Η Ελληνίδα ηθοποιός, θεατρική συγγραφέας, σκηνοθέτις και παραγωγός Μιμή Ντενίση, μίλησε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για το ταξίδι τής αγαπημένης της παραγωγής «Σμύρνη μου Αγαπημένη» τόσο στο θεατρικό σανίδι όσο και στην μεγάλη οθόνη, που όπως αναφέρει θα έχει και συνέχεια με τηλεοπτική σειρά. Μάλιστα αποκαλύπτει το νέο της εγχείρημα, μια παραγωγή που θα αφορά τον λόρδο Έλγιν, τον Βρετανό διπλωμάτη που αφαίρεσε από την Αθήνα το 1803 και το 1812 τα Γλυπτά από τον Παρθενώνα, που όμως θα εστιάζει στις πτυχές της προσωπικής του ζωής.
«Η ταινία “Σμύρνη μου Αγαπημένη” γυρίστηκε το 2021 και έχει προβληθεί σε όλο τον κόσμο. Ετοιμάζω το δεύτερο μέρος που είναι η καινούργια πατρίδα, από την Σμύρνη στη Θεσσαλονίκη. Θα είναι σειρά αυτή τη φορά και ελπίζω να γίνει διεθνής. Θα γυριστεί στη Θεσσαλονίκη σε χώρους όπως η περίφημη Στοά Μοριάνο, το ιστορικό “Όλυμπος Νάουσα”, το Τσινάρι με τα καφενεία, και μακάρι να γίνει καλή όπως το πρώτο μέρος», είπε η δημοφιλής καλλιτέχνις.
Με όνειρο να κάνει γνωστή την ιστορία της Μικρασίας και του Πόντου σε όλο τον κόσμο ξεκίνησε την έρευνα, όπως αποκάλυψε, με πολύ αγάπη και πάθος για την θρυλική πρωτεύουσα του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας.
«Ξεκίνησα το 2011 την έρευνα μου για τη Σμύρνη», είπε η κυρία Ντενίση. Το θέμα με κέρδισε και με κέντρισε. Είναι η πιο συγκλονιστική σελίδα του 20ου αιώνα στην ιστορία μας και η πιο τραυματική, βέβαια, γιατί έμεινε ημιτελής. Ήταν ένα όνειρο το οποίο δεν κατάφερε να γίνει πραγματικότητα και οι εξηγήσεις μετά προς τον κόσμο ήταν λίγες. Ακόμη και σήμερα έχουμε πολλά κενά σε σχέση με το τι συνέβη. Αυτό ήρθε να καλύψει το θεατρικό, που δεν ήξερα βέβαια ότι θα καλύψει τέτοιο μεγάλο κενό όταν το ονειρευόμουν και όταν το έγραφα, από τον αντίκτυπο κατάλαβα ότι έγινε κάτι με το έργο».
Στην ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ «τι ήταν αυτό που την απογοήτευσε ιστορικά» απαντά: «Αυτό που με λυπεί και σήμερα, η διχόνοια. Έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην μικρασιατική καταστροφή. Οι Έλληνες δεν ήταν ενωμένοι. Επίσης απογοητεύτηκα και με την στάση της Ευρώπης. Πρώτα ξεσήκωσαν τους Έλληνες και τους έστειλαν στη Μικρά Ασία, γεγονός που στα κείμενα δεν το τονίζουμε, λες και οι Έλληνες ξύπνησαν μία μέρα, πήραν την απόφαση και πήγαν στη Σμύρνη να επιτεθούν στους Τούρκους. Δεν έγινε όμως έτσι. Όλοι οι αρχηγοί της Ευρώπης έδωσαν εντολή στον Βενιζέλο να πάει τον στρατό του». «Άρα λοιπόν η ευθύνη της Ευρώπης είναι μεγαλύτερη από της Ελλάδας», επισημαίνει και προσθέτει:
«Οι Έλληνες ζούσαν με το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας. Όποτε ήταν φυσικό όταν τους δόθηκε η ευκαιρία και μάλιστα με την ιδέα ότι θα σώσουν τους συμπατριώτες τους, πήγαν και χωρίς πολύ σκέψη. Οι Ευρωπαίοι όμως ήταν εκείνοι που το προκάλεσαν και όταν είδαν ότι ο Κεμάλ δυνάμωσε και ότι τα πράγματα δεν ήταν υπέρ των Ελλήνων αποτραβήχτηκαν σε μία ωραία ουδετερότητα και ούτε γάτα ούτε ζημιά».
