Υπάρχουν εποχές που η τεχνολογία προχωρά αθόρυβα κι εποχές που επιβάλλεται με ορμή, σχεδόν σαν να προσπαθεί να αναπληρώσει χαμένο χρόνο. Στον αγώνα κατά της κλιματικής κρίσης ζούμε τη δεύτερη εκδοχή: η απορρόφηση άνθρακα, μια τεχνολογία που μέχρι πριν λίγα χρόνια έμοιαζε με πείραμα σε εργαστήριο μετατρέπεται σήμερα σε βιομηχανία δισεκατομμυρίων. Μεγάλες εταιρείες από τεχνολογικούς κολοσσούς μέχρι ενεργειακά μεγαθήρια, πληρώνουν αδρά για να αγοράσουν αυτό που μοιάζει με “συγχώρεση”: την αντιστάθμιση των εκπομπών τους. 

Κεντρικός πρωταγωνιστής σε αυτή την ιστορία είναι μια τεχνολογία με περίπλοκο όνομα και ακόμη πιο περίπλοκη λογική: BECCSBioenergy with Carbon Capture and Storage. Ο πυρήνας της ιδέας φαίνεται απλός: φυτεύεις δέντρα ή καλλιέργειες, τα φυτά απορροφούν CO₂ από την ατμόσφαιρα καθώς μεγαλώνουν και όταν τα κάψεις για να παραχθεί ενέργεια, δεσμεύεις τις εκπομπές τους. Θεωρητικά αυτός ο κύκλος είναι ουδέτερος σε άνθρακα. Αν προσθέσεις και δέσμευση άνθρακα γίνεται μάλιστα αρνητικός, αφαιρείς δηλαδή καθαρό διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα. 

Σε μια εποχή που η πίεση προς τις επιχειρήσεις να “πρασινίσουν” τις δραστηριότητές τους είναι τεράστια, το BECCS μοιάζει με θαύμα: μια λύση που δεν απαιτεί να αλλάξει ριζικά το μοντέλο παραγωγής, αλλά επιτρέπει να συνεχίσεις σχεδόν όπως πριν απλώς προσθέτοντας ένα τεχνολογικό φίλτρο. 

Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν το 70% των συμβολαίων για απορρόφηση άνθρακα παγκοσμίως αφορά αυτήν ακριβώς την τεχνολογία. Η BECCS υπόσχεται να κάνει την “αμαρτία” της εκπομπής… λογιστικά αόρατη και οι εταιρείες αγοράζουν την υπόσχεση αυτή με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Μόνο τα τελευταία χρόνια ολόκληρη η αγορά των carbon removal credits έχει μετατραπεί σε έναν χρυσό πυρετό με μεγάλους παίκτες να κλείνουν πολυετείς συμφωνίες αξίας εκατομμυρίων δολαρίων. 

Η γοητεία της τεχνολογίας βρίσκεται στην απλότητά της. Τα φυτά απορροφούν CO₂ όσο μεγαλώνουν. Αν υποθέσουμε ότι μετά τη συγκομιδή αντικαθίστανται με νέα φυτά, ο κύκλος θεωρείται ουδέτερος. Αν προστεθεί σύστημα δέσμευσης άνθρακα στις μονάδες καύσης, τότε η εξίσωση γίνεται αρνητική: αφαιρείς διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα. Είναι ένα αφήγημα με μαθηματική καθαρότητα. Μόνο που η πραγματικότητα σπάνια υπακούει σε απλές εξισώσεις. 

Πρώτον, η θεωρία αυτή παραβλέπει ένα σημαντικό κομμάτι: τις εκπομπές που δημιουργούνται πριν την καύση. Η μεταφορά της βιομάζας, η συγκομιδή των δέντρων, η επεξεργασία τους, όλα αυτά έχουν άνθρακα και δεύτερον αν για να φυτευτούν δέντρα ή καλλιέργειες χρειαστεί να εκχερσωθούν εκτάσεις, τότε το ισοζύγιο μπορεί να γείρει επικίνδυνα προς το αρνητικό. Το δάσος που κόπηκε για να φυτευτούν ενεργειακά φυτά μπορεί να απελευθερώσει περισσότερο CO₂ απ’ όσο δεσμεύει η BECCS σε χρόνια λειτουργίας. 

Αυτή η “τρύπα” στην εξίσωση θυμίζει πολύ τα προγράμματα αντιστάθμισης εκπομπών που για χρόνια πωλούνταν ως λύση στην κλιματική κρίση αλλά συχνά κατέληγαν να επιβαρύνουν το πρόβλημα. Δεδομένα έχουν δείξει ότι υποτιθέμενες “αντισταθμίσεις” έχουν οδηγήσει στην εκπομπή εκατομμυρίων τόνων CO₂ αντί να τους αποτρέψουν. 

