Η επιστήμη είναι εκ φύσεως, ένα στοίχημα. Χρηματοδοτείς δεκάδες, εκατοντάδες ή και χιλιάδες έρευνες γνωρίζοντας ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό θα οδηγήσει σε ανακαλύψεις που αλλάζουν τον κόσμο. Στο ενδιάμεσο τα περισσότερα πειράματα αποτυγχάνουν, πολλά προγράμματα δεν καταλήγουν πουθενά και κάποια μοιάζουν εκ των υστέρων με σπατάλη. Όμως όταν μια ανακάλυψη επιτύχει, η απόδοση είναι τεράστια: το GPS, το ίντερνετ, το CRISPR δεν θα υπήρχαν χωρίς τη δημόσια χρηματοδότηση της βασικής έρευνας.
Tην ίδια στιγμή που οι αποδείξεις για την οικονομική και κοινωνική αξία της επιστήμης πληθαίνουν, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η χώρα με το μεγαλύτερο επιστημονικό αποτύπωμα στον πλανήτη προχωρούν σε δρακόντειες περικοπές. Ο προϋπολογισμός του 2026 που πρότεινε η κυβέρνηση προβλέπει μείωση της χρηματοδότησης του National Institutes of Health (NIH) κατά 40% και του National Science Foundation (NSF) κατά 57%. Είναι η πιο μεγάλη συρρίκνωση σε 70 χρόνια και έρχεται σε μια περίοδο που η ανάγκη για έρευνα είναι πιο επιτακτική από ποτέ.
Ο πιο |στεγνός” τρόπος να δει κανείς την αξία της επιστήμης είναι με όρους επιστροφής επένδυσης (ROI). Αντί να μετράμε μόνο ιστορίες επιτυχίας ή αποτυχίας, οι οικονομολόγοι προσπαθούν να δουν τη συνολική απόδοση κάθε δολαρίου που επενδύεται.
Μια μελέτη των Benjamin Jones (Northwestern University) και Lawrence Summers (Harvard) υπολόγισε ότι η συνολική επένδυση των ΗΠΑ σε R&D αποδίδει περίπου πέντε δολάρια για κάθε δολάριο που δαπανάται και αυτό είναι το πιο συντηρητικό σενάριο. Αν συνυπολογίσει κανείς τη βελτίωση της υγείας ή την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η απόδοση εκτοξεύεται. «Δεν υπάρχουν πολλές επενδύσεις όπου βάζεις 1 και παίρνεις πίσω 5» τονίζει χαρακτηριστικά ο Jones.
Άλλα δεδομένα από την εργασία των Andrew Fieldhouse (Texas A&M) και Karel Mertens (Federal Reserve Bank of Dallas) εξέτασε ειδικά τη συμβολή της δημόσιας χρηματοδότησης στην παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα. Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά: από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, η δημόσια χρηματοδότηση για μη αμυντικό R&D ευθύνεται για το 20% έως 25% της αύξησης της παραγωγικότητας στον ιδιωτικό τομέα. Με άλλα λόγια η δημόσια επένδυση τροφοδοτεί την καινοτομία των επιχειρήσεων με τρόπους που ξεπερνούν κατά πολύ τις ίδιες τις δαπάνες της.
Η αξία της δημόσιας έρευνας φαίνεται και από το αντίθετο παράδειγμα: τη μείωση των δαπανών. Από τη δεκαετία του 1970 η ομοσπονδιακή χρηματοδότηση R&D άρχισε να μειώνεται σταθερά. Το ποσοστό δαπανών σε σχέση με το ΑΕΠ έπεσε από 1,86% το 1964 σε μόλις 0,6% σήμερα, δηλαδή το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 70 ετών.
Παράλληλα η παραγωγικότητα της αμερικανικής οικονομίας επιβραδύνθηκε. Η λεγόμενη Total Factor Productivity (TFP), δηλαδή η ανάπτυξη που δεν οφείλεται σε περισσότερους εργάτες ή μηχανές αλλά στην καινοτομία από πάνω από 2% ετησίως στα τέλη της δεκαετίας του ’60 έπεσε κοντά στο 1% από τη δεκαετία του ’70 και μετά, με εξαίρεση την προσωρινή άνοδο της δεκαετίας του ’90. Οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι περίπου το ένα τέταρτο αυτής της επιβράδυνσης οφείλεται στη μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης. Αν οι δαπάνες είχαν παραμείνει υψηλές, οι Αμερικανοί θα ήταν σήμερα πολύ πλουσιότεροι.
