«Η γυναίκα της ζωής μου ήταν η Ελληνίδα γιαγιά μου!» ομολόγησε την Παρασκευή (1/4) στους δημοσιογράφους η σπουδαία Γαλλίδα ηθοποιός Εμανουέλ Μπεάρ. Πρωταγωνίστρια εμβληματικών ταινιών του γαλλικού σινεμά, με σημαντική καριέρα τόσο στον κινηματογράφο όσο και στο θέατρο, η Μπεάρ βρίσκεται αυτές τις μέρες στην Αθήνα με αφορμή το 22ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου (29/3-6/4) που πραγματοποιείται σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, στο οποίο ανέλαβε τον ρόλο της προέδρου της κριτικής επιτροπής.
Απλή, ευγενική, με μία φυσική συστολή, η Μπεάρ απάντησε πρόθυμα σε όλες τις ερωτήσεις, παρότι παραδέχτηκε ότι το να βρίσκεται μπροστά σε δημοσιογράφους αποτελεί μία «δύσκολη άσκηση» για εκείνη, και απολογήθηκε για τα γυαλιά ηλίου που φορούσε, λέγοντας ότι ευθύνεται μια επιπεφυκίτιδα που της προκάλεσε η αφρικανική σκόνη στην Αθήνα.
Η Γαλλίδα ηθοποιός μίλησε για την τέχνη που της «έσωσε τη ζωή», για την επίπονη προσπάθειά της να μπαίνει «στον πυρήνα της δουλειάς του ηθοποιού», για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το σινεμά σήμερα, για την πολιτική ορθότητα και την … «κηδεία του image» της, ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί στο ρόλο της ως πρόεδρος της κριτικής επιτροπής καθώς και στις ελληνικές ρίζες της και στην Ελληνίδα γιαγιά της που λάτρευε.
Για την ίδια, η επίσκεψή της στην Ελλάδα δεν είναι μιας ακόμη Γαλλίδας ηθοποιού αλλά ενός ανθρώπου που γνωρίζει «τον τόπο, τις μυρωδιές, τις γεύσεις, τους ανθρώπους». «Η καρδιά μου χτυπά και ελληνικά. Μεγάλωσα σε μία οικογένεια όπου όλοι μιλούσαν ελληνικά. Η γιαγιά μου τα μιλούσε και στη δική της μαμά και στη δική μου. Δυστυχώς, εγώ ήμουν η πρώτη γενιά που δεν έμαθε τη γλώσσα, όμως όλες οι παιδικές μου αναμνήσεις είναι συνδεδεμένες με αυτήν. Ακόμα θυμάμαι φράσεις όπως “κοκόνα μου”, “τι όμορφη που είσαι”, λόγια αγάπης που άφησαν το αποτύπωμά τους μέσα μου. Η γιαγιά μου έφυγε στην ηλικία των 107 ετών, αλλά συνεχίζει να με συνοδεύει στο ταξίδι μου εδώ».
Στην ερώτηση για το αν υπήρξε ευεργετική η τέχνη στη ζωή της , είπε ότι «η ενασχόλησή μου με την υποκριτική, μού έσωσε κυριολεκτικά τη ζωή». «Αγάπησα τον πυρήνα του επαγγέλματός μου. Και όχι τόσο τα υπόλοιπα, τα “αξεσουάρ” που το συνοδεύουν, όπως το να βρίσκομαι εδώ μπροστά σας και να σας μιλάω χωρίς να ακολουθώ τα λόγια ενός σεναριογράφου ή ενός θεατρικού συγγραφέα είναι μια πιο δύσκολη άσκηση για μένα, όχι πάντα ευχάριστη».
Η δεκαετία των 50 και η «κηδεία» του image της
Η Εμανουέλ Μπεάρ αγκαλιάζει την δεκαετία των 50, την οποία διανύει με το ίδιο πάθος και ενθουσιασμό για την δουλειά της, ωστόσο όπως λέει, στρέφεται όλο και περισσότερο στο θέατρο, γιατί είναι «μια μορφή τέχνης που επιτρέπει, ιδίως στις γυναίκες, να είναι ενεργές και αφού περάσουν τα 50 και να συνεχίσουν να έχουν ωραίους ρόλους, σε αντίθεση με το σινεμά». «Είναι ένα από τα στάδια που αναγκαστικά περνάει κάποιος. Πολύ συχνά μιλάω με συναδέλφους μεγαλύτερες από μένα, που μου λένε “μη σκας, αυτή η φάση έχει τα πάνω της και τα κάτω της”. Για μένα το όριο των 50 ετών ήταν σημαντικό. Μάλλον επειδή το βλέμμα στον κινηματογράφο δεν στρέφεται με τον ίδιο ενθουσιασμό σε πιο ώριμες γυναίκες. Ίσως έχει να κάνει και με μένα, γιατί για πάρα πολλά χρόνια ενσάρκωνα ηρωίδες πολύ αισθησιακές και σεξουαλικές, ρόλοι που πλέον δεν μου προσφέρονται στο σινεμά και δεν τρέχει και τίποτα!».