Υπογράμμισε ότι «είναι ένα τραύμα» που κουβαλούν όλοι οι Έλληνες ενώ στο εξωτερικό δεν το γνωρίζουν.
«Κανένας δεν ξέρει την ιστορία. Αυτό που λέμε στην Ελλάδα, ότι οι ξένοι γνωρίζουν το πολιτισμό μας, είναι ψέματα. Η Ελλάδα διεθνώς τελειώνει στην αρχαιότητα για να λέμε την αλήθεια. Γνωρίζουν την αρχαιότητα καλύτερα από εμάς, από κείμενα, από μνημεία από τα πάντα. Μετά, το Βυζάντιο δεν υπάρχει. Ότι ήταν η γλώσσα των Ευαγγελίων και μετά ήταν η γλώσσα του Βυζαντίου είναι κάπου θαμμένο για το εξωτερικό. Και φυσικά δεν υπάρχει γνώση ούτε και για τη νεότερη ιστορία.
Και επειδή και εμείς φταίξαμε και οι Ευρωπαίοι, έμειναν σκοπίμως πολλά κενά τα οποία διαβάζει κάποιος στα βιβλία των παιδιών ή στα βιβλία του πανεπιστημίου. Εγώ που σπούδασα Ιστορία ήξερα ελάχιστα. Είναι ένα ομιχλώδες θέμα, πήγαν οι Έλληνες, έγιναν εθνικιστές οι Τούρκοι και τελικά μας νίκησαν… Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι».
Σημειώνεται ότι τα εισιτήρια στη δημοφιλή θεατρική παράσταση, ήταν εξαντλημένα για τρία ολόκληρα χρόνια, με την ταινία στη μεγάλη οθόνη να παίρνει τα σκήπτρα. Πρωταγωνίστρια μια αρχόντισσα της Σμύρνης, η Φιλιώ η οποία θυμάται και νοσταλγεί τη ζωή της στην κοσμοπολίτισσα πρωτεύουσα.
«Αυτό που έχει το θεατρικό και η ταινία ήταν η πραγματική ζωή τής Σμύρνης. Είχαν μία όμορφη ζωή, δούλευαν πολύ αλλά την απολάμβαναν και γλεντούσαν πολύ. Υπήρχε πλούτος ακόμη και στην εργατική τάξη. Ήταν άνθρωποι νοικοκύρηδες, με μία ωραία ζωή, η οποία από την μία στιγμή στην άλλη 14 με 15 Αυγούστου, διαλύθηκε και πήγε στην τραγωδία. Μου λένε πολλοί ότι η ταινία εκεί που την βλέπεις και απολαμβάνεις τους έρωτες, την όπερα, τις μαγειρικές, ξαφνικά γίνεται πάρα πολύ άγρια. Μα έτσι έγινε. Δεν διαλύθηκε ένας πολιτισμός λίγο λίγο, ήταν κάτι πολύ άγριο!
Ήταν τρομερό και δύσκολο να παίζεις τις τελευταίες σκηνές στο θεατρικό. Υπήρξαν παραστάσεις που δεν μπορούσαμε να παίξουμε γιατί έκλαιγε τόσο πολύ ο κόσμος, που παρασυρόμουν και εγώ και έκλαιγα πολύ περισσότερο, δεν μπορούσα να πω τα λόγια. Είναι σπάνιο αυτό να συμβεί στο θέατρο. Πιστεύω ότι και ο πιο αδιάφορος Έλληνας αν μπει στο θέμα αυτό και το καταλάβει, συγκινείται».
