Hannibal ante portas. Ο (ακροδεξιός) Αννίβας προ των πυλών.
Είναι λοιπόν οριστικό: η Σουηδία, μια βαθιά σοσιαλδημοκρατική χώρα που ανέδειξε προσωπικότητες όπως ο Ούλοφ Πάλμε, ένα προηγμένο κράτος δικαίου και κοινωνικής δικαιοσύνης, έχει πλέον και ακροδεξιές δυνάμεις στην κυβέρνηση συνασπισμού της.
Το εξαιρετικά οριακό αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών της περασμένης Κυριακής ανέδειξε για ακόμη μια φορά αυτό που, λίγο έως πολύ, υποψιαζόμασταν: ότι ο ανερχόμενος ακροδεξιός λεπενισμός και ορμπανισμός της ευρωπαϊκής πολιτικής δεν θα περιοριστεί αποκλειστικά στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου ή τα κράτη του Βίσεγκραντ [Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία και Σλοβακία], αλλά θα «επιμολύνει» και την πλούσια Βόρεια Ευρώπη, εκεί όπου τα οικονομικά και τα κοινωνικά τους ζητήματα είναι λυμένα εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Τη σκυτάλη της διακυβέρνησης παρέλαβε από το βράδυ της Πέμπτης ο Ουλφ Κρίστερσον, ο οποίος διαθέτει μαζί με τον συνασπισμό δεξιών, φιλελεύθερων και ακροδεξιών δυνάμεων οριακή πλειοψηφία 176 ψήφων έναντι των 173 των Σοσιαλδημοκρατών.
«Η Σουηδία έχει ένα εκλογικό αποτέλεσμα. Οι μετριοπαθείς πολιτικές δυνάμεις και τα άλλα κόμματα στο πλευρό μου έλαβαν εντολή για την αλλαγή που ζητήσαμε. Τώρα ξεκινά το έργο σχηματισμού μιας νέας αποτελεσματικής κυβέρνησης, μιας κυβέρνησης για όλη τη Σουηδία και για όλους τους πολίτες. Είμαι υπερήφανος για την εμπιστοσύνη που λάβαμε, αλλά ξέρω επίσης ότι υπάρχει μεγάλη απογοήτευση στην κοινωνία. Υπάρχει φόβος, βία, ανησυχία για την οικονομία. Ο έξω κόσμος είναι πολύ αβέβαιος και η πολιτική πόλωση έχει γίνει πολύ μεγάλη, ακόμη και στη Σουηδία. Γι αυτό, το μήνυμά μου είναι ότι θέλω να συσπειρώσω, όχι να διχάσω, να δω τι ενώνει, αλλά και να σεβαστώ τις πραγματικές διαφορές. Θέλω να ενσταλάξω την ελπίδα. Ακόμα και μεγάλα προβλήματα μπορούν να λυθούν. Σας ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σας», τόνισε στο πρώτο του μήνυμα ο Κρίστερσον, αλλά κανείς στη Σουηδία και την υπόλοιπη Ευρώπη δεν μπορεί να αισθάνεται ήσυχος, ακόμη και με αυτή την πολύ προσεκτικά διατυπωμένη και φυσικά άκρως πολιτικάντικη δήλωση.
Και πως να νιώθει, όταν είναι δεδομένη η συμμετοχή στην κυβέρνηση του ακροδεξιού κόμματος «Σουηδοί Δημοκράτες», καθώς έλαβε τις περισσότερες ψήφους ανάμεσα στα κόμματα του δεξιού συνασπισμού. Ο ηγέτης του ξενοφοβικού και ρατσιστικού πολιτικού μορφώματος, Τζίμι Άκεσον, μπορεί να αισθάνεται περήφανος για το κατόρθωμά του: το κόμμα του μπήκε για πρώτη φορά στη βουλή το 2010 και από τότε διαγράφει μια τεράστια ανοδική πορεία, παρόμοια με την αντίστοιχη της δικής μας Χρυσής Αυγής, υποστηρίζοντας σθεναρά ότι «η μετανάστευση μουσουλμάνων στην Σουηδία αποτελεί την μεγαλύτερη εξωτερική απειλή από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο».
