Ο ευρωπαϊκός πληθυσμός είναι καλύτερα προσαρμοσμένος στις χαμηλές θερμοκρασίες από ό,τι στις υψηλές που σημειώθηκαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες. όπως καταδεικνύει μελέτη του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης (ISGlobal).
Η μελέτη, με επικεφαλής το ISGlobal, ένα κέντρο που υποστηρίζεται από το Ίδρυμα “La Caixa”, διεξήχθη σε συνεργασία με το Κέντρο Υπερυπολογιστών της Βαρκελώνης (BSC-CNS) και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The Lancet Planetary Health.
Οι έρευνες δείχνουν ότι τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί σημαντικά ο κίνδυνος θνησιμότητας που σχετίζεται με το κρύο σε σύγκριση με την πρώτη δεκαετία του 2000.
Αφού ανέλυσε τα αρχεία θερμοκρασίας και θνησιμότητας από περισσότερες από 800 περιοχές σε 35 ευρωπαϊκές χώρες για την περίοδο 2003-2020, η επιστημονική ομάδα διαπίστωσε ότι ο σχετικός κίνδυνος θανάτου σε χαμηλότερες θερμοκρασίες μειώθηκε κατά 2% ετησίως.
Ο σχετικός κίνδυνος θανάτου από τις υψηλότερες θερμοκρασίες έχει επίσης μειωθεί, αλλά με μικρότερο μέσο ρυθμό, 1% ετησίως.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι, ενώ η Ευρώπη έχει σημειώσει πρόοδο στην προσαρμογή στο ψύχος, οι στρατηγικές για την αντιμετώπιση της θνησιμότητας που σχετίζεται με τη ζέστη είναι λιγότερο αποτελεσματικές.
Η Νότια Ευρώπη είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στις μεταβολές της θερμοκρασίας
Συνήθως, οι μελέτες αυτού του τύπου βασίζονται σε σταθερά όρια θερμοκρασίας για τον υπολογισμό των κινδύνων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι η ευπάθεια στις ίδιες θερμοκρασίες δεν είναι ίδια σε όλες τις περιοχές της Ευρώπης. Για να ξεπεραστεί αυτός ο περιορισμός, η ομάδα ανέπτυξε μια νέα έννοια: τη θερμοκρασία ακραίου κινδύνου (ETR).
Με τη διασταύρωση των περιφερειακών δεδομένων θερμοκρασίας και θνησιμότητας, η νέα προσέγγιση επέτρεψε τον υπολογισμό της θερμοκρασίας στην οποία ο κίνδυνος θανάτου υπερβαίνει ένα ορισμένο όριο για κάθε γεωγραφική περιοχή.
Οι ερευνητές συνυπολόγισαν επίσης τις μεταβολές στη θνησιμότητα ώστε να αντικατοπτρίζουν τις προσαρμογές στη θερμοκρασία με την πάροδο του χρόνου.
Χρησιμοποιώντας αυτή τη μεθοδολογία, η ομάδα διαπίστωσε ότι κατά την περίοδο 2003-2020 η Ευρώπη κατέγραφε 2,07 λιγότερες επικίνδυνα ψυχρές ημέρες (cold-ERT days) ετησίως, ενώ οι επικίνδυνα θερμές ημέρες (hot-ERT days) αυξήθηκαν κατά 0,28 ημέρες κάθε χρόνο.
Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η Ευρώπη δεν επηρεάστηκε ομοιόμορφα. Για παράδειγμα, οι νοτιοανατολικές περιοχές, παρά τις υψηλότερες θερμοκρασίες, παρουσίασαν περισσότερες επικίνδυνα ζεστές και κρύες ημέρες, οι οποίες αύξησαν τον κίνδυνο σχετικής θνησιμότητας.
Η ευπάθεια στις ακραίες θερμοκρασίες ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό από τόπο σε τόπο, με τις νότιες ευρωπαϊκές περιοχές να είναι πιο ευάλωτες στις μεταβολές της θερμοκρασίας σε σχέση με τις βόρειες.
Συνδυασμένες επιπτώσεις της θερμοκρασίας και της ρύπανσης
Η ομάδα ανέλυσε επίσης τη συχνότητα εμφάνισης ακραίων θερμοκρασιών κινδύνου σε ημέρες με επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης άνω των ορίων που συνιστώνται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Η σύμπτωση αυτών των δύο γεγονότων, γνωστή ως “σύνθετες ημέρες”, συνέβη στο 60% των επικίνδυνα θερμών ημερών και στο 65% των επικίνδυνα ψυχρών ημερών.
Με την πάροδο του χρόνου, ο αριθμός των ημερών κατά τις οποίες η θερμοκρασία έφτασε σε υψηλό επίπεδο για πολλές συνεχόμενες ημέρες μειώθηκε, εκτός από τον συνδυασμό επικίνδυνα υψηλών θερμοκρασιών και υψηλών επιπέδων όζοντος (Ο3) στον αέρα, ο οποίος αυξήθηκε με ρυθμό 0,26 ημέρες ανά έτος.
Το όζον είναι ένας δευτερογενής ρύπος που σχηματίζεται στην ατμόσφαιρα ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ άλλων αερίων και της ηλιακής ακτινοβολίας.
Καθώς εντείνεται η υπερθέρμανση του πλανήτη, τα συνδυασμένα επεισόδια καύσωνα και όζοντος καθίστανται αναπόφευκτη και επείγουσα ανησυχία για την Ευρώπη, σύμφωνα τους ερευνητές της μελέτης.
Η μελέτη διεξήχθη στο πλαίσιο του έργου EARLY-ADAPT, το οποίο χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας και αποσκοπεί στη μελέτη του τρόπου προσαρμογής των πληθυσμών στις προκλήσεις για τη δημόσια υγεία που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή.
*Πηγή: ertnews.gr
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.