Στις 6 Αυγούστου 1965, ο Πρόεδρος Lyndon Baines Johnson, υπογράφει τον Νόμο για τα Δικαιώματα Ψήφου, που εγγυάται στους Αφροαμερικανούς το δικαίωμα της ψήφου. Το νομοσχέδιο καθιστούσε παράνομη την επιβολή περιορισμών στις Ομοσπονδιακές, Πολιτειακές και Τοπικές εκλογές που είχαν σχεδιαστεί για να αρνηθούν την ψήφο στην αφροαμερικάνικη κοινότητα.
Σε μια ομιλία του στο Κογκρέσο στις 15 Μαρτίου 1965, ο Johnson είχε περιγράψει τους πονηρούς τρόπους με τους οποίους οι εκλογικοί αξιωματούχοι αρνήθηκαν στους Αφροαμερικανούς πολίτες την ψήφο. Ο Johnson είπε επίσης στο Κογκρέσο ότι οι αξιωματούχοι της ψηφοφορίας, κυρίως στις νότιες Πολιτείες, ήταν γνωστό ότι αναγκάζουν τους μαύρους ψηφοφόρους «να απαγγείλουν ολόκληρο το σύνταγμα ή να εξηγήσουν τις πιο περίπλοκες διατάξεις των νόμων του κράτους» — ένα καθήκον που και οι περισσότεροι λευκοί ψηφοφόροι θα ήταν δύσκολο να επιτύχουν.
Αν και ο νόμος για τα δικαιώματα ψήφου πέρασε, η Κρατική και τοπική επιβολή του Νόμου ήταν αδύναμη και συχνά αγνοούνταν εντελώς, κυρίως στο Νότο και σε περιοχές όπου το πληθυσμιακό ποσοστό των μαύρων ήταν υψηλό και η ψήφος τους απειλούσε το πολιτικό status quo. Ωστόσο, ο Νόμος για τα δικαιώματα ψήφου έδωσε στους Αφροαμερικανούς ψηφοφόρους τα νόμιμα μέσα για να αμφισβητήσουν τους περιορισμούς της ψηφοφορίας και βελτίωσε σημαντικά τη συμμετοχή τους. Μόνο στο Mississippi, η προσέλευση τους στις κάλπες, αυξήθηκε από 6% το 1964 σε 59% το 1969. Το 1970, ο Πρόεδρος Richard Nixon, επέκτεινε τις διατάξεις του Νόμου για τα δικαιώματα ψήφου και μείωσε την ηλικία ψήφου για όλους τους ψηφοφόρους στα 18.