Μάλιστα, όπως δήλωσε, η ταινία «Πάρε με αγκαλιά» (η οποία προβάλλεται στο πλαίσιο του φεστιβάλ), της έδωσε την ευκαιρία να υποδυθεί μια γυναίκα στην ηλικία της, κάτι που συμβαίνει σπάνια. «Ουσιαστικά μέσα από αυτήν την ταινία, όπου υποδύομαι μια πενηντάρα, είναι σα να καλούμαι να πάω στην κηδεία του image μου και είναι μια χαρά αυτό! Είμαι εδώ για να σας διαβεβαιώσω ότι και στα 50 είμαστε πάρα πολύ ζωντανοί!».
Αναφερόμενη στο ρόλο της ως πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής, η Μπεάρ είπε ότι το εκλαμβάνει ως μία υπέροχη ευθύνη. «Εξάλλου δεν είναι η πρώτη φορά που είμαι μέλος μιας κριτικής επιτροπής, έχω αναλάβει αυτόν τον ρόλο στο Φεστιβάλ των Καννών, όταν Πρόεδρος ήταν ο Ταραντίνο, έχω επίσης υπάρξει πρόεδρος της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ Αμερικανικού Κινηματογράφου στη Ντοβίλ. Είναι πολύ ωραία εμπειρία να βλέπεις με κριτική ματιά το έργο των άλλων. Προφανώς, ως ηθοποιός, δεν έχω το πιο παρθένο βλέμμα σε σχέση με τον μέσο θεατή, στ’ αλήθεια, όμως, αφήνω την καρδιά μου να χτυπήσει και να νιώσει τις ταινίες. Αυτό ακριβώς μας είχε πει τότε και ο Ταραντίνο: «Ναι, είμαστε επαγγελματίες του κινηματογράφου, αλλά ας αφήσουμε την καρδιά μας να χτυπήσει για την ταινία που θα μας συγκινήσει».
Αν υπάρχει κάτι που διαχωρίζει λίγο τη συγκεκριμένη εμπειρία που ζει τώρα, είναι ότι πρόκειται για ένα γαλλόφωνο φεστιβάλ. «Πολλούς από τους σκηνοθέτες τους γνωρίζω χρόνια, ενώ αρκετές από τις ταινίες που προβάλλονται στην Αθήνα τις έχω δει ήδη στη Γαλλία. Είναι ενδιαφέρον να συνειδητοποιώ το αποτύπωμα που άφησαν, αλλά και την διαφορετική ματιά μου όταν τις βλέπω για δεύτερη φορά» δήλωσε.
Η στροφή στη σκηνοθεσία και το ντοκιμαντέρ που ετοιμάζει
Το ενδιαφέρον της Εμανουέλ Μπεάρ πλέον στρέφεται προς τη σκηνοθεσία. «Δεν είναι ότι δεν απολαμβάνω να συμμετέχω σε ταινίες ως ηθοποιός, αλλά νομίζω ότι ήρθε η ώρα να στρέψω κι εγώ το βλέμμα μου σε κάτι. Αυτό το διάστημα ετοιμάζω ένα ντοκιμαντέρ. Ο όγκος δουλειάς στην προετοιμασία και στην παραγωγή του είναι τεράστιος. Το θέμα του είναι πάρα πολύ δύσκολο. Είναι η αιμομιξία και δεν θα ήθελα να μιλήσω περισσότερο γι’ αυτό, επειδή αυτή τη στιγμή πραγματοποιώ τα γυρίσματα. Ωστόσο η επίσκεψη μου στην Ελλάδα ήταν αρκετά σημαντική ώστε να τα παγώσω για μια εβδομάδα και να έρθω εδώ».
Απαντώντας στο κατά πόσο η πολιτική ορθότητα καθορίζει τις επιλογές της, είπε: «Απεχθάνομαι την πολιτική ορθότητα. Θεωρώ ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να συνεχίσουν να κάνουν τέχνη με τόλμη, να συνεχίσουν να αναμετρώνται με τους δαίμονές τους, να δουλεύουν με βάση τις επιθυμίες και τις φαντασιώσεις τους, με τα σώματα των ανθρώπων που τους εμπνέουν. Προσωπικά, δεν πρόκειται ποτέ να επηρεαστώ από την πολιτική ορθότητα στην επιλογή των ρόλων μου».
