Ολοένα και πιο διαδεδομένη γίνεται παγκοσμίως η διαβίωση στο σπίτι με τους γονείς ή συγγενείς καθώς ο πληθωρισμός ανεβάζει τις τιμές των ενοικίων και συνολικά το κόστος της ζωής. Το ραγδαία αυξανόμενο κόστος ζωής έχει αναγκάσει περισσότερους ανθρώπους να επιστρέψουν στο πατρικό τους σπίτι, προκειμένου να ζήσουν με τους γονείς τους. Από την άλλη πλευρά όσοι ζουν με τους δικούς τους, θεωρούν ότι είναι αδύνατο να φύγουν, σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg.

Και δεν είναι μόνο οι νέοι ενήλικες που ασφυκτιούν μέσα σε αυτές τις δυσκολίες. Η πανδημία και οι τιμές που διαρκώς αυξάνονται σε όλα τα είδη από το ενοίκιο και το ηλεκτρικό ρεύμα μέχρι τα τρόφιμα και το φυσικό αέριο, έχουν αναγκάσει ένα τεράστιο αριθμό ανθρώπων συμπεριλαμβανομένων των 40ρηδων και των 50άρηδων να επιστρέψουν στα σπίτια των γονιών τους.

Το ποσοστό των Αμερικανών που ζουν μαζί σε νοικοκυριά τουλάχιστον δυο γενεών υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ 1971 και 2021, στο 18% του πληθυσμού και δεν δείχνει σημάδια κορύφωσης, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Pew Research. Μεταξύ των ενηλίκων παιδιών που ζουν με τους γονείς τους, περισσότερα από τα μισά λένε ότι τα βοηθάνε οικονομικά και το 30% λέει ότι δεν πληρώνει τίποτα για ενοίκιο ή στεγαστικό δάνειο. Στο μεταξύ πρόσφατη έρευνα της Credit Karma διαπίστωσε ότι το 29% των ατόμων μεταξύ 18 και 25 ετών ζουν στο σπίτι γονέων η ή συγγενών και το θεωρούν ως μια μακροπρόθεσμη λύση στέγασης.

Οι άνθρωποι συνήθως επιστρέφουν στο πατρικό τους όταν χτυπιούνται από ένα απροσδόκητα δυσάρεστο γεγονός στη ζωή τους, όπως ένα διαζύγιο ή απώλεια εργασίας, λένε οι ειδικοί. Ωστόσο μερικοί επιλέγουν επίσης να επιστρέψουν ώστε να μπορούν να εξοικονομήσουν χρήματα για να αγοράσουν ένα σπίτι ή να αντέξουν οικονομικά ένα μεγαλύτερο σπίτι όταν παντρευτούν ή κάνουν παιδιά. Με το αυξανόμενο κόστος στέγασης, αυτή η ενδιάμεση περίοδος μπορεί να καταλήξει να διαρκέσει περισσότερο από το αναμενόμενο.

«Η πανδημία έχει πλήξει τα οικονομικά των ευάλωτων ανθρώπων όλων των ηλικιών», δήλωσε η Σρέγια Νάντα, οικονομολόγος στο Ινστιτούτο Έρευνας Δημόσιας Πολιτικής με έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο. «Αυτό, σε συνδυασμό με μια δυσλειτουργική αγορά κατοικίας και τους μισθούς που δεν συμβαδίζουν με το αυξανόμενο κόστος ζωής, εξηγεί γιατί πολλοί άνθρωποι αναγκάζονται να ζήσουν ξανά με την οικογένεια».

Ενώ οι νέοι στα 20 μέχρι τις αρχές των 30 χρόνων αποτελούν το μεγαλύτερο πληθυσμό των ανθρώπων που ζουν με τους γονείς τους – μερικοί επειδή δεν έφυγαν ποτέ – οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι επιστρέφουν και αυτοί στην πατρική φωλιά για να αντιμετωπίσουν τις δικές τους οικονομικές πιέσεις και να βοηθήσουν στη φροντίδα των υπέργηρων γονέων τους λέει η Γιένα Άμπετζ αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Κολλέγιο του Τσάρλεστον και συγγραφέας πρόσφατης έρευνας για τα πολλών γενιών νοικοκυριά στις ΗΠΑ.

Και δεν είναι μόνο οι ΗΠΑ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, 3,6 εκατομμύρια άνθρωποι ηλικίας 20 έως 34 ετών ζούσαν με τους γονείς τους πέρυσι, 1,1 εκατομμύρια περισσότεροι από ό,τι πριν από 20 χρόνια, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία.

Στην Πορτογαλία, η μέση ηλικία κάποιου που εγκατέλειψε τη γονική φωλιά αυξήθηκε από τα 30 το 2020 στα 34 το επόμενο έτος, σύμφωνα με το γραφείο δεδομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης Eurostat. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Σουηδίας και του Βελγίου, παρουσίασαν επίσης αυξήσεις.