Ένα ακόμη περίεργο φαινόμενο: όταν ένα υλικό που θεωρείται “απόβλητο” αποκτά αξία, υπάρχει κίνητρο να παραχθεί περισσότερο. Αν η BECCS στηρίζεται στο πριονίδι ή στα υπολείμματα ξύλου δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς εταιρείες που θα αρχίσουν να κόβουν περισσότερα δέντρα ή να αποψιλώνουν περισσότερες εκτάσεις για να έχουν πρώτη ύλη. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι καινούριο. Κάτι παρόμοιο συνέβη με τα “βιώσιμα αεροπορικά καύσιμα”: στην αρχή η πρώτη ύλη ήταν χρησιμοποιημένο λάδι, μετά όμωςκαθώς η ζήτηση αυξήθηκε, εμφανίστηκαν φαινόμενα απάτης και καταστροφής καλλιεργειών για παραγωγή “πράσινων” καυσίμων. 

Η πράσινη τεχνολογία μπορεί να γίνει θύμα της ίδιας της επιτυχίας της. Αντί να μειώνει την πίεση στα οικοσυστήματα, μπορεί να τη μεταφέρει απλώς αλλού  αυτή τη φορά πίσω από ένα λαμπερό περιτύλιγμα βιωσιμότητας. 

Το μεγάλο πλεονέκτημα της BECCS για τις επιχειρήσεις είναι το χαμηλότερο κόστος. Η δέσμευση άνθρακα μπορεί να προστεθεί σε υπάρχουσες εγκαταστάσεις χωρίς να χρειαστεί το τεράστιο κόστος μιας μονάδας άμεσης δέσμευσης άνθρακα από τον αέρα (Direct Air Capture). Όμως αυτή η “ευκολία” έχει τίμημα. Κρατά ζωντανές μονάδες καύσης που συνεχίζουν να ρυπαίνουν με άλλους τρόπους: με αιωρούμενα σωματίδια, διοξείδιο του θείου, μονοξείδιο του άνθρακα ουσίες που βλάπτουν τις τοπικές κοινότητες και τη δημόσια υγεία. Η δέσμευση άνθρακα δεν πιάνει όλα αυτά τα υποπροϊόντα. 

Έτσι η BECCS μπορεί να οδηγήσει σε ένα παράδοξο: οι εταιρείες να συνεχίζουν να ρυπαίνουν σε τοπικό επίπεδο, ενώ “στα χαρτιά” παρουσιάζονται ως κλιματικά ουδέτερες. Η BECCS μπορεί να είναι χρήσιμη, αλλά δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη μείωση των εκπομπών στην πηγή. Όπως το έθεσε ωμά ο δημοσιογράφος James Temple, που καλύπτει χρόνια το πεδίο των αντισταθμίσεων: 

«Απλώς μειώστε τις εκπομπές και σταματήστε να παίζετε με τεχνάσματα». 

Η κλιματική κρίση δεν λύνεται με λογιστικά κόλπα. Η αγορά μπορεί να “αγοράσει” χρόνο, αλλά δεν μπορεί να αγοράσει ατμόσφαιρα. Αντί να μετατρέπουμε την απορρόφηση άνθρακα σε νέο χρηματιστηριακό προϊόν, ίσως χρειάζεται να δούμε την ουσία: λιγότερες εκπομπές, λιγότερη κατανάλωση, λιγότερη εξάρτηση από ψευτολύσεις. 

Η BECCS μπορεί να γίνει ένα από τα εργαλεία της μετάβασης, αλλά όχι η καρδιά της. Η εμμονή με τα υποκατάστατα μας οδηγεί σε φαύλο κύκλο, όπου το πρόβλημα αλλάζει μορφή χωρίς να λύνεται. 

Αν πραγματικά θέλουμε να μιλάμε για ένα βιώσιμο μέλλον πρέπει να ξεκινήσουμε από το αυτονόητο: να σταματήσουμε να ρίχνουμε διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και όχι απλώς να πληρώνουμε κάποιον για να το “μαζέψει” μετά. Γιατί αν κάτι μας έχει διδάξει η ιστορία των κλιματικών τεχνολογιών είναι ότι κάθε φορά που κυνηγάμε την εύκολη λύση, το πρόβλημα επιστρέφει λίγο πιο μεγάλο, λίγο πιο ακριβό και πολύ πιο δύσκολο να λυθεί. 

*Mε στοιχεία Technology Review 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.