«Πριν από ακριβώς τριάντα χρόνια, ένα τολμηρό σχέδιο “μαγειρεύτηκε” μυστικά και υπογειακά προκειμένου να “σκορπίσει” όλες τις δημόσιες αμφιβολίες και να πείσει το κοινό ότι, δήθεν, η κλιματική αλλαγή δεν “αποτελούσε μελλοντικό πρόβλημα”. Η (μέχρι σήμερα, ελάχιστα γνωστή) συνάντηση μεταξύ μερικών από τους μεγαλύτερους βιομηχανικούς παράγοντες των ΗΠΑ μαζί με έναν άνθρωπο που ήταν ιδιοφυΐα επί των δημοσίων σχέσεων, δημιούργησε μια καταστροφικά επιτυχημένη στρατηγική που κράτησε για χρόνια – με τις συνέπειές της να είναι παντού γύρω μας».
Με αυτά τα λόγια ξεκινάει το εκτενές ρεπορτάζ του BBC αναφορικά με τον δημοσιοσχετίστα E. Bruce Harrison, ο οποίος το 1992 εκπόνησε ένα πλάνο τόσο σατανικό και υπερβολικά καλά ενορχηστρωμένο, που κατάφερε να πείσει έως και τον πλέον δύσπιστο περί «των ανακριβειών των επιστημόνων».
Αυτό που διακυβευόταν, κατά το δημοσίευμα, ήταν ένα συμβόλαιο αξίας μισού εκατομμυρίου δολαρίων σε ετήσια βάση. Ο υποψήφιος πελάτης, ο Παγκόσμιος Συνασπισμός για το Κλίμα (GCC) – που εκπροσωπούσε τις αμερικανικές βιομηχανίες πετρελαίου, άνθρακα, αυτοκινήτων, χάλυβα και σιδηροδρόμων – αναζητούσε έναν συνεργάτη επί της επικοινωνίας προκειμένου να αλλάξει ριζικά όλη την αφήγηση για την κλιματική αλλαγή.
Και παρόλο που λίγοι εκτός της βιομηχανίας των δημοσίων σχέσεων μπορεί να είχαν ακούσει για τον E. Bruce Harrison ή την εταιρεία που διοικούσε από το 1973, ο ίδιος είχε παρουσιάσει μια σειρά από καμπάνιες και εκστρατείες για μερικούς από τους μεγαλύτερους ρυπαντές των ΗΠΑ.
Ο Harrison είχε στο παρελθόν εργαστεί για την αμερικανική βιομηχανία των χημικών, δυσφημίζοντας με επιτυχία κάθε πιθανή έρευνα για την τοξικότητα των φυτοφαρμάκων. Επίσης, είχε κάνει το ίδιο για για την καπνοβιομηχανία και πρόσφατα είχε πραγματοποιήσει μια εξίσου επιτυχημένη εκστρατεία κατά των «αυστηρότερων προτύπων εκπομπών για τις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες». Γενικά, ήταν ο άνθρωπος για όλες τις βρώμικες δουλειές των πιο ρυπογόνων βιομηχανιών των ΗΠΑ.
«Οι ίδιες τακτικές θα βοηθούσαν τώρα προκειμένου να νικήσουν όλη αυτήν την κουβέντα για πιθανά μέτρα κατά της κλιματικής αλλαγής. Θα έπειθαν τους ανθρώπους ότι “τα επιστημονικά δεδομένα δεν ήταν σωστά και ακριβή” και ότι “οι υπεύθυνοι χάραξης της περιβαλλοντικής πολιτικής έπρεπε να εξετάσουν το κατά πόσο η δράση για την κλιματική αλλαγή θα επηρέαζε αρνητικά τις αμερικανικές θέσεις εργασίας, το εμπόριο και τις τιμές”. Η στρατηγική θα εφαρμοζόταν μέσω μιας εκτεταμένης εκστρατείας στα ΜΜΕ, από την τοποθέτηση άρθρων και την διατύπωση κομματιών γνώμης (τα λεγόμενα op-eds), έως τις άμεσες και πληρωμένες επαφές με συγκεκριμένους δημοσιογράφους», σημειώνει το άρθρο.
«Σε πολλούς ρεπόρτερ ανατέθηκε να γράψουν ψεύτικες ιστορίες», λέει ο άμεσος συνεργάτης του Harrison, o Don Rheem, «αλλά επειδή δεν μπορούσαν να συλλάβουν την πολυπλοκότητα του θέματος, τις έγραφα εγώ ο ίδιος παρασκηνιακά για να μπορέσουν οι δημοσιογράφοι να τις διαβάσουν και να καταλάβουν τι ακριβώς θέλαμε να καταφέρουμε». Πράγματι, ο Rheem και η ομάδα του ήταν φοβερά παραγωγικοί και μέσα σε ένα χρόνο, η εταιρεία του Harrison είχε εξασφαλίσει να δημοσιεύσουν περισσότερες από 500 συγκεκριμένες αναφορές στα αμερικανικά και διεθνή ΜΜΕ.
