Οι ταινίες του Dino Risi έκαναν εκατομμύρια θεατές σε όλο τον κόσμο να αγαπήσουν την Ιταλία, την «ντόλτσε βίτα», να θαυμάσουν την υποκριτική δεινότητα των Βιτόριο Γκάσμαν, Αλμπέρτο Σόρντι, Ούγκο Τονιάτσι. Οι μνήμες που φέρνει στους αθεράπευτους σινεφίλ και λάτρεις του μεταπολεμικού ιταλικού σινεμά το όνομά του είναι σαν το πρώτο ερωτικό χτυποκάρδι ή τα παιχνίδια στη θάλασσα και το πρώτο παγωτό, αναφέρει το αφιέρωμα του ΑΠΕ.
Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό κάθε θαυμαστή των ταινιών του Ντίνο Ρίζι είναι το πηγαίο γέλιο, ο ακατάπαυστος σαρκασμός του, η διάθεσή του για ανεξάντλητη πλάκα, το σκωπτικό πνεύμα του για τα κακώς κείμενα της Ιταλίας και γενικότερα για έναν κόσμο επιφανειακό, υποκριτικό. Ο Ντίνο Ρίζι, δίπλα στον μέγιστο Μάριο Μονιτσέλι, θα υπάρξει άξιος δημιουργός της «κωμωδίας αλά ιταλικά» και θα αφήσει εποχή με τις κλασικές, σήμερα, ταινίες του «Ο Φανφαρόνος», «Τα Τέρατα», «Παλιοζωή Παλιόκοσμε» και «Άρωμα Γυναίκας». Ένας εμπνευσμένος σκηνοθέτης, που μπήκε και σε άλλα κινηματογραφικά είδη, από τη σεξοκωμωδία μέχρι το δράμα και κράτησε αποστάσεις από το μαχητικό πολιτικό σινεμά των δεκαετιών ’60-’80. Κάτι, για το οποίο θα προσπαθήσουν, κυρίως οι αριστεροί του χώρου, να τον απαξιώσουν, παρότι στις περισσότερες ταινίες του θα ασκήσει κριτική στην άρχουσα τάξη, στα αστικά και μικροαστικά ήθη, χωρίς, ωστόσο, να χαρίζεται σε κανέναν και ειδικά στις αριστερές αγκυλώσεις.
Συμπληρώνοντας 15 χρόνια από τον θάνατό του (7 Ιουνίου 2008), είναι ευκαιρία να θυμηθούμε και να γνωρίσουν οι νεότεροι το τεράστιο μέγεθος της αξίας του Ντίνο Ρίζι, τα πρώτα του βήματα, τις κορυφαίες του καλλιτεχνικές στιγμές και τις ταινίες του που θα παραμείνουν αθάνατες.
Καλλιτεχνικές αντιφασιστικές ρίζες
Ο Ντίνο Ρίζι, παρότι θα έλεγε κανείς ότι είναι ο κλασικός πλακατζής από τον Νότο, γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 1916 στο Μιλάνο, από οικογένεια με καλλιτεχνικές ρίζες. Ο πατέρας του, που έχασε σε ηλικία 12 χρόνων, ήταν διακεκριμένος γιατρός της Σκάλας του Μιλάνου, ενώ και τα αδέλφια του ασχολήθηκαν με τον κινηματογράφο, όπως και ο γιος του Μάρκο. Ανάμεσα στους πελάτες του πατέρα του ήταν και ο νεαρός δημοσιογράφος Μπενίτο Μουσολίνι, αλλά η οικογένειά του ήταν ενάντια στον φασισμό και μετά την ανακωχή του 1943 αρνήθηκε να εμπλακεί με την παρωδία της δημοκρατίας του Σαλό και κατέφυγε στην Ελβετία.
