Μια πρόσφατη αύξηση στον ρυθμό της παγκόσμιας υπερθέρμανσης έχει προκληθεί σε μεγάλο βαθμό από τις προσπάθειες της Κίνας να μειώσει την ατμοσφαιρική ρύπανση, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με το πως οι κανονισμοί για την ποιότητα του αέρα επηρεάζουν το κλίμα και αν κατανοούμε πλήρως τις επιπτώσεις της απομάκρυνσης των αερολυμάτων από την ατμόσφαιρα. Αυτή η επιπλέον υπερθέρμανση, η οποία προηγουμένως καλυπτόταν από τα αερολύματα ευθύνεται για το 5% της παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας από το 1850.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η Κίνα είχε εξαιρετικά χαμηλή ποιότητα αέρα λόγω της ραγδαίας εκβιομηχάνισης, γεγονός που προκάλεσε δημόσια κατακραυγή ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου το 2008. Σε απάντηση οι κινεζικές αρχές τοποθέτησαν φίλτρα καθαρισμού στα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας από άνθρακα για να περιορίσουν τις πιο ρυπογόνες εκπομπές και αυστηροποίησαν τους κανονισμούς για τα καυσαέρια των οχημάτων οδηγώντας σε μείωση κατά 75% των εκπομπών θειικών ενώσεων.
Υπάρχει όμως μία αναπάντεχη συνέπεια σε αυτή την περιβαλλοντική επιτυχία. Σύμφωνα με μια νέα ανάλυση η ρύπανση του αέρα στην Κίνα είχε ακούσια συμβάλει στην ψύξη του πλανήτη και τώρα που έχει μειωθεί αρχίζουμε να βλέπουμε ένα εντονότερο φαινόμενο υπερθέρμανσης.
Γνωρίζουμε ότι η υπερθέρμανση πιθανώς έχει επιταχυνθεί την τελευταία δεκαετία. Από το 1970 ο κόσμος θερμαινόταν με σταθερό ρυθμό περίπου 0,18°C (0,32°F) ανά δεκαετία, αλλά από το 2010 αυτό φαίνεται να έχει αυξηθεί σε περίπου 0,24°C (0,43°F) ανά δεκαετία, αφού αφαιρεθεί η επιρροή της φυσικής κλιματικής μεταβλητότητας. Προηγούμενες έρευνες είχαν υποδείξει ότι τα μέτρα για τον περιορισμό της ατμοσφαιρικής ρύπανσης ευθύνονται για αυτή την αύξηση, αλλά μέχρι τώρα οι επιστήμονες δυσκολεύονταν να προσδιορίσουν πόσο είχε συνεισφέρει κάθε περιοχή στη συνολική τάση της υπερθέρμανσης.
Τα θειικά αερολύματα που απελευθερώνονται από την καύση ορυκτών καυσίμων ψύχουν τον πλανήτη με δύο τρόπους. Τα σωματίδια τους αντανακλούν το ηλιακό φως πίσω στο διάστημα, προστατεύοντας τη Γη από την ηλιακή ακτινοβολία. Επιπλέον, επηρεάζουν τον σχηματισμό των νεφών, αυξάνοντας την εμφάνιση λευκότερων και μακροβιότερων νεφών, τα οποία επίσης αντανακλούν την ακτινοβολία. Η απομάκρυνση αυτών των αερολυμάτων από την ατμόσφαιρα συνεπάγεται την εξάλειψη του ψυκτικού αποτελέσματος.
Για να αποσαφηνίσει αυτό το φαινόμενο, ο Bjørn Samset από το CICERO Center for International Climate Research στη Νορβηγία και οι συνάδελφοί του χρησιμοποίησαν πρόσφατα δημοσιευμένα δεδομένα εκπομπών που παρέχουν μια πιο ακριβή εικόνα των κινεζικών δράσεων για τη μείωση της ρύπανσης από αερολύματα από το 2005 και μετά. Χρησιμοποίησαν προηγμένα μοντέλα για να προσομοιώσουν πως το κλιματικό σύστημα θα αντιδρούσε σε απότομες μειώσεις των επιπέδων αερολυμάτων, εστιάζοντας ειδικά στην Κίνα. Στη συνέχεια συνέκριναν τα αποτελέσματα των μοντέλων με πραγματικά δεδομένα, όπως δορυφορικές παρατηρήσεις και εκτιμήσεις της ρύπανσης από θειικά αερολύματα βασισμένες σε αναφορές εκπομπών και διαπίστωσαν ότι το μοντελοποιημένο σενάριο ήταν συνεπές με τα πραγματικά δεδομένα.