Θα μπορούσε να πει κανείς: ας αφήσουμε την έρευνα στις επιχειρήσεις. Άλλωστε, οι εταιρείες επενδύουν σήμερα πολύ περισσότερα από την κυβέρνηση – 700 δισ. δολάρια το 2023 έναντι 172 δισ. της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Είναι πιο αποδοτικές, πιο στοχευμένες έχουν κίνητρο το κέρδος.
Το πρόβλημα είναι ότι οι επιχειρήσεις επενδύουν κυρίως σε εφαρμοσμένη έρευνα, δηλαδή σε έργα που μπορούν να μετατραπούν γρήγορα σε προϊόντα και υπηρεσίες. Η θεμελιώδης έρευνα, εκείνη που ανοίγει τον δρόμο για μελλοντικές ανακαλύψεις χωρίς άμεση εμπορική αξιοποίηση παραμένει σχεδόν αποκλειστικά υπόθεση του δημοσίου.
Ο Arnaud Dyèvre (HEC Paris) έδειξε ότι οι “διαρροές γνώσης” (knowledge spillovers) από τη δημόσια έρευνα έχουν τριπλάσιο αντίκτυπο στην παραγωγικότητα σε σχέση με την ιδιωτική. Με άλλα λόγια η δημόσια χρηματοδότηση παράγει πιο ευρεία, πιο μακροχρόνια οφέλη που διαχέονται σε ολόκληρη την οικονομία, ενώ η ιδιωτική έρευνα αποδίδει στενότερα κέρδη κυρίως στον φορέα που την κάνει.
Γιατί λοιπόν η δημόσια χρηματοδότηση μειώνεται; Ο Jones δίνει μια απάντηση: στην Ουάσιγκτον, οι συζητήσεις για τον προϋπολογισμό είναι ένας “πόλεμος ανέκδοτων”. Οι υποστηρικτές της επιστήμης επικαλούνται το GPS και το ίντερνετ. Οι αντίπαλοι απαντούν με εικόνες από γαρίδες σε διάδρομο γυμναστικής ή πειράματα που φαίνονται παράλογα. Η πολιτική σύγκρουση καταλήγει να ακυρώνει την ίδια τη λογική της επένδυσης.
Το παράδοξο είναι εμφανές: όλοι αναγνωρίζουν ότι η επιστήμη είναι κινητήριος δύναμη της προόδου. Όλοι ξέρουν ότι οι ανακαλύψεις χρειάζονται δεκαετίες για να αποδώσουν κι όμως αντί να αυξάνεται η δημόσια χρηματοδότηση συρρικνώνεται, εγκλωβισμένη σε μικροπολιτικές σκοπιμότητες και κοντόφθαλμες περικοπές.
Η ουσία είναι ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε εκ των προτέρων ποια έρευνα θα αποδώσει. Κάποιες θα χαθούν, κάποιες θα μοιάζουν παράξενες ή άχρηστες, αλλά μέσα σε αυτές κρύβεται και η επόμενη μεγάλη ανακάλυψη. Αυτό είναι το στοίχημα της επιστήμης: επενδύεις σε πολλά για να κερδίσεις λίγα, αλλά τα λίγα που θα κερδίσεις αλλάζουν τα πάντα.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν η δημόσια χρηματοδότηση έχει αξία, οι αριθμοί δείχνουν καθαρά ότι έχει. Το ερώτημα είναι αν οι κοινωνίες μας θα έχουν το θάρρος να συνεχίσουν να επενδύουν σε κάτι που δεν αποδίδει πάντα άμεσα, αλλά που στο βάθος του χρόνου αποφέρει τον μεγαλύτερο πλούτο: τη γνώση.
Γιατί στο τέλος το ROI της επιστήμης δεν μετριέται μόνο σε δολάρια ή ποσοστά ΑΕΠ. Μετριέται σε κοινωνίες που ζουν περισσότερο, σε πολίτες που θεραπεύονται από ασθένειες, σε τεχνολογίες που φέρνουν πιο κοντά έναν καλύτερο κόσμο. Αν υπάρχει ένα “παράδοξο” στη χρηματοδότηση της επιστήμης, είναι ακριβώς αυτό: ότι ενώ ξέρουμε πως είναι η καλύτερη επένδυση, συχνά διστάζουμε να την κάνουμε.
*Με στοιχεία από το Technology Review.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.