Ο Fatih Birol, επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, δήλωσε την Τετάρτη πως, ενώ η αποθήκευση φυσικού αερίου στην Ευρώπη για αυτόν τον χειμώνα έχει πια σχεδόν ολοκληρωθεί, η ίδια διαδικασία την επόμενη χρονιά μπορεί να αποτελέσει σημαντική πρόκληση. Προς το παρόν έχουμε σχεδόν αγγίξει το 90% της ποσότητας που χρειαζόμαστε για φέτος.
«Θα προτιμούσα οι ευρωπαϊκές χώρες να ήταν πολύ πιο ευέλικτες, να ανταποκρίνονταν πιο γρήγορα στις συστάσεις μας», σχολίασε ο ίδιος σύμφωνα με το CNBC, αναφερόμενος στο σχέδιο 10 σημείων του ΔΟΕ για την μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο μετά την εισβολή του Κρεμλίνου στο Ουκρανία.
«Αλλά το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε δεν είναι κακό και αναμένω, αν δεν υπάρξουν εκπλήξεις -πολιτικές και τεχνικές- και αν ο χειμώνας… είναι ένας κανονικός χειμώνας, η Ευρώπη να μπορέσει να τον περάσει με ελάχιστες ζημιές εδώ κι εκεί. Μπορούμε να φτάσουμε στον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο». Πάντως ο Birol πρόσθεσε πως αυτή τη στιγμή τα επίπεδα αποθήκευσης πιθανότατα έχουν παρουσιάσει μείωση 25% με 30%. «Επομένως το ερώτημα είναι πώς θα πάμε και πάλι από το 25 με 30% στο 80 με 90% για τον χειμώνα του 2023.
«Αυτό που μας βοήθησε αυτή τη φορά είναι ότι εισάγαμε ακόμα λίγο αέριο από τη Ρωσία τους τελευταίους μήνες», είπε. Επιπλέον, η Κίνα είχε εισάγει «λιγότερο αέριο από ό,τι θα είχε εισάγει σε άλλη περίπτωση» λόγω αυτού που ο Birol αποκάλεσε «πολύ υποτονικές οικονομικές επιδόσεις». Το σενάριο, είπε ο Birol, θα μπορούσε να αλλάξει το 2023, ειδικά όσον αφορά την Κίνα. «Το επόμενο έτος, αν οι εισαγωγές κινεζικού φυσικού αερίου αυξηθούν λόγω ανάκαμψης της κινεζικής οικονομίας, θα είναι μάλλον δύσκολοι οι λίγοι μήνες από τον Μάρτιο έως τον επόμενο χειμώνα».
«Έτσι αυτός ο χειμώνας είναι δύσκολος, αλλά ο επόμενος χειμώνας μπορεί επίσης να είναι πολύ δύσκολος», είπε και πρόσθεσε πως οι προετοιμασίες για το 2023 πρέπει να ξεκινήσουν σήμερα.
Τα σχόλια του Birol έρχονται σε μια στιγμή κατά την οποία η Ευρώπη προσπαθεί να ενισχύσει τον ενεργειακό εφοδιασμό καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται. Σύμφωνα με τη Eurostat, η Ρωσία ήταν πέρυσι ο μεγαλύτερος προμηθευτής της ΕΕ, τόσο πετρελαίου όσο και φυσικού αερίου. Ωστόσο σε έκθεση που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα, ο ΔΟΕ ανέφερε ότι οι εξαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν σημειώσει σημαντική μείωση φέτος.
«Παρά τη διαθέσιμη ικανότητα παραγωγής και μεταφοράς, η Ρωσία μείωσε την προμήθεια φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά σχεδόν 50% ετησίως από τις αρχές του 2022», αναφέρει σχετική έκθεση του Οργανισμού για την αγορά φυσικού αερίου.
«Όπως έχουν τώρα τα πράγματα, μια πλήρης διακοπή της παροχής φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τον ρωσικό αγωγό δεν μπορεί να αποκλειστεί ενόψει της περιόδου θέρμανσης 2022-2023, όταν δηλαδή η ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου είναι στην πιο ευάλωτη φάση της», τονίζεται στην έκθεση.
Σε ένδειξη του πόσο δύσκολη είναι η τρέχουσα κατάσταση, η ενεργειακή εταιρεία Orsted ανακοίνωσε πρόσφατα ότι θα συνεχίσει ή θα επανεκκινήσει τις εργασίες σε τρεις εγκαταστάσεις εξόρυξης ορυκτών καυσίμων, έπειτα από εντολή των αρχών της Δανίας. Σύμφωνα με ανακοίνωση της εταιρείας, η κίνηση αυτή έγινε «για να εξασφαλιστεί το ηλεκτρικό ρεύμα στη Δανία».
Λίγες ημέρες πριν την ανακοίνωση της Orsted, μια άλλη μεγάλη ευρωπαϊκή ενεργειακή εταιρεία, η γερμανική RWE, γνωστοποίησε ότι τρεις από τις μονάδες λιγνίτη που έχει θα επιστρέψουν προσωρινά στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, προκειμένου να ενισχυθεί η ασφάλεια του εφοδιασμού. Όπως είπε, καθεμία από τις μονάδες της έχει χωρητικότητα 300 μεγαβάτ. «Η χρήση τους αρχικά θα περιοριστεί ως τις 30 Ιουνίου του 2023».