Το παραδέχομαι, δεν ήμουν ποτέ φανατική του “Squid Game”. Οι δύο πρώτες σεζόν με άφησαν αδιάφορη. Είχαν σασπένς, είχαν βία, είχαν hype, αλλά δεν με άγγιξαν. Μέχρι που ήρθε η τρίτη σεζόν και με έκανε να την δω με άλλο μάτι, να αλλάξω γνώμη. Όχι με τις ανατροπές της, αλλά με το ανθρώπινο βάρος της.

Η τρίτη σεζόν ξεχνά το θέαμα και κρατά μόνο την ουσία, η οποία εστιάζει στο ψυχικό κόστος των αποφάσεων και στη μνήμη που βαραίνει περισσότερο από το παιχνίδι.

Ο Gi-hun δεν είναι ήρωας. Κουρασμένος από το βάρος του παρελθόντος και αηδιασμένος από το παιχνίδι τους, δεν επιστρέφει για να σώσει τον κόσμο, αλλά είναι αποφασισμένος να κόψει μια αλυσίδα που για τόσο καιρό υπήρχε, με κόστος τη δική του ζωή. Δεν περιμένει τίποτα και αυτό τον κάνει πιο δυνατό από ποτέ. Σκέφτομαι ότι εγώ θα τον φοβόμουν.

Για πρώτη φορά, το “Squid Game” αλλάζει ρυθμό. Δεν κινείται πια στο μοτίβο δράση–ανατροπή. Εστιάζει στα πρόσωπα , στους ανθρώπους που προσπαθούν να κερδίσουν και σ’ εκείνους που προσπαθούν απλώς να μη χάσουν την ηθική τους.

Το παιχνίδι άλλαξε. Δεν έχει πίστες, έχει ανθρώπους. Δεν έχει “σκότωσε ή θα πεθάνεις”, έχει “διάλεξε ποιος αξίζει να ζήσει”. Όταν οι παίκτες καλούνται να αποκλείσουν συμπαίκτες όχι βάσει των ικανοτήτων τους, αλλά με υποκειμενικά κριτήρια που θυμίζουν κοινωνικό πείραμα, τότε κάπου εκεί ένιωσα κάτι παράξενα οικείο. Γιατί αυτή η απόφαση δεν είναι φαντασία αλλά η πραγματικότητα.

Μέσα σε αυτό το νέο, πιο σκοτεινό πλαίσιο, έρχεται η πιο παράδοξη ανατροπή. Η παίκτρια 222 είναι έγκυος και φέρνει στη ζωή το παιδί της μέσα στο παιχνίδι. Το νεογέννητο επιβιώνει και γίνεται κάτι σαν ένα βουβό σύμβολο. Δεν λέει λέξη κι όμως αλλάζει τους πάντες γύρω του. Μαζί με όλους εμάς.

Η Geum-ja (149) βρίσκεται μπροστά στο αδιανόητο δίλημμα και καλείται να επιλέξει, ανάμεσα στο να σώσει τον γιο της ή να προστατεύσει το νεογέννητο. Η απόφαση να θυσιάσει το δικό της παιδί, δεν είναι ηρωική, αλλά αντιφατική, όπως φαίνεται από τα ειρωνικά σχόλια των VIPs, πως μόνο μια τρελή θα μπορούσε να σκοτώσει το δικό της σπλάχνο, για ένα “ξένο”. Η σκηνή δεν χτίζεται για να σοκάρει αλλά για να σε ακινητοποιήσει. Να σε κάνει να σκεφτείς «εγώ τι θα έκανα;». Ακόμα το σκέφτομαι, αλλά προσωπικά δεν έχω καθαρή απάντηση.

Αντίθετα, ο 333, πατέρας του βρέφους, προδίδει την 222, γιατί φοβάται πως αλλιώς δεν θα φτάσει στο τέλος. Δεν του είχα και καμία τρελή αδυναμία, όμως με προβλημάτισε. Και κάπου εκεί, το “Squid Game” κάνει κάτι μεγάλο, σου δείχνει ότι το “κακό” δεν είναι πάντα κακό. Είναι συχνά απλώς κάποιος που φοβήθηκε περισσότερο από εσένα.

Ακόμα και η φρουρός Kang No-eul σιωπηλά, αποστασιοποιείται από το σύστημα, μετανιωμένη για τις πράξεις της. Λίγο αργά βέβαια. Σε μια τελευταία προσπάθεια εξιλέωσης βοηθά τον 246 να δραπετεύσει για χάρη της άρρωστης κόρης του, έχοντας η ίδια χάσει τη δική της.

Οι VIPs επέστρεψαν, ανάμεσα τους και μια γυναίκα αυτή τη φορά. Κι αν περίμενες να φέρει έστω μια σπίθα ενσυναίσθησης, think twice. Το βλέμμα τους, οι ατάκες και το ειρωνικό χαμόγελο τους, στη θέα της ωμής βίας, δείχνουν πως η ανθρωποφαγία δεν έχει φύλο.

Η μεταστροφή του Front Man στο τέλος, ξαφνιάζει, όταν ο ίδιος βοηθάει τον 456, όχι γιατί μετάνιωσε, αλλά γιατί ίσως, για ένα δευτερόλεπτο, θυμήθηκε ποιος ήταν.

Και τότε έρχεται η Cate Blanchett στην Αμερική. Ένα φινάλε που μοιάζει εκτός τόπου, αλλά δεν είναι, και λειτουργεί σαν υπενθύμιση ότι τίποτα δεν τελειώνει απλώς αλλάζει μορφές.

Δεν ξέρω αν αυτή ήταν η πιο βαρετή σεζόν, όπως λένε. Ξέρω όμως ότι ήταν η μόνη, που με έκανε να ασχοληθώ παραπάνω και να αναθεωρήσω τις σκέψεις μου για το franchise του “Squid Game”, το οποίο σταμάτησε να είναι πια ένα “παιχνίδι”. Κι αυτό το κάνει επιτέλους ενδιαφέρον.

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.