Σε μια ακόμα παράσταση αυστηρής ρητορικής και σιδηράς πειθαρχίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέβηκε στο βήμα της Βουλής όχι για να μιλήσει για τον άνθρωπο, αλλά για τον “εισβολέα” (όχι τον ράπερ, φυσικά). Ανάμεσα σε αναλύσεις για «δημοσιονομική ισορροπία» και νομοσχέδια με τίτλους που θα ζήλευε και η Orwellική γραφειοκρατία, ο πρωθυπουργός βρήκε τον χρόνο να εξαγγείλει ένα νέο “πακέτο μέτρων” για το προσφυγικό. Έκτακτη ανάγκη, είπε. Αντιμετωπίζεται με έκτακτα μέσα. Ένα από αυτά: η αναστολή εξέτασης ασύλου. Μια λεπτομέρεια που φέρνει ανατριχίλα, ειδικά σε όσους πίστευαν πως το δικαίωμα στο άσυλο δεν είναι διαπραγματεύσιμο.
Η συνταγή γνωστή: καταστολή αντί υποδοχή, αποτροπή αντί ένταξη. Όσοι έρχονται με βάρκες από την Αφρική, όχι μόνο δεν θα εξετάζονται, αλλά θα κρατούνται – γιατί το να ζητάς προστασία, πλέον, θεωρείται σχεδόν παράνομο. Η Κρήτη μπαίνει στο χάρτη των «κλειστών δομών» και το Υπουργικό στήνει συνοριακά πλέγματα χωρίς ντροπή. Ο στρατός σε ετοιμότητα να “επιστρέψει” βάρκες. Η γλώσσα θυμίζει στρατιωτική επιχείρηση, όχι διαχείριση ζωών.
Κι όλα αυτά βαφτίζονται «νόμιμα και αυστηρά». Όχι απάνθρωπα. Όχι καταχρηστικά. Νόμιμα. Γιατί όταν ο λόγος μεταναστεύει από την ηθική στη νομική τεχνοκρατία, οι λέξεις γίνονται φίμωτρα. Και οι πολιτικές, φράγματα. Όχι στο Αιγαίο, φυσικά. Στην ψυχή μας, μόνο.
Και κάπως έτσι, με ένα χαρτοφυλάκιο γεμάτο “ράγες σταθερότητας”, «έξυπνες» παροχές και προνομιακά χαρτζιλίκια Νοεμβρίου, η κυβέρνηση προσπαθεί να στήσει μια αφήγηση κοινωνικής ευαισθησίας με φόντο τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Μόνο που αυτή η “επιστροφή στην κοινωνία” θυμίζει περισσότερο τα ρέστα μετά από μια υπερχρέωση. Το ένα ενοίκιο τον Νοέμβρη ίσως φτάνει για μια ανάσα, αλλά σίγουρα όχι για να ζήσεις έναν χειμώνα, ειδικά αν είσαι φοιτητής σε πόλη με ενοίκια που ζητούν ένα νεφρό και όχι Ε9. Το βοήθημα των 250 ευρώ για τους ευάλωτους είναι φυσικά θετικό, αλλά περισσότερο σαν ένα χτύπημα στην πλάτη, παρά σαν ουσιαστική στήριξη. Όταν οι συντάξεις εξακολουθούν να κινούνται κάτω από το όριο αξιοπρέπειας, η “ενίσχυση” μετατρέπεται σε κυνική υπόμνηση του πόσο λίγα θεωρούν ότι μας αξίζουν.
Όσο για τα 500 εκατομμύρια στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων; Καλό νέο, αν μεταφραστούν σε πράξεις και όχι σε 3D μακέτες. Γιατί το πραγματικό στοίχημα είναι να χτιστεί μια οικονομία που δεν θα χρειάζεται “έκτακτα βοηθήματα”, αλλά θα προσφέρει αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο ως κανονικότητα. Γιατί, ότι κι αν ακούμε, αυτό που ζούμε είναι μια ελληνική οικονομία η κινείται στις ράγες. Ας ελπίσουμε πως δεν πρόκειται για μονόδρομη διαδρομή προς μια ακόμα εκδοχή του “λίγο για όλους, πολλά για λίγους”.
Επίθεση στο ΠΑΣΟΚ
Ο Πρωθυπουργός, σε ένα ρητορικό ξέσπασμα που θύμιζε περισσότερο μονόλογο παλιού εισαγγελέα παρά σύγχρονου ηγέτη, πέρασε από τα επιδόματα στις επιθέσεις, κι αυτή τη φορά στο στόχαστρο βρέθηκε το ΠΑΣΟΚ. Με αφορμή τη στάση του στην Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατηγόρησε το κόμμα για «υιοθέτηση πρακτικών Χρυσής Αυγής και Ελληνικής Λύσης», στήνοντας ένα σκηνικό πολιτικής ηθικής κατακραυγής. Μόνο που όταν φτάνεις στο σημείο να συγκρίνεις τον ιστορικό πολιτικό σου αντίπαλο με το πιο σκοτεινό κομμάτι της πρόσφατης κοινοβουλευτικής ιστορίας, δεν αναβαθμίζεις τον διάλογο, τον ευτελίζεις. Η κριτική στο «παρών» του ΠΑΣΟΚ ίσως να έχει βάση, αλλά η μετατροπή της σε ηθική καταδίκη με υπονοούμενα για προδοσία, είναι άλλο ένα επεισόδιο στο πολιτικό δράμα που λέγεται “όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι εχθρός”. Κι αν, όπως είπε ο Πρωθυπουργός, «οι λέξεις χάνουν το νόημά τους», αυτό οφείλεται εν μέρει και σε τέτοιου τύπου πολεμικές κορώνες που κάνουν το Κοινοβούλιο να μοιάζει περισσότερο με τηλεοπτικό πάνελ. Το μόνο σίγουρο; Ότι ο πολιτικός διάλογος δεν σώζεται με εκκλήσεις «να σωθούν τα προσχήματα», όταν οι ίδιοι οι ηγέτες τα έχουν ήδη εγκαταλείψει.
