Υπάρχουν εποχές που η Ιστορία μοιάζει να κινείται μέσα σε σύννεφα σκόνης και καπνού. Στην Κίνα των αρχών της δεκαετίας του 2010 αυτά τα σύννεφα δεν ήταν μεταφορικά, ήταν κυριολεκτικά. Στο Πεκίνο οι φοιτητές ξεκινούσαν το πρωινό τους τραβώντας τις κουρτίνες για να δουν τι χρώμα είχε ο ουρανός κι αν η ορατότητα ήταν μηδενική, η μόνη αξιόπιστη πηγή πληροφόρησης για την ποιότητα του αέρα δεν προερχόταν από την κυβέρνηση, αλλά από το Twitter της αμερικανικής πρεσβείας. Το “Ολυμπιακό Μπλε” των Αγώνων του 2008 είχε χαθεί, αφήνοντας πίσω του αποχρώσεις γκρίζου που σκέπαζαν τα πάντα. 

Για χρόνια οι αρχές της Κίνας κατέφευγαν σε βραχυπρόθεσμα μέτρα: κλείσιμο εργοστασίων πριν από διεθνείς συνόδους, περιορισμούς στη θέρμανση με κάρβουνο, προσωρινές απαγορεύσεις κυκλοφορίας. Η αιθαλομίχλη όμως επέστρεφε με την ίδια επιμονή. Χειμώνες ολόκληροι περνούσαν με τον αέρα τόσο πυκνό που δεν μπορούσες να δεις τον άνθρωπο απέναντι σε ένα τραπέζι πινγκ-πονγκ. 

Μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία η εικόνα άλλαξε δραστικά. Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, τα επίπεδα των PM2.5 μειώθηκαν κατά 64% από το 2013 έως το 2023. Η πρωτεύουσα κατέγραψε πάνω από 300 ημέρες “καλού αέρα”, σε αντίθεση με τις μόλις 13 το 2013. Η Κίνα έθεσε παγκόσμια ρεκόρ σε επενδύσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, έγινε ο μεγαλύτερος παραγωγός ηλιακής ενέργειας, εγκατέστησε περισσότερες ανεμογεννήτριες από οποιαδήποτε άλλη χώρα και κυριάρχησε στην ηλεκτροκίνηση. 

Από τη σκόνη και το νέφος ξεπήδησε κάτι που πολλοί αποκαλούν “Πράσινη Επανάσταση”. Μα το ερώτημα παραμένει: μπορεί αυτό το μοντέλο να εφαρμοσθεί σε άλλες χώρες; 

Ο δημοσιογράφος και ακτιβιστής Μα Τιαντζιέ, στο βιβλίο του In Search of Green China, ξεδιπλώνει το κουβάρι αυτής της πορείας. Δεν ήταν μια ευθεία γραμμή, αλλά μια δεκαετία γεμάτη συγκρούσεις, αποτυχίες και απότομες παρεμβάσεις. Στην καρδιά της ιστορίας βρίσκεται η κρατική εξουσία: κεντρικές αποφάσεις, βίαια κλεισίματα εργοστασίων, καταστολή διαμαρτυριών, τεράστιοι πόροι που δόθηκαν στη μετάβαση. 

Οι ρίζες αυτής της πορείας φτάνουν πίσω στις πολιτικές “μεταρρύθμισης και ανοίγματος” του Ντενγκ Σιαοπίνγκ. Η ανάπτυξη είχε προτεραιότητα με τεράστιο περιβαλλοντικό κόστος. Ο ποταμός Χουάι έγινε τοξικός από τα λύματα εργοστασίων, κοινότητες υπέφεραν από καρκίνους και δηλητηριάσεις, εκατομμύρια άνθρωποι δεν είχαν πρόσβαση σε καθαρό νερό. Το 1994 η κυβέρνηση αναγκάστηκε να οργανώσει μια μαζική εκκαθάριση, αλλά ακόμη και μια δεκαετία αργότερα η κρίση επανερχόταν. 

Αυτό το μοτίβο (ανάπτυξη με κάθε κόστος και κατόπιν βίαιες διορθώσεις) χαρακτήρισε την περιβαλλοντική πολιτική της Κίνας. Η κυβέρνηση έθετε προθεσμίες, όπως η βελτίωση της ποιότητας του αέρα έως το 2017 και προχωρούσε σε μαζικές απαγορεύσεις συχνά πριν υπάρξουν βιώσιμες εναλλακτικές. Εργάτες μετανάστες έμεναν χωρίς δουλειά, οικογένειες στον Βορρά πάγωναν χωρίς θέρμανση. 

