Γνώρισα τη Λιουντμίλα (δεν είναι -για ευνόητους λόγους- το πραγματικό της όνομα), πρόσφυγα από τη Μαριούπολη και τη 18χρονή κόρη της, καθώς ετοίμαζα μια έκθεση για τις δραστηριότητες οργανισμών και συλλόγων στη Θεσσαλονίκη, με σκοπό την παροχή βοήθειας σε πρόσφυγες από την Ουκρανία. Αρχίσαμε να βλεπόμαστε. Μιλούσαμε για διάφορα θέματα, κυρίως για λογοτεχνία και κινηματογράφο. Και κάθε φορά αναρωτιόμουν γιατί η Λιουντμίλα (Λιούντα) απέφευγε να μιλάει για τους δύο μήνες που πέρασε, κάτω από ανελέητους ρωσικούς βομβαρδισμούς, στον ένατο όροφο της πολυτοκίας της στη Μαριούπολη, κοντά στο εργοστάσιο Azovstal. Αλλά ούτε κι εγώ τη ρωτούσα, σκεπτόμενη πως ίσως μια τέτοια αναδρομή θα την αναστάτωνε- και δεν το ήθελα. Φοβόμουν πως θα ήταν και για εμένα τρομακτικό να ακούσω την αλήθεια για το απόλυτο κακό και το μίσος, για την απελπισία και το χάος.

Ώσπου, μια μέρα, εντελώς αυθόρμητα, αρχίσαμε να μιλάμε για όλα αυτά που πέρασε, για την καθημερινότητα της ίδιας και της κόρης της, των γειτόνων και των συγκάτοικων της κάτω από τα ερείπια της Μαριούπολης. Ηχογράφησα τη συζήτηση με την άδεια της.

«Δεν συνηθίζω να μιλάω για τον πόλεμο μόνο και μόνο επειδή δεν θέλω να θυμάμαι. Είναι καλό να τα λέμε, αλλά, πιστεύω, πως είναι άδικος ο κόπος. Όσοι πιστεύουν φανατικά στο “δίκαιο αυτού του πολέμου”, δεν θα πιστέψουν στην ιστορία μου, αν και η δική μου ιστορία δεν είναι η χειρότερή από αυτά που έχουν συμβεί και συμβαίνουν στην Ουκρανία εδώ και περισσότερο από έναν χρόνο. Αλλά και όσοι μας συμπονούν (τους Ουκρανούς), γιατί να τους στεναχωρώ περισσότερο; Έπειτα από τα όσα ζήσαμε, όλα τα προβλήματα στην ειρηνική ζωή φαίνονται ασήμαντα», μού είπε.

-Και πώς επιζητήσατε τελικά; Σταματήσατε να φοβάστε; Καταλαβαίνω ότι στα βάσανα μπορείς να στραφείς στον Θεό. Όπως ο Χριστός. Ωστόσο, πώς επιβίωσες κάτω από τους βομβαρδισμούς;

-Φοβηθήκαμε. Αλλά όλος ο φόβος αναπέμφθηκε προς τον Θεό διά της προσευχής. Δεν υπήρχαν εκρήξεις θυμού, υστερίας, μόνο λίγα ταπεινά κλάματα, ώσπου και τα δάκρυα κάποια στιγμή τελείωσαν. Είναι πολύ απλό. Συνειδητοποιείς ότι είσαι πραγματικά ένα μικρό μυρμήγκι που ήρθε στην επιφάνεια της γης, για να μαζέψει κόκκους άμμου και λεπίδες από χόρτα και δεν ξέρει τι θα του συμβεί σε ένα δευτερόλεπτο, αλλά πιστεύει, ότι στο τέλος θα τελειώσει το χτίσιμο του παλατιού του μαζί με όλα τα αλλά μυρμήγκια. Αν όχι εσύ, ίσως οι άλλοι που θα επιβιώσουν…

– Προσευχόσουν τακτικά;