Ο Ρίζι σπούδασε ιατρική στο Μιλάνο, αλλά δεν συνέχισε τις σπουδές του στην Ψυχιατρική, όπως ήθελαν οι γονείς του. Ασχολήθηκε με το σινεμά εντελώς τυχαία, έπειτα από προτροπή του σκηνοθέτη Αλμπέρτο Λατουάντα, ο οποίος του πρότεινε το 1940 να γίνει βοηθός του σε κάποια ταινία. Ο Ρίζι δέχθηκε, αλλά χωρίς να έχει σκοπό να ακολουθήσει επαγγελματικά τη σκηνοθεσία. Γι’ αυτό άλλωστε στη συνέχεια θα αρχίσει να αρθρογραφεί σε ιταλικές εφημερίδες. Μεταπολεμικά θα αρχίσει να γυρίζει μικρού μήκους ταινίες, με θέματα κυρίως από την πόλη του Μιλάνου και τις πληγές που κουβαλούσε από τον Πόλεμο. Το τελευταίο φιλμάκι απ’ αυτά θα τραβήξει το ενδιαφέρον του διάσημου παραγωγού Κάρλο Πόντι και ο Ρίζι αποφάσισε να μετακομίσει στην Ρώμη και την περίφημη Cinecitta, για να αφοσιωθεί στον κινηματογράφο.
Φτωχοί αλλά Ωραίοι
Η πρώτη του ταινία ήταν «Διακοπές με τον Γκάνγκστερ» το 1951, ενώ την πρώτη του επιτυχία θα την γνωρίσει το 1956 γυρίζοντας τη γλυκύτατη ηθογραφική κομεντί «Ψωμί, Έρωτας και…» με την Τζίνα Λολομπριτζίτα και τον Βιτόριο ντε Σίκα, που αποτελούσε το τελευταίο μέρος μιας τριλογίας, που ξεκίνησε ο Λουίτζι Κομεντσίνι – ακόμη ένας σημαντικός εκπρόσωπος της «κωμωδίας αλά ιταλικά». Την ίδια χρονιά θα γυρίσει και την κωμωδία «Φτωχοί Αλλά Ωραίοι», η οποία θα γίνει ιδιαίτερα αγαπητή στο ιταλικό κοινό και θα καθιερώσει τον Ρίζι ως σκηνοθέτη κωμωδιών.
Παλιοζωή Παλιόκοσμε
Το 1960 θα έχει την πρώτη του συνεργασία – από τις συνολικά 16 – με τον Βιτόριο Γκάσμαν στην κωμωδία «Ο Βασιλιάς της Κομπίνας», ενώ τον επόμενο χρόνο θα σκηνοθετήσει την υπέροχη δραματική κωμωδία «Παλιοζωή Παλιόκοσμε», με έναν ανεπανάληπτο Αλμπέρτο Σόρντι στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μία ταινία που ξεκινά ως κωμωδία, με τον μικροαστό και ταπεινό δημόσιο υπάλληλο Σόρντι να θέλει να βάλει στη δουλειά τον άβγαλτο και ντροπαλό γιο του και στο τέλος εξελίσσεται σε δράμα, μετά από μία αναπάντεχη τραγωδία που θα βρει τον ήρωά του. Ένα φιλμ ιδιαιτέρως καυστικό για τον μικροαστισμό και τον συντηρητισμό που βασίλευε στο ιταλικό δημόσιο, αλλά και πώς μπορεί να μεταλλαχθεί ένας ανθρωπάκος σε ανελέητο εκδικητή.
Ο Φανφαρόνος
Το 1962 θα είναι η χρονιά τού Ρίζι, καθώς θα παραδώσει το αριστούργημα της ζωής του, τον «Φανφαρόνο», κλασικό δείγμα της «κωμωδίας αλά ιταλικά», ένα από τα καλύτερα φιλμ της δεκαετίας, που οφείλει πολλά, για τη διαχρονική και συνεχώς αυξανόμενη γοητεία του, στο θηρίο της παγκόσμιας υποκριτικής, Βιτόριο Γκάσμαν, αλλά και στον έξοχο Ζαν Λουί Τρεντινιάν. Με το πέρασμα των χρόνων ο «Φανφαρόνος» («Il Sorpasso») έχει αποκτήσει ακόμη μία σημαντική και σπάνια ιδιομορφία, καθώς ο αρνητικός χαρακτήρας του Μπρούνο – Γκάσμαν μετετράπη σε ηρωική φυσιογνωμία. Όπως είχε πει ο Ντίνο Ρίζι, «ο χαρακτήρας του Γκάσμαν είναι ενός ανθρώπου που δεν έχει μάθει να χτίζει τίποτα, αλλά μόνο να γκρεμίζει». Όμως, βρισκόμαστε στις αρχές του’60, σε μια Ιταλία που ζει το «οικονομικό θαύμα» της, με τον λαό να ξεχνά τις ρίζες του και να πέφτει στην ευκολία της ρηχότητας, της ατομικότητας, της καταναλωτικής μανίας. Ο ασυμβίβαστος Ρίζι προειδοποιεί την ιταλική κοινωνία για τα μελλούμενα. Με τα χρόνια, έστω αν μοιάζει αντιφατικό, ο χαρακτήρας του Γκάσμαν αποκτά θετικά χαρακτηριστικά, γίνεται ακόμη πιο γοητευτικός. Η ασέβειά του προς όλους και τα πάντα, το ρίσκο της ταχύτητας, η ειρωνική του στάση, η περιφρόνηση προς το κοινωνικό γίγνεσθαι, η λοιδορία τού θανάτου και κάθε σύμβασης λαμβάνει επαναστατικές διαστάσεις. Εν αντιθέσει με τον συμβιβασμένο, συνεσταλμένο, άβγαλτο, εσωστρεφή φοιτητή της Νομικής νεαρό Τρεντινιάν, που μοιάζει με ένα εύθραυστο μοντέλο, που αν και ελκύεται από τον Γκάσμαν, είναι προφανές ότι είναι έτοιμος να παραδοθεί στις συμβάσεις, να γίνει ένας υπεύθυνος, τακτοποιημένος πολίτης που θα συμβάλλει στο μερεμέτισμα του σύγχρονου κόσμου.
