Η έλλειψη εργασίας, περισσότερο από τη θρησκευτική ιδεολογία, είναι αυτή που επιτρέπει στις τζιχαντιστικές και άλλες ακραίες, βίαιες ομάδες να στρατολογούν ολοένα και περισσότερους ανθρώπους στην υποσαχάρια Αφρική, επεσήμανε σήμερα ο ΟΗΕ.
Τα συμπεράσματα της έρευνας που διεξήχθη μεταξύ σχεδόν 2.200 ανδρών και γυναικών αμφισβητούν την παραδοσιακή άποψη σχετικά με το τι ωθεί τους ανθρώπους στον βίαιο εξτρεμισμό, σύμφωνα με το Πρόγραμμα του ΟΗΕ για την Ανάπτυξη (UNDP).
Εργασία, οικογένεια και φίλοι
Το UNDP βασίστηκε σε συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν το 2021 και στις αρχές του 2022 σε οκτώ χώρες: τη Μπουρκίνα Φάσο, το Καμερούν, το Τσαντ, το Μαλί, τον Νίγηρα, τη Νιγηρία, τη Σομαλία και το Σουδάν.
Σχεδόν 1.200 από τους ανθρώπους που ερωτήθηκαν ήταν πρώην μέλη εξτρεμιστικών οργανώσεων, ανάμεσά τους και κάποιοι που στρατολογήθηκαν εθελοντικά. Η πλειονότητα αυτών ανήκαν σε κάποιες από τις μεγαλύτερες οργανώσεις που δρουν στην περιοχή, δηλαδή τη Μπόκο Χαράμ, τους σεμπάμπ και τη Τζαμάατ Νασρ αλ Ισλάμ ουάλ Μουσλίμ (JNIM- Οργάνωση για τη στήριξη του ισλάμ και των μουσουλμάνων) που συνδέεται με την αλ Κάιντα.
Το ένα τέταρτο όσων κατατάχθηκαν εθελοντικά στις οργανώσεις αυτές ανέφεραν ως βασικό λόγο για την απόφασή τους την έλλειψη ευκαιριών εργασίας, αύξηση κατά 92% σε σχέση με τα συμπεράσματα αντίστοιχης έρευνας που είχε διεξαχθεί το 2017.
“Σε πολλές χώρες, όπου δεν υπάρχουν εισοδήματα και ευκαιρίες εργασίας, η απελπισία ωθεί τους ανθρώπους να αδράξουν ευκαιρίες από οπουδήποτε”, σχολίασε ο επικεφαλής του UNDP, ο Αχίμ Στάινερ, μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου.
Το 22% δήλωσε ότι ήθελε να ενταχθεί σε μια οργάνωση για να ακολουθήσει μέλη της οικογένειάς του ή φίλους του.
Η θρησκεία αποτελεί τον τρίτο λόγο ένταξης σε μια οργάνωση, με μόνο το 17% των ερωτηθέντων να την αναφέρουν, μείωση κατά 57% σε σχέση με το 2017. Περίπου το 40% των ερωτηθέντων είχαν αναφέρει τότε τη θρησκεία ως βασικό λόγο.
Εξάλλου σχεδόν οι μισοί ερωτηθέντες αναφέρθηκαν σε ένα συγκεκριμένο γεγονός που αποτέλεσε αφορμή για να ενταχθούν στις οργανώσεις αυτές, με σχεδόν τα τρία τέταρτα (71%) να κάνουν λόγο για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τις οποίες διέπραξαν οι κρατικές δυνάμεις ασφαλείας, ως “το σημείο καμπής”.
Νέο επίκεντρο
Οι θάνατοι που οφείλονται σε τρομοκρατικές ενέργειες μειώθηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια παγκοσμίως, αλλά οι επιθέσεις που έχουν διαπραχθεί στην υποσαχάρια Αφρική έχουν υπερδιπλασιαστεί από το 2016, σύμφωνα με το UNDP, το οποίο καταμέτρησε 4.155 επιθέσεις από το 2017 ως το 2021 από τις οποίες σκοτώθηκαν περισσότεροι από 18.400 άνθρωποι.
Το 2021 σχεδόν οι μισοί θάνατοι που οφείλονται στην τρομοκρατία εντοπίζονταν σε αυτή την περιοχή, εκ των οποίων περισσότεροι από το ένα τρίτο μόνο σε τέσσερις χώρες– τη Σομαλία, τη Μπουρκίνα Φάσο, τον Νίγηρα και το Μαλί– καθιστώντας την υποσαχάρια Αφρική “νέο παγκόσμιο επίκεντρο του βίαιου εξτρεμισμού”, σύμφωνα με τον Στάινερ.
Το UNDP παρατηρεί ωστόσο ότι η μετακίνηση των δραστηριοτήτων που διεξάγουν οι εξτρεμιστικές οργανώσεις από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική προς την υποσαχάρια Αφρική δεν έχει τραβήξει ιδιαίτερα την προσοχή της διεθνούς κοινότητας, καθώς αυτή επικεντρώνεται στην κλιματική αλλαγή, την πανδημία covid-19, τον πόλεμο στην Ουκρανία.
“Πιστεύουμε ότι είναι επείγον να τραβήξουμε την προσοχή της διεθνούς κοινότητας (…) ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα πώς οι βίαιες, εξτρεμιστικές οργανώσεις καταφέρνουν να διεισδύουν στα κράτη, στα έθνη και τις κοινότητες”, σημείωσε ο Στάινερ.
“Η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας που βασίζεται στην ασφάλεια συχνά είναι κοστοβόρα και λίγο αποτελεσματική. Δυστυχώς οι επενδύσεις για την πρόληψη του βίαιου εξτρεμισμού είναι φρικτά ανεπαρκείς”, κατήγγειλε ο ίδιος.
Η έκθεση συνιστά να γίνουν περισσότερες επενδύσεις σε βασικές κοινωνικές υπηρεσίες, στην προστασία των παιδιών, στην εκπαίδευση και τα ποιοτικά μέσα διαβίωσης. Επίσης ζητεί να προσφερθούν σε στρατολογημένους σε εξτρεμιστικές οργανώσεις οδοί διαφυγής και να γίνουν επενδύσεις στις υπηρεσίες επανένταξής τους.