Δεν χωράει καμία συζήτηση πως τα γεγονότα στα περίχωρα του Κιέβου, στην Μπούτσα, προκαλούν αποτροπιασμό, σοκάρουν ακόμα και τις γενιές που έχουν εκπαιδευτεί για χρόνια στο θέαμα της βίας. Και ο λόγος που σοκάρονται είναι ακριβώς πως τούτη η βία δεν είναι θεαματική. Δεν έχει υπερήρωες, δεν χωράει στα στερεότυπα της γενναιότητας. Είναι απλά θηριώδης αλλά και κοινότοπη, δολοφονεί ακριβώς όσους δεν ήθελαν να εμπλακούν, όσους δεν μίσησαν, δεν σήκωσαν όπλο και κυρίως δεν μπορούσαν να αμυνθούν.
Η αποχώρηση του ρωσικού στρατού από τη Μπούτσα, απροσδιόριστο ακόμα αν συνέβη πριν τις 30 Μαρτίου ή αμέσως μετά, έφερε στο φως μαζικούς τάφους αλλά και σκόρπιους νεκρούς σε διάφορες περιοχές της πόλης. Η πόλη, κατά τα άλλα ένα από τα πιο ειδυλλιακά μέρη στα περίχωρα του Κιέβου, είχε μετατραπεί σε ένα μέρος που θύμιζε εφιαλτικό σκηνικό ταινίας. Οι μαρτυρίες από κατοίκους της περιοχής για πυροβολισμούς στο ψαχνό, βιασμούς, καταλήψεις σπιτιών και καταστροφές περιουσιών ήρθαν να επιβεβαιώσουν τις χειρότερες προβλέψεις: πως μια είσοδος στρατού πεζικού σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή θα οδηγούσε σε ένα πόλεμο που πάει πολύ πιο μακριά από τις απλές εχθροπραξίες: θα ήταν ένας πόλεμος ενάντια στον πληθυσμό, ενάντια στην τοπική κοινωνία. Ήταν τελικά ένας πόλεμος τρόμου.
Τα γεγονότα της Μπούτσα αφορούν κυρίως τους ανθρώπους που τα υπέστησαν, και σε αυτούς αξίζει αμέριστη συμπαράσταση και βοήθεια. Αφορούν όμως και εμάς. Μας αφορούν για δύο λόγους.
Πρώτα, μετά την αποκάλυψη των δολοφονημένων κατοίκων ξεκίνησε ιντερνετικά ένας πόλεμος εντυπώσεων και από τις δύο πλευρές. Από τη μία τα Δυτικά ΜΜΕ και social media μιλούσαν για μια σφαγή άνευ προηγουμένου, κινητοποιώντας όλα τα διαθέσιμα – οπτικά και αφηγηματικά – μέσα για να συγκινήσουν το κοινό ενάντια στις «βαρβαρότητες των Ρώσων». Από την άλλη, τα ρωσικά ΜΜΕ, επιδόθηκαν σε μια αντίθετη προπαγάνδα και ερμηνείες, ισχυριζόμενα ότι οι νεκροί αποτελούν δολοφονίες φιλορώσων πολιτών από τις ουκρανικές δυνάμεις που εισήλθαν εντός της περιοχής μετά την έξοδο των Ρώσων. Παρ’ όλο που η ουκρανική πλευρά έχει κομίσει μέχρι στιγμής συντριπτικά στοιχεία υπέρ της, ενώ η ρωσική όχι, τα θύματα είναι πάρα πολλά και φαίνεται να είναι δολοφονημένα μάλιστα σε βάθος χρόνου, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι ουκρανικές δυνάμεις να έκαναν αντίποινα σε κάποια κομμάτια του πληθυσμού που θεώρησαν ότι «συνεργάστηκαν με τον εχθρό».
