Την ώρα που τα κράτη τρέχουν και δεν φτάνουν με τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και προσπαθούν να προσαρμόσουν τις περιοχές τους σε θερμότερες συνθήκες, υπάρχει ένα αγκάθι που πονά σε κάθε βήμα της προσπάθειας για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής: σε μεγάλες εκτάσεις του κόσμου, οι συνθήκες γίνονται υπερβολικά ακραίες και δεν υπάρχει περιθώριο προσαρμογής. Οι κάτοικοι πρέπει να μετακινηθούν για να επιβιώσουν.
Όπως μεταδίδει το περιοδικό Time, στη διάρκεια των επόμενων 50 χρόνων οι υψηλότερες θερμοκρασίες σε συνδυασμό με την εντεινόμενη υγρασία θα καταστήσουν τη διαβίωση σε μεγάλες ζώνες του πλανήτη θανατηφόρα. Τεράστιοι πληθυσμοί θα αναγκαστούν να αναζητήσουν νέα μέρη για να ζήσουν και καθένας από μας επάνω στη Γη θα είναι είτε ανάμεσα στους πρόσφυγες είτε μεταξύ εκείνων που θα τους δεχθούν.
Η μετανάστευση αυτή έχει ήδη ξεκινήσει, με πληθυσμούς να εγκαταλείπουν τη Λατινική Αμερική, την Αφρική και την Ασία όπου η ξηρασία έχει εξαλείψει τη γεωργία και άλλες μεθόδους επιβίωσης από τη γη. Ο αριθμός των εκτοπισμένων του κόσμου έχει διπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία και πρέπει -αλλά και μπορούμε- ως πλανήτης να προετοιμαστούμε.
Ένα δραστικό σχέδιο για να επιβιώσει η ανθρωπότητα έναν πιο ζεστό κόσμο θα περιλάμβανε την οικοδόμηση εκτεταμένων νέων πόλεων στον πιο ανεκτό Βορρά και την εγκατάλειψη τεράστιων περιοχών στα αφόρητα τροπικά κλίματα. Παράλληλα θα πρέπει να προσαρμοστούμε στους τομείς των τροφίμων και της σίτισης, της ενέργειας και της υποδομής.
Όπως τονίζει το Time, προϋπόθεση συνιστά η άνευ προηγουμένου συνεργασία. Όσο ουτοπικό κι αν ακούγεται, χρειάζεται να κοιτάξουμε τον κόσμο με νέα μάτια και να αναπτύξουμε καινούρια σχέδια με βάση τη γεωλογία, τη γεωγραφία και την οικολογία. Με άλλα λόγια, να βάλουμε κάτω πού βρίσκονται οι πόροι γλυκών υδάτων, πού είναι ασφαλείς οι θερμοκρασίες, πού υπάρχει περισσότερη ηλιακή και αιολική ενέργεια. Κι έπειτα να μεταφέρουμε τους πληθυσμούς και να παράγουμε τροφή και ενέργεια γύρω από αυτές τις περιοχές.
Το πρόβλημα είναι πως κανένα μέρος στη Γη δεν θα μείνει ανεπηρέαστο από την κλιματική αλλαγή. Παντού ο κόσμος θα υποστεί κάποιου βαθμού αλλαγή, είτε άμεσα είτε έμμεσα ως κομμάτι ενός παγκοσμίως διασυνδεδεμένου βιοφυσικού και κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Αν πρόκειται πολλά μέρη του κόσμου να γίνουν σχεδόν ή εντελώς ανυπόφορα μέχρι το 2050, τότε πρέπει να αρχίσουμε από τώρα να σχεδιάζουμε το πού θα χτίσουμε τα σπίτια μας.
Σύμφωνα με έρευνα του 2020, το βέλτιστο κλίμα για την ανθρώπινη παραγωγικότητα -γεωργική και μη γεωργική παραγωγή- διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στους 11 με 15 βαθμούς Κελσίου. Σε περιοχές με τη θερμοκρασία αυτή συγκεντρώνονται ιστορικά οι πληθυσμοί από την αρχή του πολιτισμού μας, γι’ αυτό και οι καλλιέργειες, τα ζώα και άλλες οικονομικές πρακτικές προσαρμόζονται ιδανικά σε αυτές τις συνθήκες. Οι ερευνητές ωστόσο εκτιμούν ότι «ένα με τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι προβλέπεται να βρεθούν εκτός των κλιματικών συνθηκών που έχουν υπηρετήσει την ανθρωπότητα εδώ και πάνω από 6.000 χρόνια».