Αυτό επέτρεψε στην ερευνητική ομάδα να απομονώσει τον αντίκτυπο της μείωσης της ρύπανσης από αερολύματα στην Κίνα στην παγκόσμια υπερθέρμανση, λέει ο Samset. «Όταν αρχίσαμε να εξετάζουμε τους αριθμούς αποδείχθηκε ότι το φαινόμενο είναι σαφώς μακροσκοπικό – δεν είναι μικρό». Συνολικά η καταστολή της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην Κίνα ευθύνεται για το 80% της αύξησης του ρυθμού της παγκόσμιας υπερθέρμανσης που παρατηρείται από το 2010 καταλήγει η ομάδα, δηλαδή περίπου 0,05°C (0,09°F) επιπλέον ανά δεκαετία. Αν εξετάσουμε το σύνολο της υπερθέρμανσης από το 1850, περίπου 0,07°C (0,13°F) μπορούν να αποδοθούν στην απομάκρυνση των κινεζικών αερολυμάτων, δηλαδή περίπου το 5% του συνολικού φαινομένου, αναφέρει ο Samset.
Ένα μέρος αυτού του φαινομένου εξηγείται από την τεράστια κλίμακα μείωσης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που έχει επιτύχει η Κίνα, μειώνοντας τις εκπομπές διοξειδίου του θείου κατά περίπου 20 εκατομμύρια τόνους ετησίως από τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Ωστόσο η ατμοσφαιρική ρύπανση στην Κίνα έχει επίσης έναν ιδιαίτερα ισχυρό αντίκτυπο σε παγκόσμιο επίπεδο, λέει ο Samset. «Όταν εκπέμπεις αερολύματα πάνω από την Κίνα αυτά μεταφέρονται από την κυκλοφορία της ατμόσφαιρας και μετακινούνται πάνω από τον Ειρηνικό Ωκεανό. Η ίδια ποσότητα εκπομπών από την Ινδία δεν θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα στην παγκόσμια υπερθέρμανση».
Δεδομένα από δορυφόρους έχουν καταγράψει μια τάση θέρμανσης στον Βόρειο Ειρηνικό τα τελευταία χρόνια και αυτά τα νέα δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι η μείωση των κινεζικών αερολυμάτων εξηγεί αυτή την αλλαγή. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι ενέργειες της Κίνας δεν προκάλεσαν επιπλέον υπερθέρμανση. Αντίθετα απλώς «αποκάλυψαν» αυτό που ήδη υπήρχε. «Η υπερθέρμανση ήταν πάντα εκεί, απλώς είχαμε μίας μορφής τεχνητή ψύξη από τη ρύπανση και με την απομάκρυνση της ρύπανσης, βλέπουμε πλέον το πλήρες αποτέλεσμα της υπερθέρμανσης που προκαλείται από τα αέρια του θερμοκηπίου».
Παρά τον αντίκτυπο στις παγκόσμιες θερμοκρασίες τα μέτρα αυτά άξιζαν να ληφθούν για να σωθούν ζωές λέει ο Duncan Watson-Parris από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο. Ο ρυθμός βελτίωσης της ποιότητας του αέρα στην Κίνα έχει επιβραδυνθεί τα τελευταία χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι ο ρυθμός της υπερθέρμανσης του πλανήτη θα πρέπει να επιστρέψει κοντά στα 0,18°C ανά δεκαετία που καταγράφηκαν πριν από το 2010. Υπάρχουν όμως κι άλλοι παράγοντες θα μπορούσαν να διαταράξουν αυτήν την τάση. Τ
ην ίδια στιγμή που η μείωση της ρύπανσης στην Κίνα άρχισε να σταθεροποιείται, το 2020 η παγκόσμια ναυτιλιακή βιομηχανία εφάρμοσε νέους κανονισμούς που υποχρέωσαν τα πλοία να μειώσουν τις εκπομπές αερολυμάτων τους, προκαλώντας απότομη πτώση της ρύπανσης πάνω από τον ανοιχτό ωκεανό. Αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά την αλλαγή της νεφοκάλυψης σε αυτές τις περιοχές, σημειώνει ο Hugh Coe από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ στο Ηνωμένο Βασίλειο. «Συμβαίνει σε απομακρυσμένες περιοχές όπου τα νέφη είναι εξαιρετικά ευαίσθητα στις αλλαγές».
Οι επιστήμονες προειδοποιούν επίσης ότι η άνοδος της θερμοκρασίας από μόνη της μπορεί να κάνει τα νέφη πάνω από τους ωκεανούς λιγότερο ανακλαστικά, μειώνοντας το ψυκτικό τους αποτέλεσμα. Παράλληλα υπάρχουν ανησυχίες ότι τα κλιματικά μοντέλα ίσως να έχουν υποεκτιμήσει την ευαισθησία του κλιματικού συστήματος στις αλλαγές των αερολυμάτων. «Το ερώτημα για το πόσο γρήγορα θα συνεχίσει να θερμαίνεται ο πλανήτης είναι απολύτως κρίσιμο αυτή τη στιγμή».
*Με στοιχεία από το New Scientist.