Κάποιες στιγμές η Ιστορία κουρασμένη από την επανάληψη σταματά για λίγο και κοιτάζει γύρω της. Η Νέα Υόρκη, η πόλη-πείραμα του καπιταλισμού φαίνεται αυτές τις μέρες να ζει μια τέτοια στιγμή. Οι εκλογές της δεν είναι απλώς μια αναμέτρηση προσώπων ή κομμάτων. Είναι ένα τεστ αντοχής για το τι μπορεί ακόμη να σημαίνει Δημοκρατία σ’ έναν κόσμο που κυβερνάται ολοένα και περισσότερο από αλγορίθμους, δεδομένα και πλατφόρμες κι εκεί μέσα στο τσιμέντο και τη λάμψη των οθονών, το όνομα του Μαμούντ Μαμντάνι του υποψηφίου που τολμά να μιλήσει για κοινωνική δικαιοσύνη, για αναδιανομή, για ένα νέο συμβόλαιο μεταξύ πολιτείας και πολιτών μοιάζει να επαναφέρει στο δημόσιο λόγο μια φράση που έμοιαζε ξεχασμένη: σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. 

Η φράση, ειπωμένη πριν από περισσότερο από έναν αιώνα από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, επιστρέφει όχι ως σύνθημα, αλλά ως προειδοποίηση. Η βαρβαρότητα δεν είναι πια στρατιές ή καταστροφές, είναι η κανονικότητα της ανισότητας. Είναι το φαγητό που δεν φτάνει, τα ενοίκια που εκτοξεύονται, οι άστεγοι που πολλαπλασιάζονται στη σκιά των ουρανοξυστών. Είναι οι “έξυπνες” πόλεις που μετρούν τα πάντα εκτός από την αξιοπρέπεια. 

Ο Μαμντάνι, γιος μεταναστών, ακαδημαϊκός και πολιτικός με βαθιά γνώση του αποικιοκρατικού παρελθόντος δεν εκπροσωπεί απλώς την αριστερά, εκπροσωπεί την ελπίδα ότι η πολιτική μπορεί να ξαναγίνει ανθρώπινη πράξη. Μιλά για δικαιώματα, όχι ως ρητορική, αλλά ως υποχρέωση. Για μια πόλη όπου η τεχνολογία θα υπηρετεί το κοινό καλό κι όχι τα μερίσματα των μετόχων. Για ένα μέλλον όπου το “προοδευτικό” δε θα μετριέται σε ταχύτητα επεξεργαστών, αλλά σε βάθος κοινωνικής συνοχής. 

Όμως η μάχη του Μαμντάνι είναι ταυτόχρονα το σύμπτωμα και το σύμβολο μιας ευρύτερης παγκόσμιας κρίσης. Οι τεχνο-κολοσσοί έχουν ήδη γίνει οι νέοι αυτοκράτορες της εποχής μας. Ελέγχουν την πληροφόρηση, την επικοινωνία, την ψυχαγωγία, την οικονομία. Η Google και η Amazon δεν είναι απλώς εταιρείες, είναι υποδομές του σύγχρονου πολιτισμού. Το Facebook ή ό,τι απέμεινε απ’ αυτό γνωρίζει περισσότερα για τις προτιμήσεις των πολιτών από τα ίδια τα κράτη τους και η τεχνητή νοημοσύνη, από εργαλείο προόδου, γίνεται μηχανισμός εξουσίας: προβλέπει, κατηγοριοποιεί, αποκλείει. 

Μέσα σε αυτό το τοπίο η κοινωνική ανισότητα δεν είναι πλέον ατύχημα, αλλά δομική συνθήκη. Το χάσμα μεταξύ εκείνων που έχουν πρόσβαση στη γνώση, στους πόρους, στην πληροφορία και εκείνων που ζουν αποκλεισμένοι από την ψηφιακή οικονομία, διευρύνεται με ρυθμό ασύλληπτο. Ο πλούτος συγκεντρώνεται στα χέρια λίγων, ενώ η εργασία αποϋλοποιείται. Ο εργαζόμενος της gig economy, αυτός που κάνει delivery στο Μανχάταν, ή αυτός που πληκτρολογεί δεδομένα σε ένα προάστιο της Μανίλα είναι το νέο πρόσωπο του παγκόσμιου προλεταριάτου. Ένας εργάτης χωρίς σωματείο, χωρίς σταθερότητα, χωρίς φωνή. 

Η Νέα Υόρκη δεν είναι λοιπόν εξαίρεση. Ό,τι συμβαίνει εκεί, αντανακλάται παντού. Οι ίδιες αντιθέσεις απλώνονται από τη Βομβάη έως τη Βαρκελώνη, από τη Σεούλ έως το Σάο Πάολο. Ο ψηφιακός καπιταλισμός υποσχέθηκε ελευθερία, αλλά έφερε εξάρτηση. Υποσχέθηκε εξατομίκευση, αλλά πρόσφερε απομόνωση. Υποσχέθηκε πρόοδο, αλλά διέλυσε τη συλλογικότητα. 

Μέσα σ’ αυτή τη δυστοπία των δεδομένων, η υποψηφιότητα Μαμντάνι μοιάζει με ανάσα. Όχι γιατί μπορεί να αλλάξει μονομιάς ένα σύστημα που έχει ρίζες παντού, αλλά γιατί θυμίζει ότι το πολιτικό είναι ακόμη ζωντανό. Ότι υπάρχει ακόμη χώρος για μια πρόταση που δε φοβάται να πει τη λέξη “κοινότητα”. Για μια αριστερά που δε διστάζει να αμφισβητήσει τη θεότητα της αγοράς και να ξαναμιλήσει για αλληλεγγύη, για φροντίδα, για συμμετοχή. 

Η αναμέτρηση στη Νέα Υόρκη είναι με έναν τρόπο συμβολική για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Στο κέντρο της δε βρίσκεται η τεχνολογία, αλλά ο άνθρωπος. Το ερώτημα είναι απλό και τρομακτικό: ποιος ελέγχει ποιον; Ο άνθρωπος τη μηχανή ή η μηχανή τον άνθρωπο; Το δημόσιο συμφέρον ή η ιδιωτική συσσώρευση; Το μέλλον ως κοινό αγαθό ή ως αποκλειστικό προϊόν; 

Όσο η τεχνολογία βαθαίνει και η κοινωνική ψαλίδα ανοίγει, η φράση “σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα” ξαναπαίρνει το πραγματικό της νόημα. Δεν είναι ένα ιδεολογικό δίλημμα, είναι μια υπαρξιακή επιλογή. Αν δεν επανεφεύρουμε συλλογικότητες, αν δεν ξαναβρούμε την αξία του δημόσιου χώρου, αν δεν απαιτήσουμε ηθική από τους αλγορίθμους που καθορίζουν τη ζωή μας, τότε η βαρβαρότητα δε θα έρθει είναι ήδη εδώ, απλώς φοράει τη μάσκα της προόδου. 

Ο Μαμντάνι δε διεκδικεί την πόλη μόνο ως υποψήφιος. Την διεκδικεί ως πολιτιστικό επιχείρημα: αν μπορεί η πιο “προηγμένη” πόλη του κόσμου να ξαναβρεί την ψυχή της. Αν μέσα στο πιο ψηφιακό περιβάλλον μπορεί να υπάρξει ακόμη χώρος για πολιτική, για συλλογικό όραμα, για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα λοιπόν; Σε λίγες ώρες θα γνωρίζουμε αν η αρχή έγινε απο το κέντρο του καπιταλισμού.

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.