Οι μεγαλύτεροι παραγωγοί παγκοσμίως ορυκτών καυσίμων ευθύνονται για πάνω από το ένα τρίτο των εκτάσεων που έχουν καεί από δασικές πυρκαγιές εδώ και 40 χρόνια στο δυτικό τμήμα της Βόρειας Αμερικής, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη στην επιστημονική επιθεώρηση Environmental Research Letters, αναφέρει το ΑΠΕ.

Οι πυρκαγιές που πλήττουν το δυτικό τμήμα των ΗΠΑ και το νοτιοδυτικό του Καναδά έχουν επιδεινωθεί εδώ και αρκετές δεκαετίες, εξηγεί στο AFP η βασική ερευνήτρια στη μελέτη αυτή Κριστίνα Νταλ της Union of Concerned Scientists. Αυτές εξαπλώνονται με μεγαλύτερη ένταση, καταστρέφουν πιο εκτεταμένες ζώνες, φτάνουν σε πιο μεγάλα υψόμετρα και διαρκούν αρκετές περιόδους.

Μέχρι σήμερα ο κόσμος αναλαμβάνει το κόστος των ανοικοδομήσεων και της προστασίας από τη νέα κανονικότητα που έχει γίνει ο κίνδυνος πυρκαγιάς και “γι’αυτό θελήσαμε να κατανοήσουμε καλύτερα τον ρόλο που διαδραματίζουν οι εκπομπές των μεγάλων επιχειρήσεων ορυκτών καυσίμων” σε αυτήν την εξέλιξη, συνεχίζει.

“Θελήσαμε να ριφθεί φως στον ρόλο τους ώστε να αναλάβουν το μέρος της ευθύνης που τους αναλογεί στο κόστος” των πυρκαγιών και των επιπτώσεών τους, προσθέτει η Κριστίνα Νταλ.

Οι ερευνητές συνδύασαν δεδομένα που παρατηρούνται και κλιματικά μοντέλα για να εξακριβώσουν σε ποιο βαθμό οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου των 88 μεγαλύτερων παραγωγών ορυκτών καυσίμων, όπως οι ExxonMobil, BP, Chevron και Shell, έχουν συμβάλει στην ξηρασία της ατμόσφαιρας.

Αυτοί συμπέραναν ότι οι εκπομπές αυτές ευθύνονται για μια μέση αύξηση των θερμοκρασιών παγκοσμίως από την αρχή του 20ου αιώνα κατά 0,5 βαθμό Κελσίου, δηλαδή το μισό της υπερθέρμανσης που παρατηρείται.

Αυτή η άνοδος των θερμοκρασιών επιδείνωσε κατά 11% το έλλειμμα πίεσης υδρατμών στην ατμόσφαιρα του δυτικού τμήματος των ΗΠΑ.

Ένα έλλειμμα υψηλής πίεσης υδρατμών σημαίνει ότι ο ατμοσφαιρικός αέρας απορροφά περισσότερα σταγονίδια νερού που εκπέμπονται από τα φυτά και το έδαφος κατά την φωτοσύνθεση, πράγμα το οποίο τα στεγνώνει και καθιστά τη βλάστηση πιο ευάλωτη στις πυρκαγιές.

Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι όσο περισσότερο αυξάνεται το έλλειμμα υδρατμών, τόσο περισσότερο επεκτείνονται οι ζώνες που πλήττονται από πυρκαγιές.

Σύμφωνα με την μελέτη της Union of Concerned Scientists, η καταστροφή 80 εκατομμυρίων στρεμμάτων από δασικές πυρκαγιές στο δυτικό τμήμα των ΗΠΑ και το νοτιοδυτικό του Καναδά –έκταση αντίστοιχη με την επιφάνεια της Τσεχικής Δημοκρατίας– οφείλεται ως εκ τούτου στους μεγαλύτερους παραγωγούς ορυκτών καυσίμων και τσιμέντου.

