Η διεθνής κοινότητα βρίσκεται σε διαμάχη σχετικά με το αν πρέπει ή όχι η ξυλώδης/δασική βιομάζα να χαρακτηριστεί ανανεώσιμη πηγή ενέργειας.
Στις 15 Δεκεμβρίου, η Αυστραλία ανέτρεψε την εγχώρια κατηγοριοποίηση που υπήρχε της συγκεκριμένης βιομάζας ως ανανεώσιμη και είναι η πρώτη μεγάλη οικονομία που προχώρησε σε αυτή την αλλαγή.
Η βιομάζα αναφέρεται σε κάθε είδους οργανικό ζωικό ή φυτικό υλικό. Η ξυλώδης (ή δασική) βιομάζα είναι ένα υποσύνολο που αποτελείται από υπολείμματα της βιομηχανίας επεξεργασίας ξύλου και της διαχείρισης των δασών. Περιλαμβάνει τα κατεστραμμένα δέντρα, τα δέντρα χαμηλής αξίας, τα προσβεβλημένα από έντομα ή άρρωστα κλαδιά και το ξυλώδες υλικό μικρής διαμέτρου. Όλα αυτά τα απόβλητα, φαινομενικά, είναι πολλά υποσχόμενα και θα μπορούσαμε να τα κάψουμε για παραγωγή ενέργειας.
Όμως το πρόβλημα είναι ότι η καύση της βιομάζας απελευθερώνει περισσότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ανά παραγόμενη μονάδα ενέργειας από ό,τι ο άνθρακας. Και χρειάζονται δεκαετίες για να απορροφηθεί αυτή η ποσότητα CO2 από νέα δέντρα που έχουν αντικαταστήσει τα προηγούμενα.
Οι περισσότερες χώρες εξακολουθούν να αγνοούν αυτό το γεγονός καθώς έτσι κλονίζεται η μεγάλη βιομηχανία των ανανεώσιμων πηγών. Για παράδειγμα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν εναποθέσει πολλά δισεκατομμύρια στην καύση ξυλείας για την παραγωγή πράσινης ενέργειας.
Όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε να επιδοτεί την καύση ξύλου πριν από μια δεκαετία, η απόφαση αυτή θεωρήθηκε ως μια ταχεία ενίσχυση των ανανεώσιμων καυσίμων καθώς και ως ένα κίνητρο ώστε τα νοικοκυριά και τα εργοστάσια να μειώσουν τη χρήση του άνθρακα και του αερίου. Η καύσιμη ύλη που παράγεται από κορμούς δέντρων παρουσιάστηκε ως ένας τρόπος να μετατραπεί το πριονίδι σε πράσινη ενέργεια. Οι εν λόγω επιδοτήσεις έδωσαν περαιτέρω ώθηση σε μια αγορά που άνθιζε, με αποτέλεσμα το ξύλο να είναι πλέον η πιο διαδεδομένη ανανεώσιμη πηγή ενέργειας στην Ευρώπη, πολύ περισσότερο από την αιολική και την ηλιακή.
Σήμερα, ωστόσο, καθώς η ζήτηση αυξάνεται εν μέσω της ενεργειακής κρίσης που ξέσπασε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ξεριζώνονται ολόκληρα δέντρα ώστε να αξιοποιηθούν ως πηγή ενέργειας. Παράλληλα, αυξάνονται τα στοιχεία που δείχνουν ότι η στροφή της Ευρώπης στην ξυλεία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, δεν έχει αποδώσει καρπούς. Στην Ελλάδα, η ξυλώδης βιομάζα παίζει βασικό ρόλο στις εγχώριες ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας) καλύπτοντας το 70% της παραγωγής.