– Ναι. Το είχα πάρει απόφαση: «Όλα θα γίνουν, όπως θα αποφασίσει Εκείνος!». Και έτσι κάπως ηρέμησα. Κάτω από τους αδιάκοπους βομβαρδισμούς, κάποια στιγμή μετατρέπεσαι σε γονυπετή προσκυνήτρια, σερνόμενη στην παραμορφωμένη από εκρήξεις γη, και προσευχόμενη στον Κύριο για σωτηρία, παραδίνοντας ταυτόχρονα τον πιθανό θάνατό στην κρίση Του, το τέλος της ζωής σου, το γεγονός ότι πιθανόν να φύγεις…

– Ο λαός της Μαριούπολης είναι πιστός λαός;

– Μετά την 24η Φεβρουαρίου εξαφανίστηκαν στην Ουκρανία οι άθεοι. Όλοι προσευχόντουσαν. Ο καθένας όπως μπορούσε, με τα δικά του λόγια.

– Πιστεύεις, λοιπόν, ότι ο Θεός σε έσωσε, εσένα και την κόρη σου;

– Ναι, έτσι πιστεύω. Στη γειτονία του Αζοβστάλ, το σίγουρο ήταν ότι θα καταστραφούμε, αλλά ο συνοικισμός μας με 9όροφες πολυκατοικίες στάθηκε τυχερός. Μόνο μια πολυκατοικία καταστράφηκε από άμεσο χτύπημα. Σε εκείνο το σπίτι, ο 6ος, ο 7ος και ο 8ος όροφος κάηκαν. Σε κάποιες άλλες πολυκατοικίες τα τζάμια και τα μπαλκόνια ήταν σπασμένα και χαλασμένα…

Η καθημερινότητα κάτω από τα πυρά

– Χωρίς νερό, φως, ζέστη για δύο μήνες, πώς αντέξατε;

– Σκεφτόμασταν πρώτα απ’ όλα πώς να βρούμε τροφή, τι να μαγειρέψουμε. Αλλά το κύριο μέλημα ήταν το πού θα βρούμε νερό. Όταν έπεφτε χιόνι και μετά έλιωνε, μαζεύαμε το νερό που έρεε από τη στέγη. Έκρυβα από την κόρη μου, ότι πίνουμε λιωμένο νερό, φοβόμουν ότι θα αρνηθεί να το πιει και θα πάθει αφυδάτωση. Κάθε μέρα καθαρίζαμε μαζί το διαμέρισμά μας, προσπαθώντας να το διατηρήσουμε σε κάποια τάξη και καθαρό. Πηγαίναμε στην τουαλέτα με σακούλες. Η συνήθειά μας να μην πετάμε τις πλαστικές σακούλες του σούπερ μάρκετ, έσωσε την αξιοπρέπειά μας. Μετά τις κατέβαζα κάτω, φυσικά.

Επιπλέον, κάθε μέρα κατεβαίναμε και ανεβαίναμε στην κοινή φωτιά της αυλής, για διάφορους λόγους, αλλά μερικές φορές απλώς για να ζεσταθούμε.

Κοιμόμασταν με παλτό και σκουφάκια. Είχαμε ζεστά άλλα πλεκτά σκουφάκια για την ημέρα, ένα άλλο που φορούσα εγώ στη φωτιά, στην αυλή όπου μαγείρευα, και άλλα για τη νύχτα για ύπνο- τα πιο καθαρά. Τα σκουφάκια, που κάλυπταν το κεφάλι και το μέτωπο με κάποιο μαγικό τρόπο, μας προφύλαγαν όχι μόνο από το κρύο, αλλά και από τις κακές σκέψεις που θα μας βύθιζαν στην κόλαση του φόβου, ώστε να μην υποκύψουμε σε απόγνωση. Περίεργο βέβαια… Κι όμως, τα σκουφάκια κράτησαν το κεφάλι μας ψηλά και το μυαλό καθαρό.

