Μιάς και οι αμυγδαλιές φέτος άνθισαν νωρίς και η ανάγκη μίας πρόωρης άνοιξης γίνεται όλο και πιο επιτακτική, σκεφτήκαμε να μοιραστούμε μαζί σας μερικά ποιήματα που εξυμνούν το πανέμορφο αυτό δέντρο.
Μια αμυγδαλιά και δίπλα της, του Νικηφόρου Βρεττάκου
Μια μυγδαλιά και δίπλα της,
εσύ. Μα πότε ανθίσατε;
Στέκομαι στο παράθυρο
και σας κοιτώ και κλαίω.
Τόση χαρά δεν την μπορούν
τα μάτια.
Δος μου, Θεέ μου,
όλες τις στέρνες τ’ ουρανού
να στις γιομίσω.
Μυγδαλιά, του Κώστα Καρυωτάκη
Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.
Έχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν’ έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει.
Κι αλίμονο μου! εγώ της έχω αγάπη τόση…
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που ‘χει στον κήπο μου φυτρώσει.
Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν’ απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει
Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ’ αγάπη τόση…
Αμυγδαλιά, του Κώστα Μόντη
Κάθ’ἥν στιγμὴv ἐμεῖς συζητᾶμε ἀκόμα
ἡ ἀμυγδαλιὰ ἄναψε ἤδη ντόμπρα τὰ κεράκια της
κι ἀνήρτησε σὲ κoινὴ θέα τὶς πρoθέσεις της.
Ὢ ναί, τoυλάχιστo oἱ πoιητὲς
ἂς μὴν τὴ λέμε «τρελλή»
πoύ πῆρε τὴν ἀπόφαση,
τoυλάχιστo oἱ πoιητὲς ἂς μὴν τὴ λέμε «τρελλή»
πoύ ἐπωμίσθηκε τὶς εὐθύνες της,
πoυ διεκινδύνευσε τὴ νoημoσύνη της
στὰ ὄμματα τῶν δειλῶν,
πoὺ διεκινδύνευσε τὴ νoημoσύνη της
στὰ ὄμματα τῶν ἀνίδεων,
στὰ ὄμματα τῶv θερμoκηπίων.
Λίγο Ακόμα, του Γιώργου Σεφέρη
Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει
λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.
Οι Αμυγδαλιές, του Μίλτου Σαχτούρη
Έκθαμβο σπίτι άσπρο και κόκκινο
σε ποιό δωμάτιο ν’ ανθίσαν οι αμυγδαλιές σου
εγώ είχα ζήσει σ’ όλες τις γωνιές
στην κόκκινη και τη δυστυχισμένη
στην τραγική την άσπρη πάνω στο πατάρι
η αναπνοή σου θάμπωνε τα όνειρά μου
πάνω στα τζάμια σου τρεμόσβηνε μια θάλασσα
κήποι κρυφά χρυσάνθεμα μέσα στην έκστασή σου
που έτρεχα ματωμένος και κυνηγός.
Ένα μεγάλο δίχτυ περνούσε σύρριζα
πάνω από το κεφάλι μου
η δυστυχία είχε δόντια σιδερένια
ο ήλιος φύτευε στους τοίχους κι άλλα περιβόλια
το περιβόλι της μύγας το περιβόλι του χαρταετού
το περιβόλι το μεγάλο της αγάπης
το περιβόλι του μεγάλου πυρετού
που μέσα του ολημέρα γύριζα με το τουφέκι μου
με μια κορδέλα κόκκινη μέσα στο στόμα μου
με μια κορδέλα κόκκινη μεσ’ στα μαλλιά μου
σαν τη γωνιά την κόκκινη και τη δυστυχισμένη
σαν τη γωνιά την τραγική την άσπρη πάνω στο πατάρι
εγώ είχα ζήσει σ’ όλες τις γωνιές
σε ποιά λοιπόν ανθίσαν οι αμυγδαλιές σου
Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά, του Γεώργιου Δροσίνη
Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά
με τα χεράκια της
κι εγέμισ’ από άνθη η πλάτη
η αγκαλιά και τα μαλλάκια της.