«Αν δεν μεταναστεύσει, το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού προβλέπεται να βιώσει μέσες θερμοκρασίες που αυτή τη στιγμή υπάρχουν κυρίως στη Σαχάρα» επισημαίνουν.
Σε γενικές γραμμές, οι πληθυσμοί θα πρέπει να εγκαταλείψουν τον ισημερινό, τις ακτογραμμές, τα μικρά νησιά που θα συρρικνωθούν λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, τις άνυδρες περιοχές και τις ερήμους. Τα δάση και τα τροπικά δάση επίσης πρέπει να αποφευχθούν λόγω κινδύνου πυρκαγιάς. Επομένως ο κόσμος θα στραφεί στην ενδοχώρα, κοντά σε λίμνες, σε μεγαλύτερα υψόμετρα και σε βόρεια γεωγραφικά πλάτη.
Γίνεται αμέσως ξεκάθαρο πως όλα αυτά βρίσκονται στον Βορρά -είναι περιορισμένος ο αριθμός των ανθρώπων που θα αναζητήσουν καταφύγιο στον Νότο, με μόνη επιλογή την Παταγονία που ήδη υποφέρει από ξηρασίες. Και ο Βορράς όμως βλέπει τις θερμοκρασίες του να ανεβαίνουν: ο Καναδάς άγγιξε τους 50 βαθμούς Κελσίου το 2021 με τη Βρετανική Κολομβία να γίνεται πιο θερμή κι απ’ τη Σαχάρα, ενώ λίγους μήνες αργότερα η χώρα επλήγη από φονικές πλημμύρες και κατολισθήσεις που εκτόπισαν χιλιάδες. Η τούνδρα της Σιβηρίας κάηκε από τις δασικές πυρκαγιές κι έτσι το λίωσιμο του μέχρι τώρα μόνιμα παγωμένου υπεδάφους της καθιστά αδύνατη την οικοδόμηση υποδομής.
Ευτυχώς, ωστόσο, τα βόρεια γεωγραφικά πλάτη φιλοξενούν ήδη πλουσιότερα κράτη που έχουν σε γενικές γραμμές ισχυρούς θεσμούς και σταθερές κυβερνήσεις κι έτσι είναι από τα καλύτερα για να οικοδομήσουν μια κοινωνική και τεχνολογική ανθεκτικότητα στις προκλήσεις του αιώνα μας.
Το πρόβλημα είναι ότι πολλές από αυτές τις χώρες έχουν δυσκολευτεί πολιτικά εξαιτίας της μετανάστευσης, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό συγκριτικά με φτωχότερες χώρες (οι φτωχές χώρες φιλοξενούν επίσης μακράν τον μεγαλύτερο αριθμό εκτοπισμένων), αλλά και λόγω μιας μεταναστευτικής κρίσης πολύ μικρότερης από τη μεγάλη κλιματική μετανάστευση που θα δούμε τα επόμενα 75 χρόνια. Είναι πάντως πιο εύκολο να αλλάξει η πολιτικοκοινωνική νοοτροπία μίας χώρας από το να επιστρέψουν οι πληθυσμοί σε τροπικές περιοχές για τη διαβίωσή τους.
Το καταφύγιο του 21ου αιώνα θα είναι βόρεια του παραλλήλου 45° Β, ο οποίος διασχίζει το Μίσιγκαν στη Βόρεια Αμερική, τη Γαλλία, την Κροατία, τη Μογγολία και το Σιντζιάνγκ στην Κίνα. Η περιοχή εδώ αντιπροσωπεύει το 15% της έκτασης του πλανήτη, αλλά και το 29% της έκτασης του πλανήτη που δεν έχει πάγο. Και αυτή τη στιγμή φιλοξενεί ένα μικρό κομμάτι του παγκόσμιου πληθυσμού. Επιπλέον, εισέρχεται στο βέλτιστο κλίμα για την ανθρώπινη παραγωγικότητα, με μέσες θερμοκρασίες γύρω από τους 13 βαθμούς Κελσίου.
