ερμηνεύεις τον χαρακτήρα. Όταν καλείσαι να πάρεις αποφάσεις αυθόρμητα και αντιλαμβάνεσαι ξαφνικά γιατί και πώς σε γοήτευσε αρχικά ο συγκεκριμένος ρόλος».
Αμέσως μετά, η Μόνικα Μπελούτσι μίλησε για την ανθρώπινη πτυχή της Μαρίας Κάλλας, με την οποία ταυτίστηκε ιδιαίτερα. «Η ιστορία της με άγγιξε πολύ γιατί δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί πως υπήρξε μια γυναίκα με ραγισμένη καρδιά, μια γυναίκα που κατέρρευσε από αγάπη. Είδα την αληθινή εικόνα πίσω από τη σταρ, ένιωσα πως συνάντησα μια αδερφή ψυχή που αναζητούσε την αγάπη και την επαφή. Η ίδια είχε αναφερθεί πολλές φορές σε συνεντεύξεις της στις αθεράπευτες πληγές της, από τον Ωνάση μέχρι το γεγονός ότι δεν απέκτησε ποτέ οικογένεια και τις τεταμένες σχέσεις με την αδερφή και τη μητέρα της. Στην ταινία που παρακολουθήσατε χθες, ο στόχος μας ήταν να απεικονίσουμε τη μοναξιά που τη βασάνισε στην προσωπική της ζωή, γι’ αυτό και γυρίσαμε τις σκηνές στο αδειανό της διαμέρισμα στο Παρίσι, για να μεταδώσουμε την αίσθηση της εγκατάλειψης που ένιωθε. Μια σταρ που λατρεύτηκε από το κοινό, στην προσωπική της ζωή ένιωθε στερημένη από αγάπη. Το στοιχείο αυτό με άγγιξε πολύ βαθιά».
Η Μόνικα Μπελούτσι, απαντώντας στη συνέχεια σε ερωτήσεις του κοινού, αναφέρθηκε στις συνεργασίες με γυναίκες σκηνοθέτες, στη θέση της γυναίκας στο σύγχρονο κινηματογραφικό τοπίο, αλλά και στην πιθανότητα να περάσει πίσω από την κάμερα. «Η Ιζαμπέλ Ιπέρ είχε πει κάποτε πως κάθε γυναίκα ηθοποιός κρύβει μέσα της μια πριγκίπισσα, η οποία βγαίνει στην επιφάνεια με κάθε συναρπαστικό ρόλο. Ορισμένες φορές, λοιπόν, νιώθω ακριβώς έτσι, σαν να βγαίνει η πριγκίπισσα από μέσα μου. Έχω συνεργαστεί με σπουδαίες σκηνοθέτιδες, πολλές φορές νιώθω πως μπορώ να συνεννοηθώ με μια γυναίκα στο πλατό σχεδόν αυτόματα, μέσα από ένα βλέμμα. Σε μία από τις πρόσφατες δουλειές μου συνεργάστηκα με τη Μαρτζάν Σατραπί, σε μια σκοτεινή κωμωδία, όπου όλα κύλησαν ιδανικά. Πρόκειται για μια σκηνοθέτιδα που ενώ γνωρίζει με απόλυτη ακρίβεια τι θέλει να πετύχει, σου προσφέρει ελευθερία κινήσεων και τη δυνατότητα να αναπτύξεις τον χαρακτήρα με τον δικό σου ρυθμό και τρόπο. Από σεβασμό προς τη δουλειά μου, δεν θα τολμούσα να μεταπηδήσω στη σκηνοθεσία. Απολαμβάνω τη δουλειά του ηθοποιού και έχω ακόμη πολλά να μάθω. Συνολικά μιλώντας, είναι υπέροχο να βλέπεις γυναίκες στην εποχή μας να ενσαρκώνουν ρόλους που τις απεικονίζουν ως ολοκληρωμένες και ζωντανές προσωπικότητες, με πάθη και σεξουαλικότητα, και όχι ως χαρακτήρες περιχαρακωμένους σε συμβατικούς ρόλους. Παλαιότερα, ακόμη και μετά τα σαράντα, ήταν δύσκολο να βρεις ενδιαφέροντες ρόλους. Στην εποχή μας, για να μιλήσω για τα όσα ισχύουν στη Γαλλία όπου ζω, παρατηρεί κανείς πως ηθοποιοί όπως η Ναταλί Μπάιγ, η Σάρλοτ Ράμπλινγκ, η Ιζαμπέλ Ιπέρ και η Φανί Αρντάν εξακολουθούν να βρίσκονται στην κορυφογραμμή του σινεμά. Είμαι αισιόδοξη για τα όσα επιφυλάσσει το μέλλον γιατί έχουμε αλλάξει και εμείς ως γυναίκες, έχει αλλάξει η θέση μας στην κοινωνία. Πλέον εισπράττουμε μεγαλύτερο σεβασμό, έχουμε αποκτήσει αυτοσεβασμό, μιλάμε και ακουγόμαστε περισσότερο».
Κλείνοντας, η Μόνικα Μπελούτσι τόνισε την αναγκαιότητα της προσαρμοστικότητας απέναντι στις αλλαγές που επιβάλλει η εποχή, διευκρινίζοντας παράλληλα πως το πάθος της για το σινεμά και την υποκριτική έχει παραμείνει αμετάβλητο. «Τα πάντα αλλάζουν γύρω μας, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε, παράγουμε και καταναλώνουμε εικόνες. Σε κάποιες στιγμές θα πρέπει να αποδεχτούμε πως ο κόσμος μεταβάλλεται και πιθανώς να μην είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τις αλλαγές που μεσολαβούν. Παρόλα αυτά, το δικό μου πάθος για το σινεμά δεν έχει αλλάξει. Με τα χρόνια απέκτησα φυσικά περισσότερη εμπειρία, διαμόρφωσα τη δική μου προσέγγιση και μέθοδο, αλλά κατά βάθος νιώθω πως δεν έχω αλλάξει καθόλου από την εποχή που έβλεπα τρεις ταινίες τη μέρα και ξεφύλλιζα με πάθος τα βιβλία με τις φωτογραφίες του Χέλμουτ Νιούτον. Η κινητήρια δύναμη μέσα μου εξακολουθεί να είναι η ίδια. Όσο για τη σκοτεινή αίθουσα, δεν θα πάψει ποτέ να διαθέτει μια δύναμη μυσταγωγική. Είναι όπως το είχε πει και ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Όταν βρισκόμαστε στην αίθουσα, παρακολουθούμε την ταινία με το κεφάλι και το βλέμμα στραμμένο προς τα πάνω. Σαν να αντικρίζουμε κάτι υψηλότερο και ονειρώδες, κάτι που μας υπερβαίνει», κατέληξε σχετικά, εισπράττοντας το χειροκρότημα του κοινού.