Ζούμε σε μια περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας, όπου η κλιματική αλλαγή και η μόλυνση της ατμόσφαιρας του περιβάλλοντος απειλεί την καθημερινότητα – αλλά και την υγεία – εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων σε όλη την υφήλιο.
Σε πολλές πόλεις, τα ποσοστά ατμοσφαιρικής ρύπανσης μειώθηκαν, ενώ σε άλλες αυξήθηκαν. Ωστόσο, η Τζακάρτα ήταν αυτή που παρατήρησε μια ζωτικής σημασίας βελτίωση στη συνολική ποιότητα του αέρα της, χάρη στις γενναίες κυβερνητικές αποφάσεις που ελήφθησαν.
«Η βελτίωση αυτή είναι σχετική», παρατηρεί το δημοσίευμα των New York Times, καθώς η πρωτεύουσα της Ινδονησίας έχει ήδη ένα βαρύ ιστορικό ατμοσφαιρικής ρύπανσης, ωστόσο μια βρετανική έρευνα δείχνει το πόσο αποτελεσματικά θα μπορούσαν να είναι τα πολύ προσεκτικά και εστιασμένα μέτρα στη μείωση της περιβαλλοντικής μόλυνσης.
Η πόλη, η οποία έχει ήδη θέσει αυστηρούς περιορισμούς για τις εκπομπές καυσαερίων στα αυτοκίνητα, παρατήρησε χαμηλότερη περιεκτικότητα σε διοξείδιο του αζώτου στην ατμόσφαιρα της ινδονησιακής πρωτεύουσας. Ωστόσο, άλλα πράγματα δεν έχουν γίνει: όπως, π.χ. να τεθούν όρια στην καύση των ποσοστών βιομάζας – η καύση των γεωργικών εκτάσεων που γίνεται μετά τη συγκομιδή – και εξαιτίας αυτού παρατήρησε υψηλές συγκεντρώσεις αμμωνίας, η οποία σχετίζεται με τέτοιες γεωργικές πρακτικές.
Συνολικά, ωστόσο, οι ερευνητές του College Faculty London ανακάλυψαν ότι ένα μεγάλο μέρος της αυξημένης αυτής ατμοσφαιρικής ρύπανσης δεν προκλήθηκε από την καύση βιομάζας, αλλά από άλλες πηγές όπως η καύση της βενζίνης στα ΙΧ, ενώ, άλλες, διαφορετικές ανθρώπινες ενέργειες, παράγουν πολύ λιγότερο έντονη, ωστόσο διόλου αμελητέα ατμοσφαιρική ρύπανση.
«Η καύση βιομάζας σε ανοικτούς χώρους για την εκκαθάριση της γης ευθυνόταν μέχρι τώρα κατά συντριπτική πλειοψηφία για την ατμοσφαιρική ρύπανση στις τροπικές περιοχές», ανέφερε σε ανακοίνωσή του ο Karn Vohra, περιβαλλοντικός αναλυτής στο College Faculty του Λονδίνου και επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας. «Η αξιολόγησή μας όσον αφορά στις τακτικές αυτές, υποδηλώνει ότι μπαίνουμε σε μια ολοκαίνουργια περίοδο ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε αυτές τις πόλεις, με ορισμένες να αντιμετωπίζουν πλέον ετήσιες επιβαρύνσεις στην ατμοσφαιρική τους ρύπανση που άλλες πόλεις βιώνουν μέσα σε μια δεκαετία!», προσθέτει με νόημα ο ερευνητής.
«Η έρευνα, ωστόσο. δεν απαντά στο ερώτημα ποιες ακριβώς ενέργειες είναι οι πιο υπεύθυνες για την νέα αυτή κατάσταση που προαναγγέλλεται», σημειώνει το δημοσίευμα.
«Η κινητήρια δύναμη αυτής της νέας, αλγεινής κατάστασης, είναι οι ανθρωπογενείς πράξεις, ωστόσο αυτή είναι μια πολύ ευρεία έννοια καθώς υπάρχουν πολλές ανθρωπογενείς τακτικές που λαμβάνουν χώρα μέσα σε μια τεράστια μητρόπολη», ανέφερε η συν-συγγραφέας της μελέτης, Eloise Marais, προσθέτοντας ότι «ζητήθηκε πρόσθετη επιστημονική ανάλυση για τον καθορισμό των πιο σημαντικών συντελεστών αυτής της νέας κατάστασης που απειλεί τους τροπικούς και κατ’ επέκταση όλη την υφήλιο».
Στη συνέχεια, η ίδια κατέληξε εμφατικά ότι, ως ένα πρώτο βήμα, θα μπορούσαν όλοι αυτοί οι υπεύθυνοι χάραξης περιβαλλοντικής πολιτικής να κάνουν κάποιες αναλύσεις κόστους-οφέλους και να αποφασίσουν ως προς τις καλύτερες και οικονομικά βιώσιμες μεθόδους για τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Ζούμε σε μια περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας, όπου η κλιματική αλλαγή και η μόλυνση της ατμόσφαιρας του περιβάλλοντος απειλεί την καθημερινότητα – αλλά και την υγεία – εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων σε όλη την υφήλιο.