Συστήματα λιμνών στην ενδοχώρα, όπως στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών του Καναδά και των ΗΠΑ, θα δουν μια τεράστια εισροή μεταναστών, καθώς τα εκτεταμένα αυτά υδάτινα σώματα κρατούν την περιοχή αρκετά εύκρατη.
Με τη γεωργία να είναι πλέον δυνατή και με μια πολυσύχναστη ναυτιλιακή διαδρομή να περνά από τη Βόρεια Θάλασσα, ο μακρινός Βορράς θα μεταμορφωθεί. Το λιώσιμο των πάγων της Γροιλανδίας θα φέρει στο φως νέες περιοχές όπου μπορούμε να ζήσουμε, να καλλιεργήσουμε και να εξορύξουμε ορυκτά. Θαμμένο κάτω από τον αρκτικό πάγο της Γροιλανδίας, της Ρωσίας, των ΗΠΑ και του Καναδά, υπάρχει επίσης κατάλληλο για γεωργία έδαφος και γη για να χτιστούν πόλεις και να δημιουργηθεί ένας κόμβος συνδεδεμένων πόλεων της Αρκτικής.
Η αλιεία επίσης μπορεί να αναπτυχθεί: λιγότερος πάγος σημαίνει ότι τα σκάφη μπορούν να ψαρεύουν κοντά στην ακτή όλο τον χρόνο, ενώ οι υψηλότερες θερμοκρασίες των ωκεανών έχουν προσελκύσει νέα είδη ψαριών βορειότερα, στα νερά της Γροιλανδίας.
Σύμφωνα με προβλέψεις, η Γροιλανδία θα έχει ακόμη και δάση μέχρι το 2100. Μπορεί να είναι από τα καλύτερα μέρη για να ζεις.
Επιπλέον, ο Καναδάς, η Σιβηρία και άλλα μέρη της Ρωσίας, η Ισλανδία, τα σκανδιναβικά κράτη και η Σκωτία θα συνεχίσουν να βλέπουν οφέλη από την παγκόσμια άνοδο της θερμοκρασίας. Η καθαρή πρωτογενής παραγωγικότητα της Αρκτικής θα διπλασιαστεί σχεδόν μέχρι τη δεκαετία του 2080 εξαλείφοντας οριστικά τους καταστροφικά κρύους χειμώνες. Οι εποχές που είναι κατάλληλες για καλλιέργεια θα παραταθούν σημαντικά, ιδιαίτερα γύρω από τη σημερινή γεωργική γη.
Άλλα μέρη που θα δουν νέες ή παλαιότερες αλλά διευρυμένες πόλεις περιλαμβάνουν τη Σκωτία, την Ιρλανδία, την Εσθονία και τοποθεσίες σε μεγάλο υψόμετρο και με άφθονο νερό, όπως η Καρκασσόν στη Γαλλία που περιβάλλεται από ποτάμια. Στον Νότο, όπως αναφέραμε παραπάνω, υπάρχει πολύ λιγότερη στεριά στα μεγάλα γεωγραφικά πλάτη, αλλά η Παταγονία, η Τασμανία και η Νέα Ζηλανδία- και ίσως τα πρόσφατα απαλλαγμένα από πάγο τμήματα της δυτικής ακτής της Ανταρκτικής- προσφέρουν δυνατότητα να οικοδομηθούν νέες πόλεις. Μόνο στην Ανταρκτική, μέχρι το τέλος του αιώνα προβλέπεται να εμφανιστούν έως και 17.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα νέας γης χωρίς πάγο. Αυτό θα μπορούσε να προσφέρει μια ευκαιρία για ανάπτυξη, αν και θα ήταν ωραίο ο τελευταίος άγριος τόπος της Γης να παραμείνει ένα πολύτιμο φυσικό καταφύγιο.
Άλλα μέρη με μεγάλα υψόμετρα όπου θα μετακινηθούν πληθυσμοί περιλαμβάνουν τα Βραχώδη Όρη στη Βόρεια Αμερική και τις Άλπεις στην Ευρώπη. Στις ΗΠΑ, το Μπόλντερ και το Ντένβερ -και τα δύο πάνω από 1.600 μέτρα- προσελκύουν ήδη μετανάστες και η Λιουμπλιάνα στη Σλοβενία είναι μια ακόμα ορεινή τοποθεσία με πλούσιο υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα και πλούσια γεωργία.