Κι εγέμισ’ από άνθη…
Αχ, σαν την είδα χιονισμένη την τρελή
γλυκά τη φίλησα
της τίναξα όλα τ’ άνθη από την κεφαλή
κι έτσι της μίλησα:
Της τίναξα όλα τ’ άνθη…
Τρελή, σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη χιονιά
τι τόσο βιάζεσαι;
Μονάχη της θε να ‘ρθει η βαρυχειμωνιά,
δεν το στοχάζεσαι;
Μονάχη της θε να ‘ρθει…
Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παλιά
τα παιχνιδάκια σου
σκυφτή γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά
και τα γυαλάκια σου.
Σκυφτή γριούλα…
Απόσπασμα από το Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού του Γιάννη Ρίτσου
«Τη νύχτα οι μυγδαλιές με τ’ άσπρα τους φορέματα περάσαν
κάτου απ’ τα παράθυρά μας αργές και λυπημένες, όμοιες με
κείνα τα χλωμά κορίτσια του ορφανοτροφείου όταν γυρίζουν
από μια μικρή εκδρομή, την Κυριακή, πιασμένες δυο- δυο
απ’ το χέρι, χωρίς να μιλάνε, χωρίς να βλέπουν τ’ άστρα που
φυτρώνουν ένα- ένα μες στο ίσκιο, μακρινά κι ευτυχισμένα.
Αύριο θα στείλουμε τις μυγδαλιές περίπατο στο ακροθαλάσσι να
πλύνουνε τα πρόσωπά τους απ’ τη σκόνη της λύπης μας.
Και το βράδυ που θα γυρίσουν χαρούμενες, θα μας φέρουν τα
Πρώτα μας λόγια πλυμένα στη θάλασσα, κ’ εμείς θα κλαίμε
στο ανοιχτό παράθυρο απ’ τη χαρά μας που μπορούμε να κλαίμε…»
Η Αμυγδαλιά, του Γεώργιου Αθάνα
Μια μικρή αμυγδαλιά
που δεν πίστευε τη μοίρα,
έβγαλε στην αντηλιά
τους ανθούς της κι είδε γύρα.
Στου βουνού την κορυφή
βλέπει το έλατο, ζηλεύει,
να ξεριζωθεί ποθεί
και κοντά του εκεί ν΄ ανέβει.
Το ΄νοιωσε ο Βοριάς : “Εγώ,
μυγδαλιά μου, να συντράμω
το μεγάλο σου σκοπό!”
είπε και τη ρίχνει χάμω.
Μαρία ή το θαύμα της βροχής, του Ορέστη Αλεξάκη
Καθώς
εγώ
τη μυγδαλιά τινάζω
πέφτουν τ’ αμύγδαλα βροχή
κι’ εσύ
πώς λάμπεις
και δε θυμώνεις
μόνο
με κοιτάζεις
και μου χαμογελάς
φεγγοβολώντας
Κι’ εγώ
τινάζω με
μανία το δέντρο
και θε μου σε
φοβάμαι και
μ’ αρέσεις
κι’ όλο βυθίζεσαι στο φως
και μέσα
στην εκτυφλωτική σου λάμψη σβήνεις
Κι’ εγώ
τινάζω κλαίγοντας
–γελώντας
και κλαίγοντας–
το δέντρο
και
ξυπνώ
και πια
δεν είναι φως
δεν είναι δέντρο
μόνο δωμάτιο γκρίζο
βουρκωμένο
και βρέχει
βρέχει
βρέχει
και δεν είσαι
κανείς δεν είναι πια
και με σκεπάζουν
άγρια θολά νερά
–νερά
και χρόνια