Αυτό αντιπροσωπεύει το 37% των ζωνών που καταστράφηκαν εντελώς από τις δασικές πυρκαγιές στο δυτικό τμήμα της Βόρειας Αμερικής μεταξύ του 1986 και του 2021.

Το 1986 επελέγη ως σημείο αναφοράς επειδή από εκείνη τη χρονιά έγιναν αξιόπιστα τα στοιχεία για την έκταση που κάηκε από τις δασικές πυρκαγιές.

Ανάμεσα στους άλλους παράγοντες που ευθύνονται για τον πολλαπλασιασμό και την επιδείνωση των πυρκαγιών, στην μελέτη επισημαίνεται η εγκατάλειψη της προγονικής πρακτικής ρύθμισης των δασών με σκόπιμες, αλλά περιορισμένες φωτιές, κάτι το οποίο έχει οδηγήσει σε πιο πυκνή χαμηλή βλάστηση, η οποία είναι πιο πιθανό να πιάσει φωτιά.

Η αστικοποίηση είναι επίσης ένας παράγοντας που αναφέρουν οι ερευνητές, καθώς αυξάνει τον κίνδυνο τυχαίας πρόκλησης πυρκαγιάς.

Τα ορυκτά καύσιμα είναι καύσιμα προερχόμενα από φυσικές πηγές όπως αναερόβια αποσύνθεση νεκρών θαμμένων οργανισμών. Η ηλικία των νεκρών οργανισμών που με την εναπόθεσή τους σχηματίζουν τα ορυκτά καύσιμα κυμαίνεται από μερικά εκατομμύρια μέχρι 650 εκατομμύρια χρόνια. Στα ορυκτά καύσιμα ανήκουν το κάρβουνο, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.

Τα υλικά των ορυκτών καυσίμων μπορεί να είναι ελαφρά αέρια όπως το μεθάνιο ή σκληρά στερεά σώματα όπως ο ανθρακίτης. Αυτά σχηματίζονται από αποθέσεις νεκρών θαλάσσιων οργανισμών, ζώων ή φυτών της ξηράς τα οποία εκτίθενται σε υψηλές θερμοκρασίες και πιέσεις στο εσωτερικό της γης για εκατομμύρια χρόνια. Την διαδικασία αυτή περιγράφει η βιογεννητική θεωρία που πρωτοδιατυπώθηκε από τον Γεώργιο Αγκρίκολα το 1556 και αργότερα από τον Μιχαήλ Λομονόσοφ τον 18ο αιώνα.

Εκτιμάται πως η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων το 2007 ήταν κατά 36% πετρέλαιο, 27,4% κάρβουνο και 23% φυσικό αέριο και καλύπτουν το 86% των ενεργειακών αναγκών παγκοσμίως. Από τις υπόλοιπες πηγές ενέργειας το 6,3% προέρχεται από την υδροηλεκτρική το 8,5% από την πυρηνική και το υπόλοιπο 0,9% από τις υπόλοιπες ανανεώσιμες πηγές (γεωθερμική, ηλιακή, αιολική, ενέργεια από την παλίρροια ή τα κύματα και ενέργεια από τα απορρίμματα).

Τα ορυκτά καύσιμα δεν είναι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας γιατί χρειάζονται εκατομμύρια χρόνια για να σχηματιστούν και έτσι εξαντλούνται με πολύ ταχύτερο ρυθμό από τον ρυθμό με τον οποίο σχηματίζονται. Η κατανάλωσή τους ενισχύει το περιβαλλοντικό πρόβλημα. Για να περιοριστεί η κατανάλωσή τους τα τελευταία χρόνια αναπτύσσονται όλο και περισσότερο οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας.

Η καύση των ορυκτών καυσίμων παράγει κάθε χρόνο 21,3 εκατομμύρια τόννους διοξείδιο του άνθρακα. Από αυτή την ποσότητα η μισή απορροφάται από την βιόσφαιρα της γης και η υπόλοιπη παραμένει στον ατμοσφαιρικό αέρα. Το διοξείδιο του άνθρακα είναι το κύριο αέριο που ευθύνεται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου.