Η παγκόσμια Επανάσταση της Νεολαίας ενδεχομένως να ξεκινήσει από τη Ταϊλάνδη.

Οι νεαροί ψηφοφόροι στην Ταϊλάνδη επέλεξαν στις εκλογές της Κυριακής μια αντιπολίτευση που δίνει ξανά ελπίδα σε εκατομμύρια κόσμου – κυρίως στη νεολαία.

Τα πρώτα αποτελέσματα δείχνουν ότι το κόμμα «Move Forward» (Φακ Κάο Κλάι στην ντόπια γλώσσα) ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη και κέρδισε 151 από τις 500 έδρες στην κάτω βουλή της χώρας, αναφέρει το ΑΠΕ.

Είναι πλέον 10 έδρες μπροστά από το επικρατέστερο, το Pheu Thai, του οποίου ηγείται η κόρη του πρώην πρωθυπουργού Τακσίν Σιναουάτρα.

Οι αναλυτές κάνουν λόγο για «έναν πολιτικό σεισμό που αντιπροσωπεύει μια σημαντική πολιτική μετατόπιση της κοινής γνώμης».

Είναι επίσης μια σαφής αποκήρυξη των δύο στρατιωτικά προσκείμενων κομμάτων της σημερινής κυβέρνησης και του πρωθυπουργού Prayuth Chan-ocha, ο οποίος ηγήθηκε του πραξικοπήματος που εκδίωξε μια εκλεγμένη κυβέρνηση το 2014.

Ο κυβερνητικός συνασπισμός κέρδισε μόνο το 15% των εδρών, έχοντας υποστεί μια μεγάλη εκλογική ήττα.

«Η πλειοψηφία των ψήφων αντανακλά την ανάγκη να ξεφύγει κανείς από το καθεστώς του Prayuth και τη λαχτάρα για αλλαγή. Δείχνει ότι οι άνθρωποι πιστεύουν στο αίτημα του “Move Forward” για αλλαγή – και είναι πολλοί περισσότεροι άνθρωποι από ό,τι είχε προβλεφθεί», λέει ο Prajak Kongkirati, πολιτικός επιστήμονας από το Πανεπιστήμιο Thammasat.

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της Ταϊλάνδης είναι ήδη πλημμυρισμένα με μηνύματα νίκης από υποστηρικτές του Move Forward, οι οποίοι περιγράφουν τη νίκη του κόμματος ως έναν «άνεμο αλλαγής» και την «αυγή μιας νέας εποχής».

«Αυτές οι εκλογές σας λένε πραγματικά ότι έχουν περάσει μόνο τέσσερα χρόνια, αλλά η σκέψη του λαού έχει αλλάξει πολύ, τόσο του κατεστημένου όσο και του στρατοπέδου των υπέρμαχων της δημοκρατίας», ανέφερε ένα tweet, προσθέτοντας ότι «η Δημοκρατία δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Αν δεν προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις, μπορούν πραγματικά να χάσουν έδαφος».

Ο 42χρονος ηγέτης του «Move Forward», Pita Limjaroenrat, απόφοιτος του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, έγραψε στο Twitter ότι είναι «έτοιμος να γίνει ο 30ός πρωθυπουργός της χώρας. Έχουμε τα ίδια όνειρα και τις ίδιες ελπίδες. Και μαζί πιστεύουμε ότι η αγαπημένη μας Ταϊλάνδη μπορεί να γίνει καλύτερη και ότι οι αλλαγές είναι εφικτές αν αρχίσουμε να εργαζόμαστε γι’ αυτές από σήμερα», έγραψε.

Το αντιπολιτευόμενο κόμμα Φακ Κάο Κλάι – το πιο προοδευτικό από τα κόμματα της Ταϊλάνδης – αναγεννήθηκε από τις στάχτες του το 2021 και διέγραψε μια μετεωρική πορεία μέσα σε μόλις δυο χρόνια.

Ο 42χρονος Πίτα Λιμτζαροενράτ ηγείται του κόμματος που ξεπήδησε από τη μήτρα του Φακ Ανακχότ Μάι (Future Forward Party), που διαλύθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ταϊλάνδης το 2020. Η διάλυση αυτή αποτέλεσε την αφορμή για ένα τεράστιο κύμα διαμαρτυρίας, το οποίο συντάραξε τη χώρα επί μία διετία, από τον Φεβρουάριο του 2020 έως το Νοέμβριο του 2021, με το κόμμα να υπόσχεται να καταργήσει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και να «αποστρατιωτικοποιήσει» την πολιτική σκηνή της χώρας.

Οι υποστηρικτές του άρχισαν να κατεβαίνουν στους δρόμους και να διαμαρτύρονται κατά της κυβέρνησης υιοθετώντας ως σύνθημά τους τη φράση «τάα σαουάνγκ» («φωτεινά μάτια» στα ταϊλανδέζικα), θέλοντας έτσι να αποδείξουν δημοσίως ότι αφυπνίστηκαν πολιτικά και ότι επιθυμούν με την ψήφο τους να καταλύσουν τη μοναρχία του βασιλιά Μάχα Βατζιραλόνγκορν και τη χούντα του Πραγιούς Τσαν-ότσα, του πρωθυπουργού της χώρας από το 2014.

Κάπως έτσι, οι Ταϊλανδοί νεολαίοι επέφεραν μια ηχηρή ήττα στους στρατηγούς, που βρίσκονται στην εξουσία εδώ και σχεδόν 10 χρόνια, υπερψηφίζοντας το Move Forward, που μπορεί να γίνει τώρα η κύρια πολιτική δύναμη του βασιλείου, μετά τις μαζικές διαδηλώσεις του 2020, από τις οποίες έχει υιοθετήσει τα αιτήματα υπέρ της δημοκρατίας.

Όμως οι θέσεις του που κρίνονται ριζοσπαστικές, από τη μεταρρύθμιση του αμφιλεγόμενου άρθρου περί εγκλημάτων καθοσιώσεως κατά της μοναρχίας μέχρι το τέλος της υποχρεωτικής στράτευσης, υπάρχει κίνδυνος να δημιουργήσουν τριβές με τη στρατιωτικομοναρχική ελίτ, που διατηρεί επιρροή στους κόλπους των θεσμών.

Και όλα αυτά σε μια χώρα που η απόρριψη από τις νέες γενιές της απερχόμενης κυβέρνησης, που είχε προκύψει από το πραξικόπημα του 2014, οδήγησε σε ποσοστό συμμετοχής ρεκόρ 75,22%, λίγο πάνω απ’αυτό των εκλογών του 2019.