Ο πρόεδρος του BBC Ρίτσαρντ Σαρπ παραιτήθηκε σήμερα ύστερα από ανεξάρτητη έρευνα, σύμφωνα με το πόρισμα της οποίας είχε παραβιάσει τους κανόνες για διορισμούς σε δημόσια αξιώματα σε σχέση με ένα δάνειο προς τον τότε πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον.
Ο Σαρπ δήλωσε ότι συμφώνησε στο αίτημα να παραμείνει στη θέση του έως τα τέλη Ιουνίου προκειμένου να δώσει στην κυβέρνηση χρόνο να βρει τον διάδοχό του.
Η αρμόδια ρυθμιστική αρχή της χώρας για τους διορισμούς σε δημόσια αξιώματα ερευνούσε τον τρόπο με τον οποίο ο Σαρπ είχε επιλεγεί το 2021 από την κυβέρνηση προκειμένου να ηγηθεί του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού δικτύου. Ο Σαρπ είχε διοριστεί επικεφαλής του BBC λίγο καιρό αφότου είχε μεσολαβήσει για να βοηθήσει τον τότε πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον να πάρει ένα δάνειο 800.000 στερλινών (906.000 ευρώ).
Σύμφωνα με το πόρισμα της έρευνας, ενώ ο Σαρπ παραβίασε τους κανόνες της κυβέρνησης για τους διορισμούς σε δημόσια αξιώματα, καθώς δεν αποκάλυψε πιθανή σύγκρουση συμφερόντων, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η παραβίαση αυτή καθιστά άκυρο τον διορισμό του.
Αλλά ο Σαρπ δήλωσε ότι η παραμονή του έως το τέλος της τετραετούς θητείας του θα αποτελούσε περισπασμό από την «καλή δουλειά» του ραδιοτηλεοπτικού δικτύου.
«Αποφάσισα ότι το σωστό είναι να θέσω ως προτεραιότητα τα συμφέροντα του BBC», ανέφερε ο Σαρπ σε ανακοίνωση, σημειώνοντας ότι σήμερα το πρωί υπέβαλε την παραίτησή του από τη θέση του προέδρου του BBC.
To ΒΒC
Η British Broadcasting Corporation (ελληνικά: Βρετανική Εταιρεία Μεταδόσεων), γνωστότερη απλά ως BBC, είναι βρετανικός δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας και το μεγαλύτερο δίκτυο οπτικοακουστικών και διαδικτυακών μεταδόσεων ανά τον κόσμο.
Η έδρα της βρίσκεται στο ομότιτλο ραδιομέγαρο στο Ουέστμινστερ του ομότιτλου δήμου στο κεντρικό Λονδίνο, στη βόρεια όχθη του ποταμού Τάμεση, είναι ο παλαιότερος εθνικός ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός στον κόσμo και ο μεγαλύτερος ανά αριθμό εργαζομένων.
Απασχολεί συνολικά πάνω από 20.950 υπαλλήλους, από τους οποίους οι 16.672 εκπροσωπούνται στον ραδιοτηλεοπτικό τομέα. Ο συνολικός αριθμός του προσωπικού ανέρχεται σε 35.402, καθώς εργάζονται με μερική απασχόληση και με συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Το BBC συστάθηκε με βασιλικό διάταγμα και λειτουργεί βάσει της συμφωνίας με τον υπουργό πολιτισμού, μέσων ενημέρωσης και αθλητισμού της χώρας. Η χρηματοδότησή του γίνεται μέσω των «τελών τηλεόρασης» που έχουν καθοριστεί από την Βρετανική Κυβέρνηση και συμφωνηθεί από το Βρετανικό Κοινοβούλιο, ενώ πληρώνουν όλοι όσοι διαθέτουν τηλεοπτικό δέκτη στο Ηνωμένο Βασίλειο ή εγγράφονται στο BBC iPlayer για να παρακολουθήσουν μέσω διαδικτύου τα ηλεκτρονικά μέσα. Από την 1η Απριλίου 2014 χρηματοδοτεί την Παγκόσμια Υπηρεσία.
Περίπου το ένα τέταρτο των εσόδων προέρχεται από τη θυγατρική του BBC Studios, η οποία συστάθηκε τον Απρίλιο του 2016 και απορρόφησε εξολοκλήρου μέσω συγχώνευσης την BBC Worldwide δύο χρόνια αργότερα, και πωλεί σε διεθνές επίπεδο τα προγράμματα του φορέα και αναλαμβάνει τη μετάδοση του BBC World News.
Ιδρύθηκε το 1922 ως σύμπραξη έξι μεγάλων εταιριών μεταδόσεων εκείνης της εποχής ως British Broadcasting Company Limited και το 1927 έγινε δημόσια επιχείρηση μετατρέποντάς τη στην τωρινή British Broadcasting Corporation, διατηρώντας όμως την αυτονομία στη διαχείρισή της από την κυβέρνηση.
Ξεκίνησε τις πρώτες πειραματικές τηλεοπτικές μεταδόσεις το 1930 και διατήρησε το μονοπώλιο στις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις στη Βρετανία έως το 1950 και το 1970 αντίστοιχα. Σήμερα διαθέτει σε λειτουργία οχτώ εθνικά τηλεοπτικά κανάλια, δέκα εθνικά ραδιοφωνικά προγράμματα καθώς και πολλά τοπικά ή δευτερεύοντα κανάλια. Το BBC είναι γνωστό και εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου μέσω της Παγκόσμιας Υπηρεσίας και του BBC World News.
H πρώτη δημόσια ζωντανή μετάδοση της Βρετανίας έγινε από το εργοστάσιο της εταιρείας Wireless Telegraph της Marconi στο Τσέλμσφορντ τον Ιούνιο του 1920. Το εγχείρημα υποστηρίχθηκε από τον Άλφρεντ Χάρμσγουορθ της Daily Mail, ενώ ταυτίστηκε έντονα με την αυστραλιανή σοπράνο Ντέμι Νέλλι Μελμπά. Η εκπομπή της Μελμπά έμελλε να καθορίσει τη στάση του βρετανικού κοινού στο ραδιόφωνο.
Παρόλα αυτά, τέτοιες εκπομπές προκαλούσαν παρεμβολές στις αστικές και στρατιωτικές επικοινωνίες. Αυτό προκάλεσε ανησυχίες στα μέλη της αρχής αδειοδότησης GPO (Γενικό Ταχυδρομείο), ενώ ασκούνταν πιέσεις από τις εταιρείες επικοινωνιών για επίλυση του προβλήματος. Η διακοπή των εκπομπών ήταν πιθανό σενάριο μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1920.