Η θλιβερή επέτειος του δημοψηφίσματος του 2015 θα θυμίζει πάντα πόσο κόστισε η ζαριά του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ στην πατρίδα μας
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από το βήμα της Βουλής, ανοιξε ξανά τον φάκελο του δημοψηφίσματος του 2015, όχι για να διαβάσει την ιστορία αλλά για να ξαναγράψει το αφήγημα, με τη φωνή της σημερινής εξουσίας και το μελάνι της πολιτικής ρεβάνς. Μίλησε για «ζαριά του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ», για «100 δισ. ευρώ» και «παραμύθια περί κατάργησης μνημονίων», προσπαθώντας να χτίσει την εικόνα ενός εθνικού τραύματος με συγκεκριμένους ενόχους και μία μόνο εκδοχή αλήθειας. Αντί να σταθεί στη μελαγχολία της απογοήτευσης εκείνου του καλοκαιριού, που, ας μην ξεχνάμε, αφορούσε όλους τους Έλληνες, είτε ψήφισαν ΝΑΙ είτε ΟΧΙ, προτίμησε να μιλήσει με όρους πολιτικής εκκαθάρισης. Ανακάλεσε «νταούλια» και «χορούς των αγορών», με μια ειρωνεία που περισσότερο αποπνέει άγχος για το παρόν παρά οργή για το παρελθόν.
Κι ύστερα, ήρθε και η προσωπική στοχοποίηση: ο Αλέξης Τσίπρας παρουσιάζεται ως πολιτικός-φάντασμα που άλλαξε προσωπεία, ο ΣΥΡΙΖΑ ως εταιρεία rebranding με «πλυντήρια» για δημοσιογραφικές συνειδήσεις, και οι πολίτες σαν αποθήκη πληγών που καλούνται να θυμούνται μονάχα ό,τι συμφέρει τη σημερινή κυβέρνηση. Ακόμη και τα media γίνονται ύποπτοι συνωμοσίας επειδή, λέει, «προτιμούν πρωθυπουργούς-ομήρους».
Το ερώτημα, όμως, παραμένει: πόσο πειστικός μπορεί να είναι ένας ηγέτης που καταγγέλλει τα φαντάσματα του παρελθόντος, την ώρα που αρνείται να κοιτάξει κατάματα τα λάθη του παρόντος; Όσα λογότυπα κι αν αλλάξει ο ΣΥΡΙΖΑ, κι όσες παλιές ταινίες ξαναπροβάλει η ΝΔ, οι πολίτες (όχι τα πρακτικά) θα γράψουν το επόμενο κεφάλαιο. Και σε αυτό, το παρελθόν δεν είναι πάντα εχθρός. Μερικές φορές είναι καθρέφτης.
Στη δευτερολογία του, δεν απάντησε απλώς, αντεπιτέθηκε με όλη τη βεντάλια του πολιτικού ρεπερτορίου: εξωτερική πολιτική, ενεργειακή γεωστρατηγική, εθνική ασφάλεια, παλαιά αμαρτήματα του ΠΑΣΟΚ, κι ένα χτύπημα κάτω από τη ζώνη περί «γαλάζιας συμμορίας».
«Ασκούμε εξωτερική πολιτική επί του πεδίου», δήλωσε, επικαλούμενος την Chevron και τις εξορύξεις νοτίως της Κρήτης, σαν να ήταν η ενεργειακή μας κυριαρχία συνώνυμη του πολιτικού του ηγεμονισμού. Όμως πίσω από τις πετρελαιοπηγές, αυτό που διεκδικεί είναι το μονοπώλιο της σοβαρότητας: εσείς γράφατε νομοσχέδια, εμείς τα εφαρμόσαμε, λέει, μια επωδός που επιστρέφει συχνά στον λόγο του. Όταν όμως το αφήγημα φτάνει στο μεταναστευτικό και την «προσωρινή» κατάργηση της εξέτασης ασύλου, τα επιχειρήματα αρχίζουν να ακούγονται πιο σκληρά και λιγότερο νομικά. Θα κρατούνται χωρίς να εξετάζεται η αίτησή τους — χωρίς περιστροφές, χωρίς προφάσεις. Κι αν κάποιος αντιδρά, τότε «υπονομεύει» τις Ένοπλες Δυνάμεις, ή «κρεμάει στα μανταλάκια» το Λιμενικό.
Όσο για το ΠΑΣΟΚ και τον κ. Ανδρουλάκη, ο πρωθυπουργός δεν κρύβει την ενόχλησή του: η έκφραση «γαλάζια συμμορία» είναι για εκείνον casus belli… «Όχι από εσάς, που έχετε στιγματίσει την πολιτική ζωή με τον τρόπο που το κάνατε», απαντά με στόμφο. Όχι, η σκηνή αυτή δεν είναι σπάνια για την ελληνική Βουλή: προσωπικές αιχμές, εθνική ρητορική, και μια συνεχής επανάληψη του σχήματος εμείς σοβαροί – εσείς επικίνδυνοι. Το θέμα είναι αν, κάτω από την πατριωτική πόζα και την επιθετική άμυνα, υπάρχουν πράγματι λύσεις, ή απλώς καλά δομημένοι μονόλογοι που ξεγελούν για λίγο τη σιωπηλή κόπωση μιας κοινωνίας που τα έχει ακούσει όλα.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.