Το παγκόσμιο σύστημα ασύλου βρίσκεται σε κατάρρευση. Από τη στιγμή που οι χώρες του πλούσιου κόσμου ξεκίνησαν να αντιλαμβάνονται την έκταση των μεταναστευτικών ροών, το σύστημα που υπήρχε για να προσφέρει καταφύγιο σε όσους κινδυνεύουν να χάσουν τη ζωή τους ή να καταδιωχθούν έχει πλέον χάσει την αξιοπιστία του. Αιτήσεις ασύλου σε πλούσιες χώρες αυξάνονται εκθετικά, ενώ η ικανότητα των κυβερνήσεων να τις διαχειριστούν μειώνεται με γεωμετρική πρόοδο. Πριν από το 2015 η διαδικασία ασύλου ήταν μια σχετικά πιο δομημένη διαδικασία, ωστόσο μετά την προσφυγική κρίση του 2015 και τη διαρκώς αυξανόμενη πίεση από τις εξωτερικές συνθήκες, το σύστημα απέτυχε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Το πρόβλημα είναι τεράστιο και τα μέτρα που προτείνονται είναι εν πολλοίς ανεπαρκή για να το αντιμετωπίσουν. 

Η πρόσφατη ιστορία του Μιγκέλ, ενός Λατινοαμερικανού που έφτασε στη Βρετανία το 2018 και περιμένει ακόμα να λυθεί η υπόθεσή του αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι συμβαίνει με το σύστημα ασύλου. Επτά χρόνια έχουν περάσει και η περίπτωση του δεν έχει ακόμα εξεταστεί. Οι Βρετανοί αξιωματούχοι δεν έχουν εύκολη πρόσβαση στην “αλήθεια” των ισχυρισμών του, καθώς η διαδικασία προσδιορισμού της επικινδυνότητας που αντιμετωπίζει είναι εξαιρετικά δύσκολη. Αυτή η διαδικασία της διαρκούς αναμονής και της αβεβαιότητας για τον αιτούντα άσυλο είναι μόνο η αρχή ενός πολύ μεγαλύτερου προβλήματος που αφορά το παγκόσμιο σύστημα ασύλου. 

Η κατάσταση επιδεινώνεται καθώς οι αιτήσεις ασύλου αυξάνονται. Το 2023 κατατέθηκαν 2,7 εκατομμύρια αιτήσεις σε χώρες του ΟΟΣΑ, περισσότερες από τις 1,7 εκατομμύρια του 2015 και του 2016 κατά τη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης της Συρίας. Οι πολιτικοί από όλο τον πλούσιο κόσμο, τόσο από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά εκφράζουν τη δυσφορία τους για το σύστημα και την έλλειψη ελέγχου και συντονισμού. Μάλιστα ακόμη και οι ίδιοι οι ηγέτες των χωρών της ΕΕ, όπως η Ιταλία και η Πολωνία έχουν εκφράσει την απογοήτευσή τους, λέγοντας ότι οι διεθνείς συμβάσεις για τη μετανάστευση δεν ανταποκρίνονται στις σύγχρονες προκλήσεις. Ο λόγος για την απογοήτευση είναι απλός: το σύστημα ασύλου δεν ανταποκρίνεται πλέον στις ανάγκες της εποχής. Το ποσοστό επιτυχίας των αιτήσεων στην ΕΕ έχει μειωθεί από το 57% το 2016 στο 42% το 2024. 

Η κριτική που ασκείται στο σύστημα ασύλου είναι εν μέρει, δικαιολογημένη. Ο αριθμός των αιτούντων άσυλο αυξάνεται συνεχώς, ενώ η ικανότητα των πλούσιων χωρών να διαχειριστούν αυτές τις ροές είναι περιορισμένη. Παράλληλα, οι αιτούντες συχνά φτάνουν από χώρες με χαμηλή επιτυχία στις αιτήσεις ασύλου, κάτι που εντείνει την ανησυχία ότι το σύστημα εκμεταλλεύεται. 

Επιπλέον η δυσκολία στην αποδοχή των αιτούντων και στην ακριβή αξιολόγηση των αιτήσεών τους δημιουργεί ένα κλίμα δυσπιστίας. Οι ψηφοφόροι στις πλούσιες χώρες αρχίζουν να πιστεύουν ότι το σύστημα ασύλου εκμεταλλεύεται αυτούς που προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα, θεωρώντας τους ως παραβάτες και αναζητώντας τρόπους να τους αποτρέψουν. Αυτή η αρνητική στάση, η οποία πηγάζει από την πεποίθηση ότι πολλοί αιτούντες είναι είτε ψεύτες είτε “εκμεταλλευτές του συστήματος”, αποδυναμώνει την υποστήριξη για το σύστημα ασύλου και για φιλελεύθερες πολιτικές μετανάστευσης γενικότερα. 

Η αποδοχή της ασυλίας στις πλούσιες χώρες είναι το κλειδί για τη διατήρηση της ασφάλειας των προσφύγων, αλλά η διαδικασία αυτή δεν είναι εύκολη. Οι πλούσιες χώρες έχοντας να αντιμετωπίσουν την αύξηση των μεταναστευτικών ροών, αρχίζουν να προσαρμόζουν τα μέτρα τους, περιορίζοντας την αποδοχή των αιτούντων άσυλο. Η χρήση ψηφιακών εργαλείων έχει επιφέρει κάποια ανακούφιση, αλλά αυτή η τεχνολογία έρχεται με την αντίφαση ότι περιορίζει την προσβασιμότητα του συστήματος, ενώ ταυτόχρονα εντείνει τις ανησυχίες για τη διαφάνεια και την αξιοπιστία της διαδικασίας. 

Η παγκόσμια κοινότητα πρέπει να εξετάσει νέες λύσεις για να διαχειριστεί τις αυξανόμενες ροές προσφύγων και αιτούντων άσυλο. Αντί να επικεντρώνεται αποκλειστικά στην ενίσχυση των ελέγχων και στην ενίσχυση των περιοριστικών μέτρων, πρέπει να αναγνωρίσουμε τις πραγματικές ανάγκες των προσφύγων και να προσφέρουμε ασφάλεια στις χώρες πρώτης υποδοχής. Η πραγματικότητα είναι ότι οι χώρες που γειτνιάζουν με ζώνες πολέμου και συγκρούσεων φιλοξενούν τους περισσότερους πρόσφυγες. Η βοήθεια σε αυτές τις περιοχές θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερη αξία από την αύξηση των ελέγχων στα σύνορα των πλούσιων χωρών. 

Αν το σύστημα ασύλου συνεχίσει να υπονομεύεται από πολιτικά συμφέροντα και αδυναμία διαχείρισης, η επόμενη γενιά προσφύγων θα βρεθεί αντιμέτωπη με έναν ακόμη πιο ασφυκτικό κόσμο. Το παγκόσμιο σύστημα ασύλου σε αυτή τη μορφή του δεν μπορεί να συνεχίσει να υφίσταται. Απαιτείται μια νέα προσέγγιση, πιο ανθρώπινη, πιο διαφανής και κυρίως πιο λειτουργική, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των ατόμων που έχουν ανάγκη, ενώ ταυτόχρονα διατηρούνται οι κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες. 

*Mε στοιχεία από τον Economist. 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.