Η Ρωσία, μετά από την εισβολή που διέταξε ο Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία, είναι μια (ηθικά) «νεκρή» χώρα.

Ένα κράτος χωρίς κοινωνικό μέλλον που χρειάζεται επειγόντως… ένα restart προκειμένου να λειτουργήσει ξανά, υπό άλλες συνθήκες και υπό εντελώς διαφορετική μορφή. Αν θέλει να λέγεται «ηθικά προηγμένο κράτος».

Αυτό, τουλάχιστον, υποστηρίζει η Αν Απλμπάουμ του «The Atlantic» σε σχετικό της άρθρο που δημοσιεύεται στο τεύχος Δεκεμβρίου.

Η διαπρεπής δημοσιογράφος του Economist, του Spectator και της Washington Post, καθώς και ιστορικός και κάτοχος βραβείου Πούλιτζερ το 2004 για το βιβλίο της «Gulag: A History», υπενθυμίζει ότι τις εβδομάδες που ακολούθησαν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, στα τέλη του περασμένου Φλεβάρη, χιλιάδες ρώσοι δημοσιογράφοι, ακτιβιστές, δικηγόροι και καλλιτέχνες έφυγαν από τη χώρα, «παίρνοντας μαζί τους ό,τι είχε απομείνει από ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, πολιτισμό και τέχνες». Και την τελευταία ικμάδα δικαιοσύνης, ανθρωπιάς και ηθικής, θα προσέθετε πιθανώς κάποιος.

Πώς κατάντησε λοιπόν έτσι η «Μαμά Ρωσία», μια χώρα με προαιώνιο ιστορικό πολιτισμού και προοδευτικής σκέψης; Κατάντησε έτσι αφενός επειδή αυτή την στιγμή την διοικεί ένας άνθρωπος, ο Πούτιν, ο οποίος δεν την θεωρεί «κράτος», αλλά «αυτοκρατορία». Ίσως και «του». Την δική του. Το δικό του δημιούργημα.

Ο «μεγαλοϊδεατισμός» του «Τσάρου» Βλαδίμηρου που προξενεί ηθική ασφυξία στην ίδια του την χώρα πρέπει σύντομα να πάρει τον δρόμο για το χρονοντούλαπο της Ιστορίας, υποστηρίζει με αδρές γραμμές η Απλμπάουμ, προσθέτοντας ότι «η Ρωσία πρέπει σύντομα να πάψει να φιλοδοξεί να είναι μια αυτοκρατορία και να καταστεί απλώς ένα κράτος-έθνος μεταξύ των υπολοίπων ανά την υφήλιο».

Κάτι που ίσως δεν έχει υποπέσει στην αντίληψη του Πούτιν, ως ηγέτη ενός κράτους, είναι ότι «δεν υπάρχει τίποτα αναπόφευκτο και τίποτα προκαθορισμένο για οποιοδήποτε έθνος ή την κυβέρνησή του. Μόνο οι δικτάτορες πιστεύουν ότι υπάρχουν νόμοι της Ιστορίας που πρέπει να τηρούνται. Οι δημοκράτες ηγέτες, αντίθετα, γνωρίζουν ότι το κράτος θα προσαρμοστεί τελικά στην κοινωνία, όχι η κοινωνία στο κράτος – και η κοινωνία, εξ ορισμού, αλλάζει πάντα».

Οπότε, που έγκειται η ελπίδα της αλλαγής αυτής – προς το καλύτερο πάντα;

Όπως αναφέρεται στο βιβλίο «The Empire Must Die» [Η Αυτοκρατορία πρέπει να πεθάνει] του Μιχαήλ Ζιγκάρ, ο ρώσος συγγραφέας και δημοσιογράφος αφηγείται μια παλιά ιστορία που έχει πολλές ομοιότητες με την Ρωσία του σήμερα: μιλάει για την περίπτωση κάποιων ρώσων στοχαστών, οι οποίοι στις αρχές του 20ού αιώνα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Ρωσία, λόγω διώξεων, αλλά επέστρεψαν στη συνέχεια, για να συμβάλουν στην αναδιαμόρφωσή της κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης.

«Μιλάμε για μια χρονική συγκυρία κατά την οποία ο αριθμός των ρώσων πολιτικών φυγάδων είναι πλέον τόσο μεγάλος, που γίνεται λόγος για μια “εναλλακτική ρωσική κοινωνία των πολιτών”. Η ρωσική διασπορά δεν είναι πλέον ένας εξωτερικός “κλάδος” της Ρωσίας και δεν είναι πλέον ξεκάθαρο ποιος είναι ο “κλάδος” και ποιος είναι ο “κορμός”», γράφει στο βιβλίο του ο Ζιγκάρ, ποντάροντας, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, στο ότι ακόμη και σήμερα «υπάρχουν άνθρωποι στην Ρωσία που πιστεύουν σε μιαν άλλη κοινωνία και σε ένα άλλο κοινωνικό κράτος».