Σε πολλές πόλεις, τα ποσοστά ατμοσφαιρικής ρύπανσης μειώθηκαν, ενώ σε άλλες αυξήθηκαν. Ωστόσο, η Τζακάρτα ήταν αυτή που παρατήρησε μια ζωτικής σημασίας βελτίωση στη συνολική ποιότητα του αέρα της, χάρη στις γενναίες κυβερνητικές αποφάσεις που ελήφθησαν.
«Η βελτίωση αυτή είναι σχετική», παρατηρεί το δημοσίευμα των New York Times, καθώς η πρωτεύουσα της Ινδονησίας έχει ήδη ένα βαρύ ιστορικό ατμοσφαιρικής ρύπανσης, ωστόσο μια βρετανική έρευνα δείχνει το πόσο αποτελεσματικά θα μπορούσαν να είναι τα πολύ προσεκτικά και εστιασμένα μέτρα στη μείωση της περιβαλλοντικής μόλυνσης.
Η πόλη, η οποία έχει ήδη θέσει αυστηρούς περιορισμούς για τις εκπομπές καυσαερίων στα αυτοκίνητα, παρατήρησε χαμηλότερη περιεκτικότητα σε διοξείδιο του αζώτου στην ατμόσφαιρα της ινδονησιακής πρωτεύουσας. Ωστόσο, άλλα πράγματα δεν έχουν γίνει: όπως, π.χ. να τεθούν όρια στην καύση των ποσοστών βιομάζας – η καύση των γεωργικών εκτάσεων που γίνεται μετά τη συγκομιδή – και εξαιτίας αυτού παρατήρησε υψηλές συγκεντρώσεις αμμωνίας, η οποία σχετίζεται με τέτοιες γεωργικές πρακτικές.
Συνολικά, ωστόσο, οι ερευνητές του College Faculty London ανακάλυψαν ότι ένα μεγάλο μέρος της αυξημένης αυτής ατμοσφαιρικής ρύπανσης δεν προκλήθηκε από την καύση βιομάζας, αλλά από άλλες πηγές όπως η καύση της βενζίνης στα ΙΧ, ενώ, άλλες, διαφορετικές ανθρώπινες ενέργειες, παράγουν πολύ λιγότερο έντονη, ωστόσο διόλου αμελητέα ατμοσφαιρική ρύπανση.
«Η καύση βιομάζας σε ανοικτούς χώρους για την εκκαθάριση της γης ευθυνόταν μέχρι τώρα κατά συντριπτική πλειοψηφία για την ατμοσφαιρική ρύπανση στις τροπικές περιοχές», ανέφερε σε ανακοίνωσή του ο Karn Vohra, περιβαλλοντικός αναλυτής στο College Faculty του Λονδίνου και επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας. «Η αξιολόγησή μας όσον αφορά στις τακτικές αυτές, υποδηλώνει ότι μπαίνουμε σε μια ολοκαίνουργια περίοδο ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε αυτές τις πόλεις, με ορισμένες να αντιμετωπίζουν πλέον ετήσιες επιβαρύνσεις στην ατμοσφαιρική τους ρύπανση που άλλες πόλεις βιώνουν μέσα σε μια δεκαετία!», προσθέτει με νόημα ο ερευνητής.
«Η έρευνα, ωστόσο. δεν απαντά στο ερώτημα ποιες ακριβώς ενέργειες είναι οι πιο υπεύθυνες για την νέα αυτή κατάσταση που προαναγγέλλεται», σημειώνει το δημοσίευμα.
«Η κινητήρια δύναμη αυτής της νέας, αλγεινής κατάστασης, είναι οι ανθρωπογενείς πράξεις, ωστόσο αυτή είναι μια πολύ ευρεία έννοια καθώς υπάρχουν πολλές ανθρωπογενείς τακτικές που λαμβάνουν χώρα μέσα σε μια τεράστια μητρόπολη», ανέφερε η συν-συγγραφέας της μελέτης, Eloise Marais, προσθέτοντας ότι «ζητήθηκε πρόσθετη επιστημονική ανάλυση για τον καθορισμό των πιο σημαντικών συντελεστών αυτής της νέας κατάστασης που απειλεί τους τροπικούς και κατ’ επέκταση όλη την υφήλιο».
Στη συνέχεια, η ίδια κατέληξε εμφατικά ότι, ως ένα πρώτο βήμα, θα μπορούσαν όλοι αυτοί οι υπεύθυνοι χάραξης περιβαλλοντικής πολιτικής να κάνουν κάποιες αναλύσεις κόστους-οφέλους και να αποφασίσουν ως προς τις καλύτερες και οικονομικά βιώσιμες μεθόδους για τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.