Όταν ο σύντροφός της διαγνώστηκε θετικός στον κορονοϊό, δύο ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 2021, η Μισέλ Γκριν ανησύχησε ότι και εκείνη θα νοσήσει, και αυτό επειδή κυρίως ήταν δύο μηνών έγκυος στο δεύτερο παιδί τους.

«Του είπα να πάει στον ξενώνα και να μην βγει έξω», λέει η 40χρονη που εργάζεται σε μια νεοφυή start-up της πρωτεύουσας των ΗΠΑ, της Ουάσινγκτον. Αμφότεροι ήταν εμβολιασμένοι, αλλά ο Γκριν κόλλησε. Αντιθέτως, η Γκριν όχι.  Ούτε τότε, ούτε μετά.

Επιστήμονες σε όλο τον κόσμο ερευνούν πώς ένας αριθμός ανθρώπων όπως η Γκριν έχουν καταφέρει να αποφύγουν τον κορονοϊό εδώ και πάνω από δύο χρόνια, σημειώνει το εκτενές ρεπορτάζ της Washington Post.

Και μάλιστα υπό εξαιρετικά αντίξοες, για τον ανθρώπινο οργανισμό, συνθήκες: μην ξεχνάμε ότι τα κρούσματα εκτινάχθηκαν σε αριθμούς ρεκόρ τον χειμώνα, εξαιτίας της εξαιρετικά μεταδοτικής μετάλλαξης Όμικρον.

Τώρα, οι επιστήμονες πιστεύουν ότι μελετώντας ανθρώπους που έχουν αποφύγει τη μόλυνση ενδεχομένως να κρύβουν μέσα στα γονίδιά τους την απάντηση και την λύση για μια πιο αποτελεσματική θεραπεία για εκείνους που έχουν νοσήσει.

«Αυτό που ψάχνουμε είναι πιθανές πολύ σπάνιες γενετικές μεταλλάξεις με πολύ μεγάλο αντίκτυπο στο άτομο», λέει ο Αντράς Σπάαν, κλινικός μικροβιολόγος στο Rockefeller University της Νέας Υόρκης.

Ο Σπάαν είναι επικεφαλής μιας εκτενούς έρευνας για γενετικό υλικό το οποίο ευθύνεται για την αντοχή απέναντι στον κορονοϊό. Στη μελέτη συμμετέχουν 700 άτομα και παρακολουθούνται πάνω από 5.000 άνθρωποι που ενδεχομένως να έχουν ανοσία απέναντι στη μόλυνση από κορονοϊό.

Μία από τις συμμετέχουσες στη μελέτη είναι η 49χρονη Μπέβιν Στρίκλαντ, μια νοσοκόμα που εργάστηκε σε νοσοκομείο στο Κουίνς της Νέας Υόρκης για έξι εβδομάδες από τον Απρίλιο του 2020, την περίοδο που εκείνη η περιοχή της Νέας Υόρκης έγινε ένα από τα επίκεντρα της πανδημίας.

«Από τη δεύτερη ημέρα δεν ενδιαφερόμουν καν για το αν θα κολλήσω κορονοϊό», λέει η Στρίκλαντ που συχνά εργαζόταν χωρίς μάσκα, για να επικοινωνήσει καλύτερα με τους ασθενείς που ήταν σε σύγχυση –στην συντριπτική τους πλειοψηφία, ηλικιωμένοι που ζούσαν σε γηροκομεία και μετανάστες που δεν μιλούσαν αγγλικά.

«Έβγαζα συνεχώς τη μάσκα, ώστε να μπορούν να δουν το πρόσωπό μου. Αυτό μας βοηθούσε να μπορέσουμε να τους βάλουμε μάσκα οξυγόνου και να τους φροντίσουμε», λέει. Η Στρίκλαντ έκανε κάθε εβδομάδα τεστ για κορονοϊό και δεν βρέθηκε ποτέ θετική. Όταν ολοκληρώθηκε η εθελοντική εργασία της, έκανε τεστ αντισωμάτων, που επίσης έδειξε ότι δεν είχε μολυνθεί.