– Κάποιοι έδιωχναν τον φόβο του θανάτου με το αλκοόλ, μαθαίναμε…

– Στην αρχή του πολέμου, το αλκοόλ βοηθούσε πολύ κόσμο. Κάποιοι, άντρες και γυναίκες επίσης, τα πρωινά έπιναν βότκα, αντί τον συνηθισμένο καφέ ή τσάι. Υπήρχε πολύ αλκοόλ και λιγότερα τσιγάρα… Όλοι μιλούσαν μόνο για τσιγάρα. Τα τσιγάρα έγιναν σκοπός ζωής. Ευτυχώς, δεν καπνίζω, γιατί η αξία του κάθε τσιγάρου ήταν σαν του χρυσού. Αλλά, παραδόξως, τσιγάρα έβρισκαν πάντα, ενώ φαγητό όχι. Ούτε ψωμί, ούτε δημητριακά, ούτε κονσέρβες, ούτε μπισκότα… Τίποτα!

– Ο κόσμος μεθούσε για να ξεχαστεί… Υπήρχε επιθετικότητα; Καβγάδες, συμπλοκές μεταξύ μεθυσμένων;

– Μόνο μία φορά. Μία γυναίκα με συγκάτοικο… Το ζευγάρι αγαπούσε το ποτό και ένα πρωινό έξω στη φωτιά της αυλής, η γυναίκα παραπονέθηκε: «Χθες παραλίγο θα σκοτωνόμασταν. Το κάθαρμα με χτύπησε, με αποτέλεσμα να χάσω ένα δόντι!». Ένας γείτονας αποφάσισε να τη βοηθήσει, έφερε τους άντρες από τη διπλανή πολυκατοικία για να διώξουν από το διαμέρισμά της τον συγκάτοικο που τόλμησε να σηκώσει χέρι εναντίον γυναίκας. Ενδιαφέρθηκαν -ακούσαμε- πολλοί συμπολίτες γι’ αυτό το οικογενειακό δράμα που παιζόταν μπροστά σε όλους μας- λες και εξελισσόταν εσκεμμένα για να αποσπάσει με κάποιον τρόπο την προσοχή των γειτόνων από την κοινή θλίψη. Πράγματι, εκείνη τη στιγμή το δόντι της γειτόνισσας και η προσωρινή ενασχόληση όλων με την ερωτική ζωή της, έδειχναν να αποσπούν -πρόσκαιρα έστω- την προσοχή των γειτόνων από το σπαρακτικό, γνώριμο και αναμενόμενο από στιγμή σε στιγμή, τρομερό βουητό των συχνών βομβαρδισμών. Προτού προλάβουμε να «επιλύσουμε» τα οικογενειακά προβλήματά της γειτόνισσας, άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Για μια ακόμα φορά, όμως, από τύχη, η πολυκατοικία μας, με την αυλή της, έμεινε απείραχτη- δεν τρέξαμε ούτε καν στο υπόγειό της.

– Υπήρχαν διαμάχες και συγκρούσεις με όσους κατοίκους περίμεναν να υποδεχτούν τον στρατό του Πούτιν;

– Όχι. Όλοι είχαν μέσα τους τον φόβο και ταπεινά τον έπνιγαν. Οι Μαριουπολίτες είχαν καταλάβει ότι η μοίρα τους δεν είναι στα χέρια τους. Δεν υπήρχε ενημέρωση, το ραδιόφωνο λειτουργούσε τις πρώτες μέρες, αλλά μετά δεν υπήρχαν σήματα. Όλα τα ουκρανικά ραδιόφωνα, τα είχε μπλοκάρει η Ρωσία. Υπήρχαν ραδιοφωνικά σήματα από τη λεγόμενη “DPR” και από τη Ρωσία, που έπαιζαν συνεχώς ενημερωτικά δελτία, στα οποία οι Τσετσένοι με βαριά καυκάσια προφορά φώναζαν απειλητικά: «Ουκρανοί, παραδοθείτε!». Ήταν αδύνατο να ακούω αυτή την ανοησία χωρίς ρίγη και πικρή δυσαρέσκεια.