«H εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει τους πολιτικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς που λαμβάνουν χώρα τα τελευταία χρόνια στη χώρα με επίκεντρο την μεταναστευτική πολιτική. Η Σουηδία είναι μια χώρα με τεράστιο αριθμό, per capita, αιτητών ασύλου κυρίως από την Συρία τα τελευταία χρόνια, δυναμική που άλλαξε άρδην κάποιες νόρμες της σουηδικής κοινωνίας αλλά και που οδήγησε την Ακροδεξιά στη χώρα, στη σύγχρονή της μορφή, να εστιάσει στην αντιμεταναστευτική πολιτική/ρητορική έναντι των παραδοσιακών ποιοτικών στοιχείων του σουηδικού νεοεθνικισμού. Πρακτικά σημαίνει πως οι «Σουηδοί Δημοκράτες» θα πιέσουν για αυστηρότερα μέτρα ως προς την πολιτική παραχώρησης προστασίας σε αιτητές ασύλου και θα εφαρμόσουν λιγότερο ευέλικτες πολιτικές ενσωμάτωσης των ξένων τόσο στο πεδίο της διεθνούς προστασίας όσο και στο κομμάτι της κοινωνικής ένταξης», υποστηρίζει, μιλώντας στο Olafaq, ο Γιάννης Ιωάννου, γεωπολιτικός αναλυτής στην Καθημερινή Κύπρου και συνιδρυτής του Geopolitical Cyprus (www.geopoliticalcyprus.org).
Οικονομική πίεση και προς τον ευρωπαϊκό βορρά
Ωστόσο, όποιος… πρόσεχε στο μάθημα Οικονομίας, δεν ήταν δα και δύσκολο να διαβλέψει ότι η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, με πράξεις ή παραλείψεις της, ουσιαστικά συνυπόγραψε την τελευταία αυτή εξέλιξη στη Σουηδία.
Από την έναρξη της οικονομικής ύφεσης στην Ευρωζώνη, τον Απρίλιο του 2010 μέχρι το προσφυγικό κύμα του Οκτώβρη του 2015, τα οικονομικά πολλών κρατών, κυρίως στον ευρωπαϊκό νότο, συμπιέστηκαν. Ιταλία, Ελλάδα, μέχρι και Γαλλία και Ισπανία, βρέθηκαν ενώπιον μιας πρωτοφανούς δημοσιονομικής κρίσης, η οποία ελάχιστα υποστηρίχθηκε (ή αποπειράθηκε να αποτραπεί) από τις Βρυξέλλες.
Οι σκανδιναβικές χώρες και η Γερμανία, ωστόσο, συνέχιζαν να διατηρούν τα δημοσιονομικά τους ζητήματα λίγο έως πολύ ανέπαφα και να υποστηρίζουν μάλιστα, σχεδόν προκλητικά, ότι «με τα δικά τους χρήματα ταΐζουν τους “τεμπέληδες” του ευρωπαϊκού νότου».
Ενέσκηψε όμως η πανδημία και ένα νέο προσφυγικό κύμα, μαζί με τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο και οι «Φειδωλοί και Πλούσιοι Βόρειοι» βρέθηκαν και αυτοί οικονομικά στριμωγμένοι.
Σιγά σιγά άρχισε να εδραιώνεται και σε αυτές τις χώρες η έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια και η ραγδαία πτώση του επιπέδου ζωής και ως αποτέλεσμα όλων αυτών, εμφανίστηκαν και στην «κοινωνικά προηγμένη» Σκανδιναβία, κάποια ακροδεξία μορφώματα που πίεζαν προς μια ακόμη πιο έντονη αντιμεταναστευτική και δημοσιονομικά σφιχτή κατεύθυνση.