Αυτό είναι που ισχυρίζεται η ρωσική πλευρά. Δεν θέλω εδώ να κάνω μια ερμηνεία των γεγονότων, από τη στιγμή που μέχρι προχθές δεν ξέραμε καν ότι η Μπούτσα υπάρχει. Όμως, βλέποντας τον πόλεμο εντυπώσεων, και δουλεύοντας η ίδια σε ένα ψηφιακό μέσο, τα γεγονότα στην Μπούτσα με κάνουν να αναρωτιέμαι για το πόσο μακριά είναι η αλήθεια πλέον από αυτό που βλέπουν όλες οι πλευρές. Με τις νέες τεχνολογίες είναι πλέον πολύ εύκολο να φτιαχτούν βίντεο, να δημιουργηθούν εντυπώσεις, να διαδοθεί αστραπιαία μια πληροφορία που πλημμυρίζοντας το ίντερνετ να μοιάζει και ως αληθινή. Πλέον εγείρονται ζητήματα περί της φύσης της πληροφορίας στον κόσμο που ζούμε. Η συζήτηση περί fake news δεν είναι νέα, αλλά όταν παίζονται ανθρώπινες ζωές πλέον δεν είναι «απλά μια συζήτηση». Είναι διακύβευμα να μπορούμε να εμπιστευόμαστε τα ΜΜΕ μας, και φαίνεται πως δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε πλέον τίποτα, τίποτα πέρα από το γεγονός πως κάποιοι δολοφονήθηκαν.
Το δεύτερο ζήτημα που προκύπτει είναι πως το διακύβευμα του να κρίνουμε τι έγινε στην Μπούτσα έχει να κάνει με την ηθική κρίση του πολέμου. Πάντα σε έναν πόλεμο κάποιοι συντάσσονται με τη μία πλευρά και κάποιοι με την άλλη. Και πάντα οι άνθρωποι τείνουν να ερμηνεύουν το κόσμο με όρους καλού και κακού, δίκαιου και άδικου. Και οι χειρότεροι εγκληματίες πιστεύουν πως έχουν το δίκιο με το μέρος τους. Η Μπούτσα είναι σημαντική, γιατί στην απόδοση ευθύνης για το έγκλημα εκεί, θα κριθεί και ποιος θα θεωρηθεί το κτήνος του πολέμου. Είμαστε συνηθισμένοι στον πόλεμο, ακόμα και στις παράπλευρες απώλειες, αλλά η τυφλή εκτέλεση άοπλων, οι βιασμοί παραμένουν μια κτηνωδία άνευ αποδοχής. Έτσι η Μπούτσα, εκτός από πεδίο σύγκρουσης μεταξύ ουκρανικού και ρωσικού στρατού είναι το πεδίο σύγκρουσης όσων ακόμα θεωρούν ότι μπορούμε να μιλάμε για δίκαιους και άδικους πολέμους. Ο βαθμός στον οποίο η κοινή γνώμη και στην Ελλάδα και αλλού στην Ευρώπη είναι διχασμένη ως προς αυτό το ζήτημα, δείχνει ήδη ότι οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των δύο έχουν θολώσει.
Περνάμε ίσως σε μια εποχή που απλά «γίνονται πόλεμοι» και κανένας δεν μπορεί να εκφέρει γνώμη με απόλυτη σιγουριά. Και αυτό είναι άσχημο γιατί ακριβώς ο πόλεμος είναι η στιγμή που οι άνθρωποι πρέπει να είναι ενήμεροι, και να εκφέρουν ουσιαστικές σθεναρές γνώμες για να τον αποτρέπουν. Στην αύξηση αυτού του κυνισμού, σίγουρα παίζει ρόλο και το φαινόμενο πως τα τελευταία χρόνια, όλα τα κράτη, τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία στην προκείμενη περίπτωση, χρησιμοποιούν μισθοφόρους ως στρατιώτες και όχι κληρωτούς, ανθρώπους δηλαδή εκπαιδευμένους στη βαρβαρότητα.