Τα Τέρατα
Το 1963 θα γυρίσει το ξεκαρδιστικό, μέχρι δακρύων, σπονδυλωτό σατιρικό φιλμ «Τα Τέρατα», με χαρακτηριστικές φιγούρες της Ιταλίας και στερεότυπα της κοινωνίας, με τους Βιτόριο Γκάσμαν και Ούγκο Τονιάτσι να δίνουν τα ρέστα τους. Θα ακολουθήσει μια δεκαετία με αξιόλογες ταινίες, ανάμεσά τους «Πιάστε τον Τίγρη από την Ουρά», «Ένας Προφήτης Δονζουάν», «100 λεπτά αλήθεια», «Όλα τα Είχε η Γκόμενα του Έλειπε», μέχρι να έρθει η επόμενη τεράστια επιτυχία του που θα τον φέρει κοντά σε ένα Όσκαρ.
Άρωμα Γυναίκας
Το 1974 θα κάνει πρεμιέρα η δραματική κωμωδία «Άρωμα Γυναίκας», χαρίζοντας ακόμη έναν αξιομνημόνευτο ρόλο στον Βιτόριο Γκάσμαν, ο οποίος υποδύεται έναν συνταξιούχο τυφλό αξιωματικό, που αναγνωρίζει τις γυναίκες από το άρωμά τους και θέλει να αυτοκτονήσει, αλλά θα αλλάξει γνώμη, έπειτα από ένα Σαββατοκύριακο, έχοντας δίπλα του έναν νεαρό φαντάρο ως ορντινάντσα. Εξαιρετική ταινία που μπαίνει βαθιά στην ψυχοσύνθεση του κεντρικού ήρωα, κέρδισε πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων και βραβείο ερμηνείας στις Κάννες για τον Γκάσμαν, ενώ ήταν υποψήφια και για τα Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και διασκευασμένου σεναρίου. Το 1992 στο αμερικάνικο ριμέικ της ταινίας, ο Αλ Πατσίνο θα κερδίσει το Όσκαρ Α Ανδρικού Ρόλου, κάνοντας μία ακόμη εξαιρετική εμφάνιση, αλλά κακά τα ψέματα, ο Γκάσμαν θα παραμείνει για πάντα το έμβλημα της ταινίας για όλους τους γνήσιους σινεφίλ.
Ο Ντίνο Ρίζι, θα συνεχίσει να γυρίζει ταινίες και να μπαίνει στα στούντιο μέχρι τα βαθιά γεράματα, κάτι σαν τον Αντρεότι του κινηματογράφου, παρότι τον είχε χτυπήσει ο καρκίνος, ο οποίος τον ταλαιπώρησε μέχρι το τέλος, που ήρθε στις 7 Ιουνίου του 2008, στο διαμέρισμά του στη Ρώμη. Θα μας αφήσει κληρονομιά τις υπέροχες δημιουργίες του και ίσως τις πιο γλυκές καλοκαιρινές αναμνήσεις, στα θερινά, εκεί που αναγνωρίσαμε το σπάνιο ταλέντο του και την ασυμβίβαστη καλλιτεχνική του ματιά.