Θυμάμαι ένα πρωτοσέλιδο που έχει μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη μου, έγραφε “τηλεκμαυλισμός”. Οι Έλληνες έμαθαν να υπομένουν, να προσαρμόζονται, να βρίσκουν τρόπους να “επιβιώνουν”. Ίσως γι’ αυτό όταν εμφανίστηκε στις οθόνες μας το “Survivor” δεν ήταν απλώς ένα τηλεοπτικό φαινόμενο, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο: Ένα reality για ανθρώπους που παλεύουν για λίγα ρύζια και έναν υπνόσακο στην παραλία έγινε το άτυπο εθνικό είδωλο. Όχι γιατί άρεσε να βλέπουν ιδρωμένους διαγωνιζόμενους να τσακώνονται, αλλά γιατί με έναν παράξενο τρόπο είδαν τον εαυτό τους εκεί μέσα.
Η Ελλάδα του 2025 εξακολουθεί να είναι μια χώρα που προσπαθεί να σταθεί όρθια ανάμεσα σε κρίσεις: οικονομικές, πολιτικές, ψυχολογικές κι αν το “Survivor” ή το “Squid Game” της τηλεόρασης μας ψυχαγωγούν, είναι γιατί αγγίζουν κάτι πολύ οικείο, το καθημερινό μας παιχνίδι επιβίωσης. Το πρωινό λεωφορείο, ο φόρος που ήρθε ξαφνικά, η δουλειά που δεν πληρώνει αρκετά, η αναμονή στο δημόσιο, ο αγώνας να μείνει ζωντανή η … αξιοπρέπεια. Αυτά είναι τα πραγματικά “αγωνίσματα αντοχής”.
Το “Survivor” εκτός από ένα διάσημο reality, είναι κι ένα σύμπτωμα. Ένα παράθυρο στην ψυχολογία ενός λαού που έχει μάθει να μετρά τη ζωή του σε γύρους, να ζει με το “θα τα καταφέρουμε” κολλημένο στα χείλη. Όπως οι παίκτες που σέρνουν τα κορμιά τους μέσα στη λάσπη για ένα έπαθλο φαγητού, έτσι κι εμείς παλεύουμε κάθε μήνα για να “πιάσουμε το νήμα” και μετά, ξανά απ’ την αρχή.
Η τηλεοπτική επιβίωση λειτουργεί σαν μεταφορά της κοινωνικής. Ο θεατής από τον καναπέ του ταυτίζεται με τον αγωνιζόμενο. Όταν εκείνος καταρρέει από την πείνα ή ξεσπά σε κλάματα, δε βλέπουμε απλώς δράμα βλέπουμε τον ίδιο μας τον κόπο. Τη δική μας κόπωση που δεν έχει κάμερες, αλλά έχει αϋπνίες. Τη δική μας αντοχή που δεν ανταμείβεται με ρύζι, αλλά με τη φράση “εντάξει, τα βγάλαμε και αυτόν τον μήνα”.
Ο Έλληνας αγαπά το δράμα ως ένταση, ως ζωή. Από την τραγωδία του Αισχύλου μέχρι τις σαπουνόπερες των ‘90s, το πάθος, η δοκιμασία και η κάθαρση είναι στη ρίζα της κουλτούρας μας. Το reality στην ουσία του είναι ένα σύγχρονο είδος τραγωδίας: ο άνθρωπος απέναντι στα όριά του.
Από το θέατρο της Επιδαύρου πήγαμε στις παραλίες του Άγιου Δομίνικου και οι ήρωες δεν κρατούν πια δόρατα ή χλαμύδες, αλλά μικρόφωνα και GoPro. Όμως η ψυχή του θεάματος είναι ίδια: θέλουμε να νιώσουμε τον αγώνα, να παρακολουθήσουμε την πτώση και τη λύτρωση. Θέλουμε να δούμε τον άλλον να φτάνει στα όριά του για να θυμηθούμε ότι κι εμείς έχουμε φτάσει στα δικά μας.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα παιχνίδια αντοχής στην Ελλάδα άνθισαν μετά την οικονομική κρίση. Όταν η κοινωνία βρέθηκε σε αδιέξοδο, όταν το “θα αντέξουμε” έγινε εθνικό μότο, τα realities ήρθαν σαν θεατρική επανάληψη της ζωής μας. Να πιστέψουμε ότι η αντοχή ανταμείβεται. Ότι κάποιος κάπου θα “κερδίσει” επειδή δεν τα παράτησε.
Στην πραγματικότητα το “Survivor” μιλά για το ίδιο πράγμα που βιώνουν οι περισσότεροι Έλληνες: την επιβίωση μέσα σε συνθήκες έλλειψης. Πείνα, ψυχολογική πίεση, κοινωνικές συγκρούσεις. Οι συμμετέχοντες γίνονται μια μικρογραφία της κοινωνίας με τα στρατόπεδα τους, τις φιλίες, τις προδοσίες. Είναι σαν να βλέπεις μια χώρα συμπυκνωμένη σε έναν στίβο από λάσπη και καρύδες.
Τα social media μετατρέπονται σε αρένα σχολίων και memes. Ο παίκτης που “αντέχει” γίνεται είδωλο, όχι γιατί είναι καλύτερος, αλλά γιατί θυμίζει κάτι από εμάς. Το reality προσφέρει κάτι που σπάνια βρίσκουμε στην πραγματική ζωή: μια αφήγηση με τέλος. Στο τέλος κάποιος κερδίζει, κάποιος δικαιώνεται στην Ελλάδα της ατέρμονης αναμονής κι αυτό μοιάζει με πολυτέλεια.
Ακόμη κι αν το “Survivor” αρχίζει να χάνει τη λάμψη του, η λογική του συνεχίζει να μας διαπερνά. Από τα παιχνίδια γνώσεων στα streaming shows μέχρι τα challenges του TikTok η κουλτούρα της δοκιμασίας είναι παντού. Οι άνθρωποι δοκιμάζουν τα όριά τους μπροστά στην κάμερα, για ένα like, για μια στιγμή αναγνώρισης και πίσω απ’ όλα αυτά κρύβεται η ίδια ανάγκη: να αποδείξουμε ότι αντέχουμε.
Έχουμε πειστεί ότι η αντοχή είναι η ύψιστη αρετή. Ότι αξίζεις όσο υπομένεις. Ότι η ζωή είναι μια σειρά από δοκιμασίες που πρέπει να περάσεις για να “κερδίσεις” την ουσία και να αντιληφθείς το νόημα.
Αυτό είναι το ελληνικό reality της επιβίωσης δε χρειάζεται κάμερες. Το ζούμε κάθε μέρα στα γραφεία, στα νοσοκομεία, στις ουρές, στις οικογένειες που προσπαθούν να σταθούν και ίσως αν κάτι μας κάνει να αγαπάμε τόσο αυτά τα παιχνίδια, είναι ότι μας δίνουν έναν τρόπο να πιστέψουμε πως το να αντέχεις έχει νόημα. Ότι ακόμα κι αν δεν κερδίσουμε ποτέ το μεγάλο έπαθλο, το γεγονός ότι συνεχίζουμε να παίζουμε μάς κάνει ήδη νικητές.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.