Δεν χωράει καμία συζήτηση πως τα γεγονότα στα περίχωρα του Κιέβου, στην Μπούτσα, προκαλούν αποτροπιασμό, σοκάρουν ακόμα και τις γενιές που έχουν εκπαιδευτεί για χρόνια στο θέαμα της βίας. Και ο λόγος που σοκάρονται είναι ακριβώς πως τούτη η βία δεν είναι θεαματική. Δεν έχει υπερήρωες, δεν χωράει στα στερεότυπα της γενναιότητας. Είναι απλά θηριώδης αλλά και κοινότοπη, δολοφονεί ακριβώς όσους δεν ήθελαν να εμπλακούν, όσους δεν μίσησαν, δεν σήκωσαν όπλο και κυρίως δεν μπορούσαν να αμυνθούν.
Η αποχώρηση του ρωσικού στρατού από τη Μπούτσα, απροσδιόριστο ακόμα αν συνέβη πριν τις 30 Μαρτίου ή αμέσως μετά, έφερε στο φως μαζικούς τάφους αλλά και σκόρπιους νεκρούς σε διάφορες περιοχές της πόλης. Η πόλη, κατά τα άλλα ένα από τα πιο ειδυλλιακά μέρη στα περίχωρα του Κιέβου, είχε μετατραπεί σε ένα μέρος που θύμιζε εφιαλτικό σκηνικό ταινίας. Οι μαρτυρίες από κατοίκους της περιοχής για πυροβολισμούς στο ψαχνό, βιασμούς, καταλήψεις σπιτιών και καταστροφές περιουσιών ήρθαν να επιβεβαιώσουν τις χειρότερες προβλέψεις: πως μια είσοδος στρατού πεζικού σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή θα οδηγούσε σε ένα πόλεμο που πάει πολύ πιο μακριά από τις απλές εχθροπραξίες: θα ήταν ένας πόλεμος ενάντια στον πληθυσμό, ενάντια στην τοπική κοινωνία. Ήταν τελικά ένας πόλεμος τρόμου.
Τα γεγονότα της Μπούτσα αφορούν κυρίως τους ανθρώπους που τα υπέστησαν, και σε αυτούς αξίζει αμέριστη συμπαράσταση και βοήθεια. Αφορούν όμως και εμάς. Μας αφορούν για δύο λόγους.
Πρώτα, μετά την αποκάλυψη των δολοφονημένων κατοίκων ξεκίνησε ιντερνετικά ένας πόλεμος εντυπώσεων και από τις δύο πλευρές. Από τη μία τα Δυτικά ΜΜΕ και social media μιλούσαν για μια σφαγή άνευ προηγουμένου, κινητοποιώντας όλα τα διαθέσιμα – οπτικά και αφηγηματικά – μέσα για να συγκινήσουν το κοινό ενάντια στις «βαρβαρότητες των Ρώσων». Από την άλλη, τα ρωσικά ΜΜΕ, επιδόθηκαν σε μια αντίθετη προπαγάνδα και ερμηνείες, ισχυριζόμενα ότι οι νεκροί αποτελούν δολοφονίες φιλορώσων πολιτών από τις ουκρανικές δυνάμεις που εισήλθαν εντός της περιοχής μετά την έξοδο των Ρώσων. Παρ’ όλο που η ουκρανική πλευρά έχει κομίσει μέχρι στιγμής συντριπτικά στοιχεία υπέρ της, ενώ η ρωσική όχι, τα θύματα είναι πάρα πολλά και φαίνεται να είναι δολοφονημένα μάλιστα σε βάθος χρόνου, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι ουκρανικές δυνάμεις να έκαναν αντίποινα σε κάποια κομμάτια του πληθυσμού που θεώρησαν ότι «συνεργάστηκαν με τον εχθρό».