Τον Αύγουστο του 1993, ο Harrison έκανε τον πρώτο απολογισμό της όλης διαδικασίας, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «η αυξανόμενη επίγνωση περί αυτής της επιστημονικής αβεβαιότητας έχει κάνει ορισμένους στο Κογκρέσο να σταματήσουν να υποστηρίζουν νέες πρωτοβουλίες [σ.σ: υπέρ του περιβάλλοντος και κατά της κλιματικής αλλαγής]».
Και όντως, όπως αναφέρει το BBC, οι ακτιβιστές που έκρουαν επί χρόνια τον κώδωνα του κινδύνου για την “υπερθέρμανση του πλανήτη”, παραδέχθηκαν δημόσια ότι “έχασαν έδαφος” όσον αφορά στο επικοινωνιακό κομμάτι. Τώρα, πρόσθεσε ο Harrison, αυτό που χρειαζόταν ήταν «να διευρύνουν την “φασαρία” που θα έκαναν οι εξωτερικές φωνές, ήτοι επιστήμονες, οικονομολόγοι, ακαδημαϊκοί και άλλοι ειδικοί που είχαν μεγαλύτερη αξιοπιστία στα ΜΜΕ και στο ευρύ κοινό από τους ίδιους τους εκπροσώπους του κλάδου». Το σχέδιο λοιπόν ήταν να πληρωθούν αυτοί οι άνθρωποι για να δίνουν ομιλίες ή να γράφουν κείμενα γνώμης – με αμοιβή περίπου 1.500 $ (1.400 ευρώ) ανά άρθρο – και να οργανώνουν εμφανίσεις και ομιλίες στα αμερικανικά ΜΜΕ ή να εμφανίζονται στους τοπικούς τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Σε ένα απόρρητο έγγραφο που χρονολογείται από το 1995, το οποίο δημοσιοποιήθηκε στο BBC από την δημοσιογράφο Melissa Aronczyk, ο Harrison έγραψε ότι «το GCC ανέτρεψε με επιτυχία κάθε απόπειρα της επιστημονικής κοινότητας αναφορικά με την παγκόσμια κλιματική αλλαγή, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά το μήνυμα περί δήθεν οικολογικής καταστροφής και επιβεβαιώνοντας την έλλειψη επιστημονικής συναίνεσης σχετικά με την υπερθέρμανση του πλανήτη».
«Με τις τετραετείς αυτές προσπάθειες της εταιρείας του Harrison, τέθηκαν γερά τα θεμέλια για τη μεγαλύτερη εκστρατεία του κλάδου μέχρι τότε: την πλήρη αντίθεση στις διεθνείς προσπάθειες για την μείωση των εκπομπών καυσαερίων που έλαβε χώρα στο Κιότο της Ιαπωνίας, τον Δεκέμβριο του 1997. Μέχρι τότε, είχε προκύψει μια σχετική συναίνεση μεταξύ των επιστημόνων ότι η υπερθέρμανση που προκαλείται από τον άνθρωπο ήταν πλέον ανιχνεύσιμη κα έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Αλλά οι πολίτες των ΗΠΑ εξακολουθούσαν να δείχνουν σημάδια αμφιβολίας. Το 44% των ερωτηθέντων, σε μια δημοσκόπηση του Gallup, πίστευε ότι “οι επιστήμονες ήταν όντως διχασμένοι”. Όλη αυτή η διαδικασία κατέστησε απείρως πιο δύσκολο για τους πολιτικούς να παλέψουν αποτελεσματικά για μια οικολογική δράση και οι ΗΠΑ δεν εφάρμοσαν ποτέ τη συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Κιότο. Ήταν μια σημαντική νίκη για το GCC», καταλήγει το δημοσίευμα.
«Νομίζω ότι [όλο αυτό που έκανε η ομάδα του Harrison] είναι το ηθικό ισοδύναμο ενός εγκλήματος πολέμου», λέει ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Αλ Γκορ, προσθέτοντας εμφατικά ότι «νομίζω ότι είναι, από πολλές απόψεις, το πιο σοβαρό έγκλημα της μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εποχής, οπουδήποτε στον κόσμο. Οι συνέπειες αυτών που έχουν κάνει ο Harrison και η ομάδα επικοινωνίας του, είναι σχεδόν αδιανόητες μέχρι και σήμερα».
Μετανιωμένος δείχνει σήμερα και ο ίδιος ο Rheem: «Ήμουν πολύ νέος και πολύ περίεργος. Γνωρίζοντας τι συνέβη εξαιτίας μας σήμερα, θα έκανα κάποια πράγματα διαφορετικά τότε. Μάλλον».