Η ζωή γύρω από τη φωτιά

– Η φωτιά στην αυλή έκαιγε αδιάκοπα; Γύρω από αυτήν περιστρεφόταν η καθημερινότητά σας;

– Ήμασταν τυχεροί και εδώ. Στον πρώτο όροφο έμεινε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων με μια κόρη και ενήλικα εγγόνια, που καθημερινά από πολύ νωρίς το πρωί άναβαν τη φωτιά για όλους. Στις οκτώ το πρωί, με την κόρη μου κατεβαίναμε κάτω για να βράσουμε νερό για το τσάι και η φωτιά έκαιγε ήδη. Τα καυσόξυλα τα ψάχναμε όλη την ημέρα στη γύρω περιοχή -όχι μακριά- και τα κουβαλούσαμε. Μαζεύαμε ο,τι βρίσκαμε και καιγόταν. Το φαγητό μαγειρευόταν με τη σειρά. Δεν ήμασταν και πολλοί, που είχαμε απομείνει στην πολυκατοικία. Στις πρώτες μέρες της εισβολής έφυγαν αρκετοί.

Το κουτάβι και οι κίσσες

«Πριν από τον πόλεμο, η κόρη μου παρακολουθούσε με τα κιάλια του πάππου της, του πατέρα μου δηλαδή, από το παράθυρο ένα κουτάβι στην αυλή μιας μονοκατοικίας απέναντί μας. Μα ήταν τόσο διασκεδαστικό, παιχνιδιάρικο, παχουλό αυτό το σκυλάκι! Το έβλεπα κι εγώ! Η κόρη μου συγκινούνταν κάθε φόρα και μού ζητούσε να πάρουμε σκύλο. Έρχονταν οι κίσσες, άρπαζαν το φαγητό από το σκυλάκι και μετά πετούσαν ψηλά. Ο μικρούλης προσπαθούσε να τις διώξει, αλλά οι κίσσες ήξεραν πώς να τον κοροϊδέψουν, είχαν καταλάβει φαίνεται, ότι δεν ήταν έμπειρος σκύλος, αλλά κουτάβι. Δεν τον φοβόντουσαν καθόλου.

Η κόρη μου δέθηκε με το κουτάβι εξ αποστάσεως, σαν να έγινε η μασκότ της. Μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου το σκυλάκι είχε μεγαλώσει και συχνά έβγαινε έξω από τον φράχτη. Αγαπούσε όμως την αυλή του και τους ιδιοκτήτες και δεν αργούσε στη βόλτα του, γύριζε γρήγορα. Όταν στις 24 Φεβρουαρίου ξεκίνησε η εισβολή και οι βομβαρδισμοί, το σκυλάκι «μας» άρχισε να γαβγίζει συνέχεια, μέχρι που βράχνιασε η φωνή του. Έγινε πολύ νευρικό. Κάποια σκυλιά ήταν τυχερά- τα μάζεψαν ευγενικοί άνθρωποι, αλλά οι περισσότεροι κάτοικοι της Μαριούπολης έφυγαν τόσο γρήγορα, που κάτω από τους ασταμάτητους βομβαρδισμούς, ξέχασαν και τα κατοικίδιά τους. Προφανώς και οι άνθρωποι του δικού μας μικρού σκύλου, τον εγκατέλειψαν στον δρόμο για να επιβιώσει μόνος του. Η καγκελόπορτα ήταν πια κλειστή και δεν υπήρχε τίποτα από φαγητό για να τον ταΐσει κανείς. Τον βλέπαμε κάπου κάπου στους σκουπιδότοπους, αδύνατο και δυστυχισμένο. Όπως όλοι που μείναμε πίσω στη Μαριούπολη κάτω από τους βομβαρδισμούς- ήμασταν και εμείς αδέσποτοι και δυστυχισμένοι. Δεν έμαθα για την τύχη του, αν επέζησε δηλαδή. Θα ήθελα να ελπίζω ότι επέζησε, όπως επιζήσαμε κι εμείς.