Αυτό είναι που ισχυρίζεται η ρωσική πλευρά. Δεν θέλω εδώ να κάνω μια ερμηνεία των γεγονότων, από τη στιγμή που μέχρι προχθές δεν ξέραμε καν ότι η Μπούτσα υπάρχει. Όμως, βλέποντας τον πόλεμο εντυπώσεων, και δουλεύοντας η ίδια σε ένα ψηφιακό μέσο, τα γεγονότα στην Μπούτσα με κάνουν να αναρωτιέμαι για το πόσο μακριά είναι η αλήθεια πλέον από αυτό που βλέπουν όλες οι πλευρές. Με τις νέες τεχνολογίες είναι πλέον πολύ εύκολο να φτιαχτούν βίντεο, να δημιουργηθούν εντυπώσεις, να διαδοθεί αστραπιαία μια πληροφορία που πλημμυρίζοντας το ίντερνετ να μοιάζει και ως αληθινή. Πλέον εγείρονται ζητήματα περί της φύσης της πληροφορίας στον κόσμο που ζούμε. Η συζήτηση περί fake news δεν είναι νέα, αλλά όταν παίζονται ανθρώπινες ζωές πλέον δεν είναι «απλά μια συζήτηση». Είναι διακύβευμα να μπορούμε να εμπιστευόμαστε τα ΜΜΕ μας, και φαίνεται πως δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε πλέον τίποτα, τίποτα πέρα από το γεγονός πως κάποιοι δολοφονήθηκαν.
Το δεύτερο ζήτημα που προκύπτει είναι πως το διακύβευμα του να κρίνουμε τι έγινε στην Μπούτσα έχει να κάνει με την ηθική κρίση του πολέμου. Πάντα σε έναν πόλεμο κάποιοι συντάσσονται με τη μία πλευρά και κάποιοι με την άλλη. Και πάντα οι άνθρωποι τείνουν να ερμηνεύουν το κόσμο με όρους καλού και κακού, δίκαιου και άδικου. Και οι χειρότεροι εγκληματίες πιστεύουν πως έχουν το δίκιο με το μέρος τους. Η Μπούτσα είναι σημαντική, γιατί στην απόδοση ευθύνης για το έγκλημα εκεί, θα κριθεί και ποιος θα θεωρηθεί το κτήνος του πολέμου. Είμαστε συνηθισμένοι στον πόλεμο, ακόμα και στις παράπλευρες απώλειες, αλλά η τυφλή εκτέλεση άοπλων, οι βιασμοί παραμένουν μια κτηνωδία άνευ αποδοχής. Έτσι η Μπούτσα, εκτός από πεδίο σύγκρουσης μεταξύ ουκρανικού και ρωσικού στρατού είναι το πεδίο σύγκρουσης όσων ακόμα θεωρούν ότι μπορούμε να μιλάμε για δίκαιους και άδικους πολέμους. Ο βαθμός στον οποίο η κοινή γνώμη και στην Ελλάδα και αλλού στην Ευρώπη είναι διχασμένη ως προς αυτό το ζήτημα, δείχνει ήδη ότι οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των δύο έχουν θολώσει.
Περνάμε ίσως σε μια εποχή που απλά «γίνονται πόλεμοι» και κανένας δεν μπορεί να εκφέρει γνώμη με απόλυτη σιγουριά. Και αυτό είναι άσχημο γιατί ακριβώς ο πόλεμος είναι η στιγμή που οι άνθρωποι πρέπει να είναι ενήμεροι, και να εκφέρουν ουσιαστικές σθεναρές γνώμες για να τον αποτρέπουν. Στην αύξηση αυτού του κυνισμού, σίγουρα παίζει ρόλο και το φαινόμενο πως τα τελευταία χρόνια, όλα τα κράτη, τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία στην προκείμενη περίπτωση, χρησιμοποιούν μισθοφόρους ως στρατιώτες και όχι κληρωτούς, ανθρώπους δηλαδή εκπαιδευμένους στη βαρβαρότητα.