Ο Άστορ Πιατσόλα (Astor Piazzolla) ήταν αργεντίνος μουσικός, βιρτουόζος του μπαντονεόν (ένα είδος ακορντεόν), που εγκατέλειψε τις παραδοσιακές λατινοαμερικάνικες ορχήστρες του ταγκό το 1955 για να δημιουργήσει ένα νέο τάγκο (nuevo tango) που συνδυάζει στοιχεία τζαζ και κλασικής μουσικής. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους λατινοαμερικάνους συνθέτες του 20ού αιώνα.
Ο Άστορ Πανταλεόν Πιατσόλα γεννήθηκε στις 11 Μαρτίου 1921 στο Μαρ ντελ Πλάτα της Αργεντινής και σε ηλικία τεσσάρων ετών μετακόμισε με τους γονείς του στη Νέα Υόρκη, όπου έζησε έως το 1936. Στα οκτώ του άρχισε να μαθαίνει μπαντονεόν και πιάνο και όταν η οικογένειά του επέστρεψε στο Μαρ Ντελ Πλάτα άρχισε να παίζει με διάφορες ορχήστρες ταγκό.
Στα 17 του μετακόμισε στο Μπουένος Άιρες και το 1946 δημιούργησε τη δική του ορχήστρα, συνθέτοντας νέα έργα και πειραματιζόμενος με τον ήχο και τη δομή του ταγκό. Την ίδια εποχή άρχισε να συνθέτει μουσική για τον κινηματογράφο.
Το 1949 διέλυσε την ορχήστρα του, καθώς δεν ικανοποιούσε τις μουσικές του ανάγκες. Ο ίδιος ενδιαφερόταν περισσότερο για την κλασική μουσική κι έχοντας κερδίσει ένα διαγωνισμό σύνθεσης με το συμφωνικό κομμάτι «Μπουένος Άιρες» (1951), πήγε να σπουδάσει στο Παρίσι κοντά στην επιδραστική μουσικοπαιδαγωγό Νάντια Μπουλανζέ. Αυτή τον ώθησε να μείνει πιστός στο ταγκό και να συνεχίσει τους πειραματισμούς του. Από εκείνη την εποχή συνδύαζε στο έργο του τα δύο μουσικά του πάθη, το ταγκό και την κλασική μουσική, παρά την έντονη κριτική που δεχόταν από τους παραδοσιακούς μουσικούς του ταγκό.
Το 1955 επέστρεψε στην Αργεντινή, αλλά τρία αργότερα μετακόμισε για δεύτερη φορά στις ΗΠΑ και παρέμεινε εκεί έως το 1960. Όταν επέστρεψε στην Αργεντινή σχημάτισε το επιδραστικό σχήμα «Quinteto Nuevo Tango» (1960), με βιολί, ηλεκτρική κιθάρα, πιάνο, κοντραμπάσο και μπαντονεόν.
Αν και πολλές από τις 750 συνθέσεις του γράφτηκαν γι’ αυτό του κουιντέτο, συνέθεσε επίσης κομμάτια για ορχήστρα, μεγάλη μπάντα, μπαντονεόν και τσέλο. Οι καινοτομίες του, στην αντίστιξη, στο ρυθμό και την αρμονία, δεν έγιναν αρχικά δεκτές στην πατρίδα του, αλλά θαυμάζονταν πολύ στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Το 1967 συνέθεσε τη δημοφιλή οπερέτα του «Η Μαρία του Μπουένος Άιρες» («María de Buenos Aires»), σε λιμπρέτο του ποιητή Οράσιο Φερέρ και το 1974 το «Libertango», την πιο γνωστή του σύνθεση.
Το 1974 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και το 1985 επέστρεψε εκ νέου στην Αργεντινή. Το νέο ταγκό (nuevo tango) του Πιατσόλα απέκτησε βαθμιαία αποδοχή στην Αργεντινή και η μουσική του επηρέασε μια νέα γενιά συνθετών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 και του ’80, σε ταινίες, τηλεοπτικά προγράμματα και διαφημίσεις.
Οι μεταγενέστερες συνθέσειςτου περιελάμβαναν ένα κοντσέρτο για μπαντονεόν και ορχήστρα (1979) και το «Five Tango Sensations» για μπαντονεόν και κουαρτέτο εγχόρδων (1989), παραγγελία του Κουαρτέτου Kronos.
Στις 3 Ιουλίου 1990 συνέπραξε στο Ηρώδειο με την Ορχήστρα των Χρωμάτων που διηύθυνε ο Μάνος Χατζιδάκις. Η συναυλία ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε από τη Milan. Περιείχε τις συνθέσεις του «Tres tangos para bandoneon y orquesta» («Τρία Ταγκό για μπαντονεόν και ορχήστρα»), «Adios Nonino» και «Concierto para bandoneon y orquesta» («Κοντσέρτο για μπαντονεόν και ορχήστρα»).
Ο Άστορ Πιατσόλα πέθανε στις 4 Ιουλίου 1992 στο Μπουένος Άιρες, σε ηλικία 71 ετών. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας.
Πηγή: Sansimera.gr