– Ψωμί είχατε;

– Όχι, δεν υπήρχε. Νερό μαζεύαμε από τον δρόμο… από λακκούβες, σαν στο παραμύθι που ένα παιδάκι έπινε από λακκούβα και έγινε αρνάκι… Μετά άρχισε να λιώνει το χιόνι. Αναζητώντας υποκατάστατο ψωμιού, ψήναμε τηγανίτες. Αλεύρι, νερό ή άλμη από κονσέρβες λαχανικών, και, δόξα τω Θεώ, στην Ουκρανία τα νοικοκυριά λάτρευαν την οικιακή κονσερβοποίηση. Τηγανίτες σε άλμη γίνονταν πολύ νόστιμες! Τις έκανα και με το νερό από τη σκεπή. Συμπλήρωνα ξύδι, αλάτι, ζάχαρη και τα έψηνα στη φωτιά. Αλλά δεν έφτανε πάντα το μαγειρεμένο φαγητό στο στόμα και το στομάχι. Ένας απροσδόκητος δυνατός άνεμος θα μπορούσε να σβήσει τη φωτιά και τα πιάτα έπεφταν. Και όταν γινόταν βομβαρδισμός, όλα κροτάλιζαν και τότε για ποιες τηγανίτες να σκεφτείς; Πετούσαμε τα πάντα και τρέχαμε προς την είσοδο, περιμένοντας την ανάπαυλα.

Υπό το φως των κεριών της Λαύρας Σβιατογκόρσκ

Ήμασταν χωρίς φως τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο- ακόμη και στο κρύο του Απριλίου ήταν πολύ δύσκολο. Αλλά για τρεις εβδομάδες ζούσαμε συνεχώς υπό το φως των κεριών που μας είχαν περισσέψει από το Πάσχα του 2021, όταν είχα επισκεφτεί τη Λαύρα του Svyatogorsk, όπου αγόρασα πολλά κεριά. Δεν τα άγγιξα, τα φρόντιζα σαν «λείψανο». Αλλά πού να φανταστώ, ότι θα μας ήταν χρήσιμοι σε έναν απροσδόκητο πόλεμο;

Πηγαίναμε για ύπνο νωρίς και ξυπνούσαμε πριν από τον πρώτο «καθιερωμένο» πια βομβαρδισμό, που ξεκινούσε στις 5 το πρωί. Μια φορά, μια βόμβα έπεσε σε γειτονικό σπίτι, μονοκατοικία, και τότε η κόρη μου τρόμαξε και άρχισε να κλαίει. Καθίσαμε αρκετή ώρα στις σκάλες της οικοδομής. Δεν είχαμε καταφύγιο για βόμβες, μόνο ένα υπόγειο. Και τα υπόγεια συχνά γίνονταν ομαδικοί τάφοι… Και εκεί ποιος θα τρέξει να σε σώσει; Στην τραγική Μαριούπολη, δεν υπήρχε κανείς να σώσει τους κατοίκους. Εμείς, παρατημένοι, απλώς περιμέναμε… Εγώ και η κόρη μου δεν κατεβήκαμε στο υπόγειο ποτέ, αν και μαζί με τους γείτονές μας το μονώσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε.

Subbotnik

«Κάναμε εθελοντική εργασία, τα λεγόμενα από την εποχή του Λένιν Subbotnik -“Σαββατιανά.” Καθαρίζαμε από τα σκουπίδια τη μεγάλη μας αυλή, τις εισόδους της πολυκατοικίας. Γύρω από τη φωτιά πάντα υπήρχε καθαριότητα και η σχάρα ήταν καθαρή, την προσέχαμε, τη νύχτα την κρύβαμε μέσα στην οικοδομή. Αλλά στη διπλανή είσοδο της πολυκατοικίας μας, μέχρι τον πέμπτο όροφο, όλα ήταν καλυμμένα με καυσόξυλα και ό,τι μπορούσε να καεί. Μαγείρευαν εκεί, στον χώρο μεταξύ του πέμπτου και του έβδομου ορόφου. Και όλα ήταν καλυμμένα με στάχτη και σκουπίδια… Τέτοιο χάλι! Αλλά η δικιά μας είσοδός ήταν πάντα καθαρή.