Οι δύο γονείς της Στρίκλαντ όπως και η δίδυμη αδελφή της, που είναι γιατρός, επίσης δεν κόλλησαν κορονοϊό. Και εκεί ήταν που η Στρίκλαντ άρχισε να υποψιάζεται ότι η ίδια (και οι ομοαίματοι συγγενείς της) ενδέχεται να έχει φυσική ανοσία στον ιό.

Η 49χρονη γυναίκα αναζήτησε την επιστημονική μελέτη που εξετάζει τη γενετική σύνθεση ανθρώπων όπως εκείνη, που ποτέ δεν προσβλήθηκαν από τον ιό, παρότι εκτέθηκαν επανειλημμένα σε αυτόν και πλέον δηλώνει αισιόδοξη ότι θα βρεθεί κάποιου είδους ομοιότητα, κάποιου είδους γονίδιο στο DNA όλων αυτών των ανθρώπων που δεν νόσησαν ποτέ.

Φωτ.: Martin Sanchez / Unsplash

Στο ανθρώπινο γονιδίωμα, το μυστικό της θεραπείας

«Η μελέτη των γονιδίων και του γονιδιώματος των ανθρώπων που δεν έχουν κολλήσει κορονοϊό θα μπορούσε να ρίξει άπλετο φως στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται ο ιός ή πώς προσβάλει το ανθρώπινο σώμα και κάνει τους ανθρώπους να νοσούν», λέει στην αμερικανική εφημερίδα η Τζένιφερ Νούζο, καθηγήτρια επιδημιολογίας στο Brown University School.

Η ανοσία αυτή έχει οδηγήσει τους ειδικούς σε μια σειρά από υποθέσεις: κάποιοι επιστήμονες θεωρούν ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν λιγότερους υποδοχείς στη μύτη, στον λάρυγγα και τους πνεύμονες για να «κολλήσει» ο ιός. Άλλες πιθανές εξηγήσεις θα μπορούσε να είναι προγενέστερη έκθεση σε σχετικό ιό ή απλά ότι έχουν γεννηθεί με ένα ανοσοποιητικό σύστημα που καταπολεμά καλύτερα τον SARS-CoV-2.

Ωστόσο, δεν παραβλέπουν το γεγονός ότι είναι εξαιρετικά επίπονη και δύσκολη η ανεύρεση όλων εκείνων των ατόμων που πραγματικά ποτέ τους δεν μολύνθηκαν από κορονοϊό και δεν είχαν απλά ασυμπτωματική ή ελαφριά μόλυνση, με συνέπεια να μην γνωρίζουν καν ότι έχουν κολλήσει.

«Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να είναι εξαιρετικά σπάνιοι», λέει ο Κρίστοφερ Μάρεϊ διευθυντής του Ινστιτούτου Μετρήσεων Υγείας στο University of Washington, ο οποίος βοηθά στην ανάπτυξη μοντέλων που εκτιμούν πόσο έχει εξαπλωθεί ο ιός.

Και όλα αυτά συμβαίνουν ενώ πρόσφατα, το Κέντρου Ελέγχου Λοιμώξεων των ΗΠΑ, το CDC, ανέφερε ότι 6 στους 10 Αμερικανούς έχουν κολλήσει τουλάχιστον μία φορά, με το ίδιο το Ινστιτούτο να εκτιμά ότι το σύνολο πλησιάζει στο 76% των πολιτών των ΗΠΑ. Δηλαδή 3 στους 4 Αμερικανούς έχουν κολλήσει κορονοϊό. Και άντε τώρα να εντοπίσεις τον έναν που δεν κόλλησε. «Είναι ένας άπιαστος στόχος», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μάρεϊ.