Σε κάποιο σημείο φάνηκε πως η κοινωνία των πολιτών θα μπορούσε να παίξει ρόλο. Στις αρχές του 2000 ΜΚΟ απέτρεψαν την κατασκευή φράγματος στον ποταμό Νου, ενώ το 2008 διαδηλώσεις ακύρωσαν έργα τοξικών εργοστασίων. Υπήρξε η αίσθηση ότι ένα πράσινο κίνημα θα γεννηθεί. Όμως με την άνοδο του Σι Τζινπίνγκ το 2012, οι φωνές σίγησαν: ΜΚΟ τέθηκαν υπό έλεγχο, δημοσιογράφοι φιμώθηκαν, δικηγόροι φυλακίστηκαν. Οι διαμαρτυρίες αποδείχθηκαν όχι η αρχή, αλλά η τελευταία πνοή ενός κινήματος. 

Το Πεκίνο διατηρεί σταθερά την άποψη ότι η ανάπτυξη και η ενεργειακή ασφάλεια προηγούνται. Το 2022 στο νέο πενταετές σχέδιο ο άνθρακας δεν απορρίφθηκε, αλλά κατοχυρώθηκε ως εγγύηση ενεργειακής ασφάλειας. Οι εγκρίσεις νέων ανθρακικών μονάδων έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας. Παρά την πρόοδο η Κίνα παραμένει ο μεγαλύτερη σε εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα χώρα στον κόσμο. 

Ο Μα χαρακτηρίζει αυτή την πολιτική ως προσέγγιση “ρυθμιζόμενης βαλβίδας”: τα περιβαλλοντικά πρότυπα υπάρχουν, αλλά προσαρμόζονται στις ανάγκες της ανάπτυξης, της σταθερότητας και της νομιμοποίησης του Κόμματος. Λείπουν οι παραδοσιακοί πυλώνες που συναντάμε αλλού, όπως ισχυρές ρυθμιστικές αρχές ή ένα δικαστικό σύστημα πρόθυμο να διώξει τους ρυπαντές. 

Η Κίνα κατάφερε να κινητοποιήσει και τις δυνάμεις της αγοράς. Μετά τη δέσμευση του Σι το 2020 για ουδετερότητα άνθρακα, όροι όπως “ESG” και “πράσινη ανάπτυξη” έγιναν επενδυτικοί μαγνήτες. Το κράτος λειτουργεί ως μαέστρος, ξεκινώντας έναν “ενάρετο κύκλο” τεχνολογικής μάθησης, μείωσης κόστους και διάδοσης. Η ηλιακή ενέργεια είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα: από ακριβή και δευτερεύουσα τεχνολογία μετατράπηκε σε τομέα όπου η Κίνα κυριαρχεί παγκοσμίως. 

Το ερώτημα παραμένει: μπορεί αυτό το μοντέλο να εφαρμοσθεί σε άλλες χώρες; Για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες η απάντηση δεν είναι απλή. Το κινεζικό μονοπάτι στηρίχτηκε σε συγκεντρωτική εξουσία, σε αποφάσεις που αγνοούσαν συχνά τις κοινωνικές αντιδράσεις και σε θυσίες εκατομμυρίων πολιτών. Δύσκολα θα μπορούσε να υιοθετηθεί αυτούσιο αλλού. 

Η Κίνα δείχνει ότι μια μεγάλη οικονομία μπορεί να στρίψει το τιμόνι προς την πράσινη ανάπτυξη, έστω και μέσα από αντιφάσεις και το γεγονός ότι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου κατάφερε να μειώσει τόσο δραστικά τη ρύπανση και να ηγηθεί σε τομείς όπως η ηλιακή και η ηλεκτροκίνηση, προσφέρει ελπίδα και παραδείγματα. 

Η Πράσινη Επανάσταση της Κίνας δεν είναι μια συνταγή που μπορεί να αντιγραφεί βήμα-βήμα. Είναι όμως ένας καθρέφτης που δείχνει τι είναι δυνατό όταν συνδυάζονται πολιτική βούληση, κρατική παρέμβαση και επενδύσεις στην τεχνολογία. Για τον πλανήτη αυτό το μάθημα είναι ανεκτίμητο. 

*Mε στοιχεία από το Bloomberg. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.