Η πιο καθαρή τσαγιέρα

«Κάθε μέρα με πείσμα και μάλιστα με πίκρα έτριβα την αιθάλη από την τσαγιέρα (βραστήρα) μας. Ήταν ένα είδος διαμαρτυρίας. Η κόρη μου μού έλεγε, δεν χρειάζεται να σπαταλάμε την ενέργεια για τον βραστήρα, που σε λίγο θα είναι πάλι καλυμμένος με κάπνα από τη φωτιά. Αλλά εγώ ντρεπόμουν να βγω στη φωτιά, μπροστά σε κόσμο, με βρώμικο βραστήρα… Και μόνο, όταν τελείωσαν όλες οι πετσέτες πιάτων, που ήταν ήδη μαύρες, μόνο τότε σταμάτησα να καθαρίζω τον βραστήρα. Επίσης, θέλω να τονίσω ότι δεν υπήρχαν βρώμικα πιάτα στον νεροχύτη μας. Είχαμε σόδα και ξύδι, καθαρίζαμε και αφαιρούσαμε τη βρωμιά όσο καλύτερα μπορούσαμε…

Η δίψα που σκοτώνει

«Τα καταστήματα σταμάτησαν να λειτουργούν στη Μαριούπολη μόλις λίγες μέρες μετά την έναρξη του πολέμου. Πολλά από αυτά γρήγορα λεηλατήθηκαν. Οι άνθρωποι έσυραν τα πάντα, ακόμη και βαριά οικοδομικά υλικά, με την ελπίδα ότι θα τους φανούν… χρήσιμα. Οπότε δεν είχες πού να ψωνίσεις. Αλλά χωρίς νερό δεν γινόταν… Μια μέρα περπάτησα περίπου είκοσι λεπτά μέχρι τη βρύση. Έμεινα στην ουρά για τρεις- τέσσερις ώρες, να πάρω νερό από τη βρύση. Αρκετές φορές, οι άνθρωποι που στέκονταν σε αυτήν την ουρά δέχθηκαν πυρά, κάποιοι απ’ αυτούς σκοτωθήκαν. Πήγα προς τα εκεί χωρίς την κόρη μου. Φοβόμουν να την αφήσω, αν και ήταν μικρή, αλλά φοβόμουν και να την πάρω μαζί στη βρύση».

Νεκροί στις αυλές

«Ευτυχώς, δεν υπήρχαν νεκροί στην αυλή μας, αλλά καθημερινά μαθαίναμε για τους νεκρούς από γειτονικά σπίτια, που έθαβαν τα πτώματα τους στις αυλές- αν φυσικά υπήρχε κάποιος να τα θάψει…

Το πρωί έβγαινα στο παράθυρο, κοιτούσα τον καιρό και έβλεπα την απέναντι πολυκατοικία με τα φλεγόμενα διαμερίσματα. Είχε δεχθεί το βράδυ χτυπήματα από το ρωσικό πυροβολικό. Εκεί μέσα υπήρχαν άνθρωποι, ζωντανοί, και σε μια στιγμή έγιναν σκόνη σπίτια και άνθρωποι. Φρίκη…».

Κάτω από τους Αρειανούς

«Όταν καταλάβαμε ότι δεν είχε τέλος η συμφορά μας, ότι οι πλευρές δεν θα συμφωνούσαν σε τίποτα, και οι άνθρωποι ήταν τόσο εξαντλημένοι, ειδικά στις οικογένειες, όπου υπήρχαν άρρωστοι και ηλικιωμένοι, όπως οι γείτονές μας, τότε από απελπισία βγάλαμε το χιούμορ μπροστά, αρχίσαμε να αστειευόμαστε. Στο σπίτι μας, πολλά διαμερίσματα είχαν χαρτόνια αντί για γυαλί στα παράθυρα. Έκανε πολύ κρύο. Εκεί που υπήρχαν οι ασθενείς ήταν πιο δύσκολα. Αλλά δεν είχαν τη δύναμη να αντιδράσουν στο κρύο. Τότε, η γειτόνισσα μου, που είχε έναν ανάπηρο σύζυγο στην αγκαλιά της, αστειεύτηκε ότι αν οι Αρειανοί προσγειώνονταν ξαφνικά και μας έλεγαν ότι θα ζούσαμε πλέον υπό αυτούς, θα δέχονταν όλοι. Σιωπηλά και χωρίς κανένα συναίσθημα, καμία αντίδραση.