Πόσο πολύ απειλείται, κατόπιν τούτων, η made in Europe Δημοκρατία μας;
«Νομίζω πως η εμπειρία της ευρωπαϊκής δημοκρατίας είναι ισχυρότερη και ανθεκτικότερη από όσο νομίζουμε παρά τις ανά καιρούς εμφανίσεις ακροδεξιών, ριζοσπαστικών και αντιμεταναστευτικών κομμάτων στην Ευρώπη. Η Σουηδία παραμένει μια χώρα που παρά τα προβλήματα των τελευταίων χρόνων (αύξηση των αιτητών ασύλου, εγκληματικότητα που συνδέεται με δίκτυα με μεταναστευτική γεωγραφία, μεγάλο debate στο εσωτερικό της για αυτά τα ζητήματα) έχει να επιδείξει ένα πολύ συγκεκριμένο μοντέλο δημοκρατίας, κρατικής οργάνωσης και κράτους Δικαίου παράλληλα με την εμπειρία της «σουηδικότητας» η οποία ιστορικά έχει συγκεκριμένο αποτύπωμα στις διεθνείς της σχέσεις αλλά και στο τρόπο που σκέφτεται και δρα η κοινωνία της», επισημαίνει εμφατικά ο κ. Ιωάννου.
Ο Γιάννης Ιωάννου σπεύδει, ωστόσο, να υπερτονίσει κάτι πολύ σημαντικό: την σημασία του rebranding της σουηδικής ακροδεξιάς, όπως την ξεκίνησε στην Γαλλία η Μαρίν Λεπέν, αποκόπτοντας ουσιαστικά τους δεσμούς της από το «Εθνικό Μέτωπο» του ιδρυτή του (και πατέρα της, Ζαν-Μαρί) και επανεφευρίσκοντας, πολιτικά, τη νέα γαλλική ακροδεξία ως «Εθνική Συσπείρωση», δηλαδή «άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».
«Νομίζω πως η διαδικασία ισχυροποίησης της σουηδικής Ακροδεξιάς, όπως την εκφράζουν οι «Σουηδοί Δημοκράτες» τα τελευταία χρόνια έχει πολύ συγκεκριμένη μορφή και, στρατηγικά, κινήθηκε με αμιγώς ξενοφοβικό/αντι-ισλαμικό και αντιμεταναστευτικό δημόσιο λόγο. Εστίασε δηλαδή μακριά από τα τετριμμένα της σουηδικής Ακροδεξιάς παλιότερα ή των εξτρεμιστικών κύκλων του σουηδικού νεοναζιστικού κινήματος Det fria Sverige («Ελεύθερη Σουηδία») που άνθισε στις δεκαετίες του 90’ και του 2000 συγκρουόμενο κι ως εγκληματικό δίκτυο (κυρίως μέσω συμμοριών με μοτοσικλέτες) με μικροεγκληματίες μεταναστευτικής γεωγραφίας. Οι «Σουηδοί Δημοκράτες» συνεπώς πάτησαν στις παρυφές της συντήρησης της Σουηδικής Χριστιανοδημοκρατίας κάνοντας ένα rebranding από τον παραδοσιακό νεοεθνικισμό στην αντιμεταναστευτική ρητορική της λαϊκής Δεξιάς σε ένα timing που την σουηδική κοινωνία απασχολεί το τι θα συμβεί με τόσους πολλούς μετανάστες και που «αγοράζει» αυτό το νέο αφήγημα. Άρα η νίκη του Ακεσον ήταν λίγο πολύ αναμενόμενη ακολουθώντας μια στρατηγική που σε πανευρωπαϊκό επίπεδο έχει δείξει πως δουλεύει σε εποχές που ανθίζει ο λαϊκισμός και η ξενοφοβία», καταλήγει με νόημα ο κ. Ιωάννου.