Είναι, όμως, αυτό εφικτό σήμερα, στην Ρωσία του Πούτιν, όπου η πλειονότητα των Ρώσων πολιτών παραμένει σιωπηλή και συχνά παρεκκλίνει προς τον εθνικιστικό παροξυσμό; Εκεί όπου περισσότεροι από 17.000 ρώσοι πολίτες έχουν ήδη συλληφθεί και φυλακιστεί για την δημόσια και ηχηρή εναντίωσή τους στον πόλεμο στην Ουκρανία.

Εδώ είναι κομβικός ο ρόλος της ρωσικής διασποράς, γιατί, όπως τονίζει εμφατικά η Απλμπάουμ, «οι ιδέες κινούνται στον χωροχρόνο, μερικές φορές με απροσδόκητους τρόπους. Η αντίληψη ότι μια χώρα θα έπρεπε να είναι διαφορετική και να είναι διαφορετικά οργανωμένη μπορεί να προέλθει από παλιά βιβλία, από ταξίδια στο εξωτερικό ή απλώς από τη φαντασία των πολιτών της».

Πολίτες που είτε έχουν εγκαταλείψει εγκαίρως τη Ρωσία, όπως ο Βλαντίμιρ Κάρα-Μούρζα ή ο Ιλια Γιάσιν, είτε ο (φυλακισμένος σε ρωσική φυλακή από τον Ιανουάριο του 2021) Αλεξέι Ναβάλνι, ο οποίος διέρρευσε από το κελί του ένα άρθρο-δοκίμιο στο οποίο οραματίζεται μια «μετα-πουτινική» Ρωσία, απαιτώντας να αλλάξει σύντομα το «πλήρως απολυταρχικό και αυταρχικό καθεστώς Πούτιν» και να μετατραπεί σε μια μοντέρνα, κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Υπάρχει και η περίπτωση του Γκάρι Κασπάροφ, του πρώην παγκόσμιου πρωταθλητή στο σκάκι, που συνέβαλε στη διοργάνωση μαζικών αντι-πουτινικών διαδηλώσεων στη Μόσχα κατά τη δεκαετία του 2000 και τώρα είναι ασφαλώς ανεπιθύμητος στην ίδια του την χώρα και εκεί όπου κάποτε αντιμετωπιζόταν ως «εθνικός ήρωας». Ο Κασπάροφ, με πρόσφατες δηλώσεις του, ξεκαθάρισε την θέση του για ακόμη μια φορά και ήταν «καταπέλτης» εναντίον του Βλαδίμηρου: θεωρεί ότι μόνο η στρατιωτική ήττα στην Ουκρανία μπορεί να φέρει μια πολιτική αλλαγή και έγραψε χαρακτηριστικά ότι «η δημοκρατία στη Ρωσία θα είναι δυνατή μόνο όταν η Κριμαία απελευθερωθεί και η ουκρανική σημαία κυματίσει πάνω από τη Σεβαστούπολη».

Η Απλμπάουμ είναι σαφής ότι «ο ρωσικός στρατιωτικός ιμπεριαλισμός καθόρισε και ενίσχυσε τη ρωσική απολυταρχία [του Πούτιν]». Υπάρχει όμως και μια αχτίδα φωτός: «Το πολιτιστικό βάρος του ρωσικού παρελθόντος είναι βαρύ και οι συνήθειες της πουτινικής απολυταρχίας – ιδιαίτερα αυτή του να ζεις υπό το καθεστώς ενός διαρκούς φόβου – μέχρι σήμερα μοιάζουν να είναι εξαιρετικά ανθεκτικές. Αλλά για πόσο καιρό; Οι χώρες εξελίσσονται, άλλοτε με καλύτερες κυβερνήσεις και άλλοτε με χειρότερες, οι αυτοκρατορίες, ωστόσο, καταρρέουν: η ρωσική αυτοκρατορία κατέρρευσε, η σοβιετική αυτοκρατορία κατέρρευσε και αργά ή γρήγορα και η νέα ρωσική αυτοκρατορία του Βλαντίμιρ Πούτιν θα καταρρεύσει με τον ίδιον ακριβώς τρόπο».

«Έχω υποστηρίξει και στο παρελθόν ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ούτε καν η Αμερικανική Δημοκρατία μπορεί όντως να επιβιώσει μεσομακροπρόθεσμα. Όμως το ίδιο ισχύει και για τη Ρωσία. Το μέλλον της χώρας θα διαμορφωθεί όχι από τους διάφορους μυστικιστικούς νόμους της Ιστορίας, αλλά από το πώς οι ηγέτες και οι πολίτες της θα απορροφήσουν μέσα τους και θα ερμηνεύσουν την τραγωδία αυτού του συγκλονιστικού, βάναυσου και εν τέλει περιττού πολέμου απέναντι στην Ουκρανία», καταλήγει εμφατικά η Απλμπάουμ στο εκτενές της άρθρο.