Οι άνθρωποι εγκαταλείφθηκαν, δεν υπήρχε ιατρική περίθαλψη, δεν υπήρχε πια αστυνομία στη Μαριούπολη. Σε άλλες πόλεις, σχεδόν όλες οι δομές και υπηρεσίες λειτουργούσαν, παρά τους βομβαρδισμούς».

– Μα, αυτός είναι ο πόλεμος…

– Ναι, είναι πόλεμος, αλλά μόνο η Μαριούπολη βρέθηκε σε τέτοια οδυνηρή κατάσταση.

– Περίμενε κανείς από τους γείτονές σου με χαρά τους Ρώσους;

– Δεν άκουσα τέτοιες κουβέντες. Το μόνο βέβαιο ήταν ότι όλοι ήλπιζαν σε διαπραγματεύσεις, και ότι οι μάχες δεν θα διεξάγονταν σε κατοικημένες περιοχές, στις αυλές.

Διασχίζοντας τον ποταμό Κάλμιο

«Η γέφυρα βομβαρδίστηκε και παραμείναμε στην αριστερή όχθη χωρίς καμία δυνατότητα για εκκένωση προς το Κίεβο. Και όμως υπήρχαν άνθρωποι που ρίσκαραν και κολύμπησαν πέρα από τον ποταμό Κάλμιο, που είναι αρκετά βαθύ και φαρδύ ποτάμι. Δεν ξέρω αν κάποιος πνίγηκε κατά τη διάβαση, αλλά οι άνθρωποι έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να μην μείνουν στη Μαριούπολη».

Η φυγή

«Δύο μήνες αργότερα, ο μεγαλύτερος αδερφός μου, από το Ταγκανρόγκ, μπόρεσε να φτάσει κοντά μας. Έτσι, αναγκαστήκαμε να ακολουθήσουμε στη Ρωσία, τον αδερφό μου. Κάναμε την πρώτη μας στάση στους μακρινούς μας συγγενείς στο Νοβοαζόβσκ. Εκεί προσπαθήσαμε να πλυθούμε. Για πρώτη φορά μετά από αρκετούς μήνες νιώσαμε ξανά τη γεύση του ψωμιού».

Ταγκανρόγκ

«Καταλήξαμε στο Ταγκανρόγκ της Ρωσίας στις αρχές Μαΐου. Εκεί συνήλθαμε. Μετά τη Μαριούπολη, το Ταγκανρόγκ δεν μας έκανε καμία εντύπωση. Πριν από τον πόλεμο, η Μαριούπολή μας ήταν μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη με εξαιρετικές υποδομές, νέες συγκοινωνίες, πλατείες και μια όμορφη σύγχρονη παραλία. Στο Ταγκανρόγκ δεν υπήρχε ατμόσφαιρα πολέμου, δεν πυροβολούσαν εκεί, και δεν έπεφταν βόμβες. Αλλά όλα γύρω ήταν εντελώς ξένα, οπότε πήρα την απόφαση να πάμε πιο μακριά- στην Ελλάδα, επειδή οι συγγενείς του συζύγου μου είναι Έλληνες από το ελληνικό χωριό Μπούγκας της Ουκρανίας. Με όνειρο για την επιστροφή στο σπίτι. Ήμασταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Είναι μια καταπληκτική χώρα. Πολύ φιλόξενοι άνθρωποι. Όλοι όσοι συναντήσαμε εδώ υποστηρίζουν την Ουκρανία και τον αγώνα της για την ανεξαρτησία. Με την κόρη μου ασχολούμαστε πλέον ενεργά με την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Αυτές τις ημέρες συμπληρώνεται ένας χρόνος από την κατάληψη της Μαριούπολης. Ελπίζουμε όμως πραγματικά, ότι στο πολύ εγγύς μέλλον θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε ξανά στην ελεύθερη ουκρανική γενέτειρά μας, τη Μαριούπολη, και η πολυκατοικία μας θα είναι εκεί να μας περιμένει».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ/Σοφία Προκοπίδου