Ο 57χρονος Ίαν Ο’ Σάλιβαν επέστρεψε στους γονείς του στο δυτικό Λονδίνο όταν χώρισε πριν από πέντε χρόνια. Με μια χαμηλά αμειβόμενη δουλειά στο δημόσιο τομέα, ως βιβλιοθηκάριος αναζήτησε πέρυσι ένα μικρό διαμέρισμα δύο υπνοδωματίων για να είναι πιο κοντά στους δύο γιους του στο νότιο Λονδίνο, αλλά δεν μπόρεσε να βρει κάτι που μπορούσε να αντέξει οικονομικά. Το να επιστρέψει στο σπίτι των γονιών του υποτίθεται ότι ήταν προσωρινό, αλλά με τις τιμές ενοικίου στο Λονδίνο να αυξάνονται, η μηνιαία καθαρή αμοιβή των 1.650 λιρών δεν επαρκεί για να φύγει από το πατρικό. «Ο μισθός μου σχεδόν δεν επαρκεί, οπότε έχω κολλήσει εδώ» είπε.

Παρά το στίγμα και το ψυχολογικό κόστος της επιστροφής με μέλη της οικογένειας, η απόφαση -ακόμα και για λίγους μήνες- μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να σταθεροποιήσουν τα οικονομικά τους. Η Ζιαν Χόρν, μια ανεξάρτητη συγγραφέας στα προχωρημένα 30, έζησε με τους γονείς της στη Νέα Υόρκη κατά τη διάρκεια της πανδημίας για να εξοικονομήσει φαγητό και ενοίκιο. Αυτό της επέτρεψε να εξοφλήσει τελικά το αυξανόμενο ποσό του χρέους της πιστωτικής κάρτας σταματώντας το φαγητό έξω, και γλιτώνοντας άλλα έξοδα διαβίωσης, τα οποία έφταναν περίπου 1.000 δολάρια τον μήνα όταν κέρδιζε μόνο 1.000 έως 1.100 δολάρια και μερικούς μήνες, και μετά τίποτα απολύτως. «Μέχρι πριν από έξι μήνες, είχα μεγάλο έλλειμα κάθε μήνα», είπε. «Αυτή η απόφαση πραγματικά με έσωσε».

Αν και η επιστροφή με τους γονείς ήταν σωτήρια για κάποιους, άλλοι βρίσκουν ότι το τρέχον κόστος ζωής τους δυσκολεύει να φύγουν. Νιώθοντας μοναξιά και προσπαθώντας να κάνει οικονομία στο ενοίκιο, η 31 χρονη Tόρι Γκερβάι, μετακόμισε στη μητέρα της στο Σίδνεϊ το 2019. Άλλαξε κλάδο, έβαλε κάποια χρήματα στην άκρη και τώρα ψάχνει να φύγει. Ομως οι υψηλές τιμές κατοικιών στην Αυστραλία δεν της επιτρέπουν να αντέξει οικονομικά να μετακομίσει για τουλάχιστον μερικά ακόμη χρόνια. Στην Αυστραλία, το 26% των νοικοκυριών είχε ένα ενήλικο παιδί που ζούσε στο σπίτι, σύμφωνα με έρευνα του Finder του 2020. Οι τιμές ενοικίασης αυξήθηκαν 13% από έτος σε έτος, σύμφωνα με στοιχεία Ιουλίου από την SQM Research, και οι αξίες των κατοικιών αυξήθηκαν και αυτές κατά 17%.

«Δεν έχω ιδέα πώς θα μπορούσα να αντέξω οικονομικά κάτι τέτοιο», είπε. «Είπα στη μαμά μου, ”θα ζω μαζί σου για πάντα”». Ενώ η μετακόμιση στο πατρικό σπίτι μπορεί να έχει νόημα οικονομικά, μπορεί να υπάρχει ένα στίγμα για τους ενήλικες. Ο Ράϊαν Νίκοτρα, 32 ετών, μετακόμισε πέρυσι στους γονείς του όταν έχασε τη δουλειά του ως διευθυντής συγκέντρωσης κεφαλαίων για πανεπιστήμια στη Βαλτιμόρη. Περνώντας ένα χρόνο στο σπίτι του με την οικογένειά του στο αγροτικό Μέριλαντ, μπόρεσε να αισθανθεί οικονομικά ασφαλής για πρώτη φορά στη ζωή του. Αποταμίευσε αρκετά χρήματα για ένα ταμείο έκτακτης ανάγκης και βρήκε μια νέα δουλειά χωρίς το άγχος των σφιχτών οικονομικών. Τώρα ζώντας μόνος του στο κοντινό Γουέστμινστερ του Μέριλαντ, αναγνώρισε ότι ήταν δύσκολο να εγκαταλείψει τη ζωή του στην πόλη.

«Είχα μια ιδέα για το πώς θα έμοιαζε η ζωή και μου ήταν δύσκολο να εγκαταλείψω τη ζωή στην πόλη», είπε. «Αλλά δεν το μετανιώνω: Ήταν η πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή μου που είχα πραγματική οικονομική ασφάλεια και αφθονία».

Πηγή: Bloomberg/Απόδοση: ΕΡΤ, Γρηγόρης Τάτσης