Μια φωτογραφία της Babette Magnolte ενσαρκώνει τη σκηνή χορού και περφόρμανς της Νέας Υόρκης τις δεκαετίες του 1970 και 1980. Με τίτλο «Roof and Fire Piece», τραβηγμένη στις στέγες του SoHo, αιχμαλωτίζει τη χορογραφία της Trisha Brown με τη χορογράφο να συνοδεύεται από τους χορευτές της.
Φέτος ο Όμιλος Kering -στον οποίο ανήκουν οι οίκοι Balenciaga, Bottega Veneta, Gucci, Alexander McQueen και Yves Saint Laurent– και το φεστιβάλ φωτογραφίας Rencontres d’Arles επέλεξαν να αποτίσουν φόρο τιμής στην 81 ετών σήμερα φωτογράφο, σκηνοθέτιδα, κινηματογραφίστρια και συγγραφέα κριτικών δοκιμίων βραβεύοντάς την με το Women in Motion Photography Prize.
Με το συγκεκριμένο βραβείο έχουν στο παρελθόν τιμηθεί ονόματα όπως Susan Meiselas (2019), Sabine Weiss (2020) και Liz Johnson Artur (2021).
Όταν η Magnolte ερωτήθηκε για το πώς βλέπει την καριέρα της, απάντησε: «Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα για “καριέρα” επειδή δεν έχω εμπορική νοοτροπία. Το να πειραματίζομαι σημαίνει να αλλάζω τις στρατηγικές μου από τη μια ταινία στην επομένη. Στη φωτογραφία, τις προσαρμόζω στη δουλειά των καλλιτεχνών που παρατηρώ. Αυτό μου επιτρέπει να ξέρω τι είναι σημαντικό να καλύψω, είτε πρόκειται για φωτογραφία είτε για ταινία. Μου αρέσει να καταλαβαίνω τη δουλειά που αιχμαλωτίζω είτε είναι χορός ή θέατρο ή περφόρμανς. Της αξίζει να γίνει περισσότερο γνωστή και κάποιες φωτογραφίες πρέπει να επιζήσουν».
Όλα ξεκίνησαν την αυγή της δεκαετίας του 1970, όταν η λάτρης του θεάτρου πήγε στη Νέα Υόρκη έπειτα από σπουδές στην École Louis-Lumière του Παρισιού (ήταν από τις πρώτες γυναίκες που έγιναν δεκτές στη σχολή). Εκεί συνάντησε πολλούς από τους «μεγάλους»: Trisha Brown, Yvonne Rainer, Philip Glass, Joan Jonas, Marina Abramović, Robert Whitman, Simone Forti, Steve Paxton, Lucinda Childs…
«Έμαθα να βλέπω χορό παρατηρώντας την Yvonne στο “Lives of Performers” το 1972. Απέκτησα αίσθηση της δουλειάς με την Trisha Brown στη διάρκεια της πρώτης παράστασής της στη Sonnabend Gallery το 1973» αφηγείται η ίδια.
Η Babette Magnolte συμμετείχε σε αυτόν τον κόσμο που άλλαζε, δουλεύοντας επίσης ως διευθύντρια φωτογραφίας σε πειραματικές ταινίες της Chantal Akerman («Hotel Monterey» και «Jeanne Dielman» με την Ντελφίν Σεϊρίγκ) και της Sally Potter («The Gold Diggers» με την Τζούλι Κρίστι).
«Από τότε που ήμουν έφηβη είχα καταλάβει, κοιτώντας άλμπουμ του Cartier-Bresson, του Walker Evans και της Dorothea Lange, ότι κάποιες φωτογραφίες αποκτούν αργότερα την αξία τους, αφότου τραβήχτηκαν, γιατί αποκαλύπτουν κάτι το οποίο κανείς δεν έβλεπε τότε. Η ιδέα να δημιουργήσω αρχείο μου ήρθε το 1976-77, όταν αφιέρωσα αυτά τα χρόνια στο να σκέφτομαι για την πράξη της φωτογράφισης, μέσω του ντοκιμαντέρ “The Camera: I / The Camera: I”» εξομολογείται.
Για τις επιρροές της, διευκρινίζει: «Ο (Αμερικανός συνθέτης) John Gage μού έμαθε μπροστά στο τυχαίο και τη σύμπτωση να κάνω όπως μου αρέσει. Ο (Ελβετός φωτογράφος) Robert Frank να παρατηρώ και να συνθέτω φωτογραφίες. Ο (Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας και ιδρυτής του Ontological-Hysteric Theater) Richard Foreman, να καταλάβω τον φωτισμό, την οργάνωση του χώρου και τη σημασία της ματιάς. Ο (Αμερικανός θεατρικός σκηνοθέτης) Robert Wilson να κοιτάζω πιο προσεκτικά· ο διεσταλμένος χρόνος απελευθερώνει το κοινό από την αναζήτηση νοήματος».
Οι κινηματογραφικές αναφορές της είχαν τον ίδιο βαθμό επίδρασης στη δουλειά της: «Από τον (Γάλλο ντοκιμαντερίστα) Jean Rouch έμαθα το πώς η κάμερα μπορεί να αλλάζει αυτό που καταγράφει. Από τον John Ford κέρδισα δεξιότητες σύνθεσης και μοντάζ. Από τον Luchino Visconti έμαθα μουσική, σύνθεση με κίνηση της κάμερας και τους διαφορετικούς τρόπους που αφηγείται ιστορίες. Από τον Robert Bresson, έφτασα στο σημείο να κατανοήσω την ιδέα ότι ένας ήχος δεν έχει ανάγκη από μια εικόνα για να γίνει αντιληπτός».
Σήμερα, η Babette Magnolte εστιάζει σε εγκαταστάσεις, όπως οι «Looking and Touching», «How to Look» και άλλες.
ΑΠΕ-ΜΠΕ