Δάση στη Φινλανδία και την Εσθονία, για παράδειγμα, που θεωρούνταν κάποτε ως σημεία «κλειδιά» για τη μείωση των επιπέδων άνθρακα στην ατμόσφαιρα, έχουν πλέον υποστεί τόσες πολλές κοπές δέντρων που πλέον οι επιστήμονες τα θεωρούν ως πηγές εκπομπών άνθρακα. Πολλά από τα δάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης – που υπολογίζεται πως καλύπτουν περίπου το 38% της χερσαίας επιφάνειάς της – αξιοποιούνται και για παραγωγή ξυλείας κι, ως εκ τούτου, υλοτομούνται τακτικά.
Ωστόσο, η απώλεια βιομάζας αυξήθηκε κατά 69% και η δασική περιοχή που υλοτομήθηκε κατά 49%, μεταξύ 2016 και 2018 σε σχέση με το διάστημα 2011-2015, σύμφωνα με δορυφορικά δεδομένα που δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση Nature Research. Αυτό υποδεικνύει πως συντελέστηκε μεγαλύτερη υλοτόμηση σε μικρότερο διάστημα – παρά το φυσικό κύκλο που απαιτείται για την ανάπτυξη των δέντρων, αλλά και τις επιπτώσεις στα δάση από φωτιές ή ισχυρή χιονόπτωση.
Και ενώ τα ευρωπαϊκά κράτη μπορούν να ποντάρουν στην ξυλεία ως μέσο επίτευξης των στόχων τους για καθαρή ενέργεια, μια επιστημονική έρευνα της Ε.Ε. έδειξε πέρυσι ότι η καύση ξύλου απελευθερώνει περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα από ό,τι εάν η ενέργεια προερχόταν από ορυκτά καύσιμα. «Ο κόσμος αγοράζει πέλλετ, πιστεύοντας ότι είναι μια βιώσιμη επιλογή, αλλά στην πραγματικότητα, αυτό οδηγεί στην καταστροφή των τελευταίων άγριων δασών της Ευρώπης», αναφέρει ο Ντέιβιντ Γκελ από την Υπηρεσία Περιβαλλοντικών Ερευνών με έδρα την Ουάσιγκτον.
Αλλά τώρα που η Αυστραλία αποφάσισε ότι η ξυλώδης βιομάζα που καίγεται για την παραγωγή ενέργειας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανανεώσιμη πηγή, ίσως, ακολουθήσουν το παράδειγμά της κι άλλες χώρες.
Ο Κρις Μπόουεν, υπουργός κλιματικής αλλαγής και ενέργειας της Αυστραλίας, αναγνώρισε ότι η καύση αυτοφυούς δασικής βιομάζας δεν μπορεί να βοηθήσει την Αυστραλία να επιτύχει τους κλιματικούς στόχους της και ότι η ηλεκτρική ενέργεια που παράγει δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία εμπορεύσιμων πιστοποιητικών παραγωγής μεγάλης κλίμακας. «Ακούσαμε την επιστημονική κοινότητα και ενεργήσαμε αναλόγως για να αντιμετωπίσουμε τις ανησυχίες της», ανέφερε ο Μπόουεν σε δήλωσή του.
Θα είναι ενδιαφέρον να δούμε τι θα συμβεί στη συνέχεια. Ως η 13η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, η Αυστραλία είναι σημαντικός «παίκτης» στο παγκόσμιο παιχνίδι αναζήτησης και παραγωγής ενέργειας.
«Αυτή είναι μια μεγάλη νίκη για την κοινότητα, η οποία θέλει ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας να απαλλαγεί από τον άνθρακα το συντομότερο δυνατό και δεν θέλει να δει τα αυτοφυή δάση να υλοτομούνται για να μπορέσουν οι βιομηχανίες που παράγουν άνθρακα να στραφούν στην καύση δασών», δήλωσε ο Bob Debus, πρόεδρος της Wilderness Australia, σε δήλωσή του.
Με πληροφορίες από: Inhabitat, Δασαρχείο, Κέντο Ανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης Ενέργειας (ΚΑΠΕ), Wikipedia