Στην ερώτηση για το αν το σύγχρονο σινεμά απαντά ικανοποιητικά στις προκλήσεις των καιρών, η Γαλλίδα ηθοποιός δήλωσε: «Πιστεύω πως ναι, το σινεμά αποτυπώνει τι συμβαίνει στον κόσμο αυτή τη στιγμή: το ότι είναι κατακερματισμένος, ότι υπάρχουν εντάσεις, πόλεμοι, επαναστάσεις. Βλέπουμε πάρα πολύ πόνο, πάρα πολλές δυσκολίες, μια αίσθηση “No Man’s Land”. Ο κόσμος πνίγεται. Στο 22ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου είδα πάρα πολλές κοινωνικές ταινίες. Η επιλογή του προγράμματος έγινε με ιδιαίτερα κριτική ματιά. Υπάρχουν ταινίες στο πρόγραμμα που στρέφουν το βλέμμα μας σε πολύ σημαντικά ζητήματα, ταινίες που αναδεικνύουν την απογοήτευση, την απελπισία και την εγκατάλειψη που νιώθουν μεγάλες ομάδες ανθρώπων».
Η ίδια καλωσορίζει τις νέες τεχνολογίες στον κινηματογράφο που χάρη στην εξοικονόμηση των πόρων προσφέρουν περισσότερη ελευθερία στους καλλιτέχνες. Την ίδια στιγμή όμως, εκφράζει και την ανησυχία της για «το σινεμά των δημιουργών», το οποίο, όπως είπε, αντιμετωπίζει πλέον θέμα επιβίωσης, επειδή εκείνοι που παίρνουν τις αποφάσεις για τις ταινίες που θα γυριστούν δεν το στηρίζουν όσο θα έπρεπε.
Μεγάλη πρόκληση, επίσης, θεωρεί την επιβίωση των κινηματογραφικών αιθουσών, οι οποίες απειλούνται με εξαφάνιση, καθώς το κοινό στρέφεται ολοένα και περισσότερο στις πλατφόρμες. «Κατά τη διάρκεια της πανδημίας δεν έπαψε ποτέ η ανάγκη μας να καταναλώσουμε τέχνη, αυτό φάνηκε, ας πούμε, από τις πωλήσεις των βιβλίων. Δυστυχώς, ο κινηματογράφος και το θέατρο δεν είχαν την ίδια ευκολία, και έτσι το κοινό στράφηκε στις πλατφόρμες. Ας μη μιλάμε, όμως, για το κοινό σαν να είναι κάποιοι άλλοι, γιατί κι εμείς οι ίδιοι αποκτήσαμε νέες συνήθειες. Προσωπικά, δεν είχα δει ποτέ σειρές και ξεκίνησα να βλέπω μέσα στην πανδημία. Είχα ανάγκη να έρθω σε επαφή με την τέχνη. Φυσικά, η αίσθηση της μεγάλης οθόνης είναι εντελώς διαφορετική και είναι αδύνατον να μου την προσφέρει το σαλόνι μου. Πιστεύω ότι το αίσθημα της κοινότητας που όλοι νιώθουμε μέσα στη σκοτεινή αίθουσα είναι πολύ δυνατό, και νομίζω ότι, εντέλει, θα υπερισχύσει».
Η Εμανουέλ Μπεάρ στο πλευρό των ασυνόδευτων προσφύγων
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της στην Ελλάδα, η Γαλλίδα ηθοποιός (που έχει επιδείξει σημαντική ανθρωπιστική δράση, ενώ στο παρελθόν υπήρξε Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως της Unicef) επισκέφτηκε την ΜΚΟ «The Home Project» (η οποία καλύπτει τις ανάγκες παιδιών προσφύγων που φτάνουν στην Ελλάδα μόνα τους), ενώ συμμετείχε και σε ένα φιλανθρωπικό γκαλά τα έσοδα του οποίου θα διατεθούν στη συγκεκριμένη οργάνωση. «Η ΜΚΟ The Home Project έχει ανοίξει 14 ξενώνες, που φιλοξενούν παιδιά από 5 έως 18 ετών. Η οργάνωση συχνά αντιμετωπίζει πολιτικές, θεσμικές ακόμα και αστυνομικές δυσκολίες. Πιστεύω ότι υπάρχει μια σαφής πολιτική ευθύνη απέναντι σε αυτά τα παιδιά, που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στη χώρα μόνα τους, ασυνόδευτα. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να τα στηρίξουμε» τόνισε η Εμανουέλ Μπεάρ.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