Ποια ήταν η συνεργασία σας με την Πολιτεία; «Η αλήθεια είναι ότι περίμενα σε ένα θέμα που είναι εθνικό πολλά περισσότερα. Δεν εννοώ οικονομικά, γιατί ήταν σε ένα πολύ μικρό μέρος της ταινίας αλά δεν αρκεί αυτό. Δεν είδα να το αγκαλιάζει και να το προβάλλει περισσότερο. Έγιναν όλα από την εταιρεία μου την Tanweer και από εμένα», σημείωσε.
«Δεν πήγε στα Όσκαρ. Μία ταινία που έχεις την τύχη -γιατί αυτό έγινε καθαρά από τύχη λόγω κορονοϊού αλλιώς θα είχε γυριστεί νωρίτερα- να είναι η μεγαλύτερη παραγωγή στην Ελλάδα και να βγαίνει στην επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, μόνο και μόνο για αυτό τον λόγο πρέπει να την στείλεις. Αυτό σημαίνει ότι δίνεις μία αξία στο θέμα και μια αξία στους ανθρώπους που θυσιάστηκαν. Θα έπρεπε να ήταν η επίσημη συμμετοχή για εκείνη τη χρονιά. Και δεν λέω ότι στείλανε μια κακή ταινία αλλά ας την έστελναν του χρόνου. Ήταν η χρονιά που έπρεπε να είναι η “Σμύρνη”.
Οπότε όταν εμείς ιδιωτικά έχουμε κάνει τα μέγιστα δηλαδή έχει προβληθεί στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, στα BAFTA στο Λονδίνο και σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και έχει γίνει θέμα συζήτησης στο Χάρβαρντ και στο Πανεπιστήμιο Τζόρτζταουν, πρέπει σαν Πολιτεία να κάνεις το παραπάνω. Αυτό που δεν μπορώ να κάνω εγώ. Δεν έγινε. Πιστεύω όχι από κακιά βούληση αλλά από έναν φόβο που υπάρχει ακόμη σχετικά με το θέμα. Αυτό είναι η δικιά μου εξήγηση. Υπάρχει ένας φόβος γύρω από το θέμα και λόγω των γειτόνων μας».
Μάλιστα, η ηθοποιός δεν δίστασε να αναφερθεί στο πρωτοσέλιδο της τουρκικής εφημερίδας Χουριέτ, η οποία την κατηγορούσε προσωπικά για πολιτική προπαγάνδα μέσα από το έργο της. «Δεν είναι τυχαίο ότι η Χουριέτ έβαλε στο πρωτοσέλιδο της εμένα και τους υπόλοιπους ηθοποιούς λέγοντας ανακρίβειες για την ταινία. Πιστεύω ότι το έργο έχει ισορροπία».
Ακούραστη συνεχίζει να δουλεύει αδιάκοπα, μετά από 40 χρόνια καριέρας και μιλά για το νέο της φιλόδοξο πρότζεκτ.
«Πρόκειται για ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ για τον Έλγιν από μία πιο προσωπική πλευρά. Ελπίζω να τα καταφέρουμε καλά όπως στη “Σμύρνη” και να ξεκινήσουμε τον Οκτώβρη τα γυρίσματα. Θα γίνουν στην Αθήνα, στη Γαλλία και στην Τουρκία. Εκτός από αφηγήτρια θα έχω επιπλέον έναν “μυστικό ρόλο”», αποκάλυψε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κυρία Ντενίση.
Επίσης γνωστοποίησε ότι από τις 7 Ιανουαρίου 2024 θα είναι στο Μέγαρο Θεσσαλονίκης για τη θεατρική παράσταση “Από Σμύρνη…Σαλονίκη”, το δεύτερο μέρος της “Σμύρνης Αγαπημένης”. Η αυλαία θα πέσει τον Μάρτιο και στην συνέχεια η παράσταση θα μεταφερθεί στην Κύπρο.