Ένας συνδυασμός προσοχής, συνθηκών και τύχης

Και ο 52χρονος Τζέιμς ΜακΚλέλαν είναι ανάμεσα στους τυχερούς που έχουν αποφύγει τον κορονοϊό έως σήμερα. Πιστεύει μεν ότι αυτό εν μέρει οφείλεται στα μέτρα που λάμβανε, όπως η μάσκα και ο εμβολιασμός, αλλά εκτιμά ότι έπαιξε ρόλο και το φυσικά ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημά του. «Πάντα ο οργανισμός μου είχε αντοχή απέναντι σε τέτοια πράγματα. Δεν έχω κολλήσει γρίπη από το 1992. Δεν κολλάω ιούς», λέει ο ίδιος, ο οποίος κατά τις πρώτες ημέρες της πανδημίας παρέδιδε τρόφιμα σε περίπου 6.000 ηλικιωμένους, πολλοί από τους οποίους τελικά κόλλησαν τον ιό και κάποιοι πέθαναν.

Ο ΜακΚλέλαν πιστεύει ότι αν επρόκειτο να κολλήσει κορονοϊό θα είχε συμβεί τότε, λόγω της στενής επαφής του με τους ηλικιωμένους. Έκανε συχνά τεστ και αυτά ήταν πάντα αρνητικά.

«Πρέπει να είναι ένας συνδυασμός προσοχής, συνθηκών και τύχης», λέει ο Μπομπ Γουάκτερ, καθηγητής και επικεφαλής της σχολής Ιατρικής στο University Οf California του Σαν Φρανσίσκο, ο οποίος επίσης δεν έχει κολλήσει κορονοϊό.

Οι ειδικοί λένε ότι άλλος ένας τρόπος για να βρουν ανθρώπους που πραγματικά ποτέ δεν κόλλησαν είναι να μελετήσουν ανθρώπους όπως υγειονομικούς ή επαγγελματίες αθλητές, που έπρεπε διαρκώς να κάνουν τεστ κατά τη διάρκεια της πανδημίας. «Αν είσαι γιατρός, δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχεις εκτεθεί αρκετά σημαντικά», επισημαίνει εμφατικά ο Μάρεϊ, αναφέροντας χαρακτηριστικά το παράδειγμα του γιατρού Τζέιμς Παρκ.

Στις χειρότερη χρονική συγκυρία της πανδημίας, ο Παρκ έβλεπε 12-18 ασθενείς με κορονοϊό κάθε ημέρα, στο νοσοκομείο του University Οf Pennsylvania στη Φιλαδέλφεια. Μετά το τέλος της κάθε βάρδιας του, έκανε ντους στη δουλειά και ξανά στο σπίτι, προτού συναντήσει τη σύζυγό του και τα τρία τους παιδιά.

Η οικογένεια του Παρκ επίσης έπαιρνε αυστηρά μέτρα. Πάντα φορούσαν μάσκα σε δημόσιους κλειστούς χώρους, έφαγαν 2-3 φορές σε εστιατόριο. Το σχολείο των παιδιών του κατάργησε την υποχρεωτική μάσκα αλλά εκείνα συνεχίζουν να τη φορούν σε κλειστούς χώρους. Όλοι στην οικογένεια είναι εμβολιασμένοι. Έως τα τέλη του Απριλίου, κανένας τους δεν είχε νοσήσει, αλλά ο Παρκ δεν πίστευε ότι αυτό θα κρατήσει. «Είπα στη σύζυγό μου ότι όλοι θα κολλήσουμε κάποια στιγμή. Είναι αναπόφευκτο». Και είχε δίκιο. Την προηγούμενη εβδομάδα ένα από τα παιδιά τους μολύνθηκαν από τον κορονοϊό.

Ωστόσο, ο ίδιος ακόμη αντέχει: κανένα από τα τεστ που έκανε δεν βγήκε ποτέ θετικό, παρότι κάποιοι συνάδελφοί του νόσησαν.

Και αν ο Παρκ έχει όντως κάποιου είδους φυσική ανοσία απέναντι στον κορονοϊό, είναι καθήκον και δουλειά των συναδέλφων του να βρουν το πώς και το γιατί.