Η δυσκαμψία των τιμών σε μία σειρά προϊόντων και υπηρεσιών, τόσο στην Ευρωζώνη όσο και στις ΗΠΑ, φαίνεται να μεταθέτει χρονικά την ολοκλήρωση του ανοδικού κύκλου των επιτοκίων και την έναρξη του καθοδικού κύκλου τους, όπως προκύπτει από τις συνεδριάσεις που είχαν μέσα στην εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed), αναφέρει το ΑΠΕ.

Ο βασικός λόγος είναι κοινός και για τις δύο κεντρικές τράπεζες: Ο δομικός πληθωρισμός, που δεν περιλαμβάνει τις ευμετάβλητες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων και για τον λόγο αυτό αποτελεί καλύτερο δείκτη για τη νομισματική πολιτική, μειώνεται πολύ λιγότερο από τις προσδοκίες των νομισματικών Αρχών.

Στις ΗΠΑ ο δομικός πληθωρισμός κορυφώθηκε πέρυσι τον Σεπτέμβριο στο 6,3% και στο 8μηνο έως τον Μάιο υποχώρησε μόνο μία ποσοστιαία μονάδα στο 5,3%, ενώ ο γενικός δείκτης υποχώρησε από το υψηλό 9,1% του περασμένου Ιουνίου στο 4% τον περασμένο μήνα. Ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, αιτιολόγησε την Τετάρτη την απόφαση της κεντρικής τράπεζας να αφήσει αμετάβλητο το βασικό επιτόκιο, αλλά να στείλει σήμα για πιθανή περαιτέρω αύξησή του κατά μισή ποσοστιαία μονάδα στο 5,6% έως το τέλος του 2023, με την πολύ αργή αποκλιμάκωση του δομικού πληθωρισμού.

Στην Ευρωζώνη, ο δομικός πληθωρισμός αυξανόταν σταθερά έως τον Μάρτιο και τον Απρίλιο – Μάιο μειώθηκε κατά τέσσερα δέκατα της ποσοστιαίας μονάδας και συγκεκριμένα στο 5,3% σε ετήσια βάση, ενώ ο γενικός πληθωρισμός κορυφώθηκε στο 10,6% τον περασμένο Οκτώβριο και υποχώρησε στο 6,1% τον Μάιο, χάρη κυρίως στη μείωση των τιμών ενέργειας.

Την Πέμπτη, η ΕΚΤ αύξησε, όπως αναμενόταν, τα βασικά επιτόκια της κατά ένα τέταρτο της ποσοστιαίας μονάδας – με το επιτόκιο καταθέσεων να διαμορφώνεται στο 3,5% – και η πρόεδρός της, Κριστίν Λαγκάρντ, προανήγγειλε μία αντίστοιχη αύξηση τον Ιούλιο, μη αποκλείοντας να υπάρξει και ακόμη μία τέτοια κίνηση τον Σεπτέμβριο. Η Λαγκάρντ έκανε λόγο για απογοητευτικές προοπτικές του δομικού πληθωρισμού καθώς η νέα πρόβλεψη των στελεχών της ΕΚΤ είναι αναθεωρημένη προς τα πάνω και συγκεκριμένα στο 5,1% για το 2023 έναντι 4,6% πριν από τρεις μήνες.

Γιατί, όμως, οι τιμές δεν αποκλιμακώνονται σύμφωνα με τις προβλέψεις; Η εξήγηση φαίνεται σε γενικές γραμμές να είναι επίσης κοινή και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού: Η οικονομική δραστηριότητα και η αγορά εργασίας είναι πολύ πιο ανθεκτικές στις αυξήσεις των επιτοκίων και έτσι συντηρούν ένα επίπεδο συνολικής ζήτησης που δεν είναι συμβατό με ταχύτερη μείωση του πληθωρισμού.

Στις ΗΠΑ, η μέση πρόβλεψη των αξιωματούχων της Fed για την αύξηση του ΑΕΠ φέτος αναθεωρήθηκε ανοδικά στο 1% από μόλις 0,4% τον Μάρτιο, ενώ η πρόβλεψη για την ανεργία αναθεωρήθηκε προς τα κάτω, μόλις στο 4,1% στο τέλος του έτους από 4,5% τον Μάρτιο καθώς οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να κάνουν προσλήψεις και να αυξάνεται η συνολική απασχόληση. Με τα δεδομένα αυτά, δεν υπάρχει μία μεγάλη μείωση της ζήτησης που θα επέτρεπε τη μείωση των τιμών. Αντίθετα, διευκολύνονται πολλές επιχειρήσεις σε μία πολιτική αύξησης των τιμών τους με ρυθμό ταχύτερο από την αύξηση κόστους λειτουργίας τους, συμπεριλαμβανομένης φυσικά της αύξησης των μισθών.

Με δεδομένο ότι οι τιμές της ενέργειας και των άλλων χρηματιστηριακών εμπορευμάτων μειώνονται φέτος σημαντικά – η ΕΚΤ εκτιμά ότι η μέση μείωση των μη ενεργειακών εμπορευμάτων θα είναι 11,5% σε δολάρια – είναι φανερό ότι πολλές επιχειρήσεις αυξάνουν το περιθώριο κέρδους τους εκμεταλλευόμενες το γενικότερο πληθωριστικό υπόβαθρο. Το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να αυξάνουν τα περιθώρια κέρδους τους, εξηγεί πάντως και γιατί δεν μειώνουν την απασχόλησή τους.

Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για την Ευρωζώνη. Η ανεργία κινείται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και προβλέπεται να διαμορφωθεί για το σύνολο του 2023 στο 6,5% έναντι 6,6% που ήταν η πρόβλεψη της ΕΚΤ τον Μάρτιο, ενώ η απασχόληση προβλέπεται να αυξηθεί 1,3% έναντι πρόβλεψης 0,8%. Η Λαγκάρντ είπε ότι οι κίνδυνοι για τον πληθωρισμό είναι ανοδικοί και λόγω της αναμενόμενης αύξησης των μισθών για να καλύψουν μέρος της απώλειας της αγοραστικής δύναμής τους, ενώ και στην Ευρωζώνη παρατηρείται το φαινόμενο αύξηση των περιθωρίων κέρδους από επιχειρήσεις.