Τα περισσότερα σχολεία έχουν έναν ή δύο προβληματικούς μαθητές, στο Stanton Wood, δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά αυτό, όλοι οι μαθητές έχουν κάποιο πρόβλημα που τους έχει οδηγήσει σε αυτό το σχολείο.

Υπό τη διεύθυνση του Steve -τον όποιο υποδύεται ο Cillian Murphy– συναντάμε κάθε είδους συγκρούσεις ανάμεσα στους μαθητές, στους καθηγητές και τους μαθητές και μία μόνιμη ένταση σε αυτό το αναμορφωτήριο έσχατης ανάγκης. Το «σχολείο» αυτό είναι το μέρος όπου «πολύ διαταραγμένοι νεαροί άνδρες» (όπως τους περιγράφει ο μυθιστοριογράφος Max Porter) στέλνονται εκεί με μεγάλο κόστος για τους Άγγλους φορολογούμενους, με την ελπίδα ότι το μικρό αλλά αφοσιωμένο προσωπικό δασκάλων και θεραπευτών του ιδρύματος -που βρίσκεται σε δύσκολη θέση- μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά αυτά να διαχειριστούν την επιθετικότητά τους, να κάνουν κάτι από αυτά που θέλουν και να γίνουν λειτουργικοί πολίτες.

Θεωρητικά, μια τόσο δυνατή ταινία θα έπρεπε να είχε κάνει πρεμιέρα στη Βενετία ή στο Τελουράιντ, όπου θα μπορούσε να είχε γίνει αντιληπτή. Αντίθετα, το «Steve» συμμετέχει στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο, όπου είναι πιθανό να αγνοηθεί ανάμεσα σε περισσότερες από 200 άλλες ταινίες, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί και στο Netflix. Αντί να αφήσουμε αυτό να συμβεί, πρέπει να πούμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα βαθιά συγκινητικό και εξαιρετικά ερμηνευμένο ακατέργαστο διαμάντι. Το «Steve» είναι καλύτερο από οτιδήποτε έχει προωθήσει ο streamer για την καλύτερη ταινία του για φέτος, μέχρι σήμερα, πότε δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει μέχρι το τέλος του ΄25. Το Netflix χρησιμοποιεί τα φθινοπωρινά φεστιβάλ για να ανακοινώσει τους υποψηφίους του για τα βραβεία, αλλά η εταιρεία προβάλλει αυτήν την ταινία σχεδόν ολοκληρωμένη, βάζοντάς την στους κινηματογράφους στις 19 Σεπτεμβρίου και στη συνέχεια κυκλοφορώντας την στην πλατφόρμα στις 3 Οκτωβρίου.

Με κοινό παρανομαστή με την επιτυχία του Netflix “Adolescence”, η ταινία “Steve” αντιπροσωπεύει ένα είδος επανένωσης μεταξύ του Murphy, της συμπρωταγωνίστριάς του Emily Watson και του Βέλγου σκηνοθέτη Tim Mielants, ο οποίος γύρισε το περσινό, σπαρακτικό δράμα της Magdalene Laundries “Small Things Like These”. Για αυτή την πιο δυνατή συνέχεια, ο Murphy ενθάρρυνε προσωπικά τον Porter να διασκευάσει το μυθιστόρημά του “Shy” ως το σενάριο στο οποίο θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει. Για αυτό και η αλλαγή του τίτλου, από Shy που είναι η νουβέλα σε Steve που έγινε η ταινία. Ενώ o Shy ήταν το θέμα του βιβλίου του Porter, το οποίο στην πραγματικότητα είναι περισσότερο ένας μονόλογος καθημερινής ποίησης, στην ταινία η εστίαση μετατοπίζεται εδώ στον κουρασμένο διευθυντή που αγωνίζεται για λογαριασμό των μαθητών όλα αυτά τα χρόνια.

Βρισκόμαστε στο 1996 και η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να κλείσει το σχολείο και το έχει πάρει από τα χέρια του Steve και του προσωπικού του, στους οποίους περιλαμβάνονται η ψυχίατρος Jenny (Emily Watson) και η σκληροτράχηλη Amanda (Tracey Ullman), η οποία περιγράφει τη δουλειά της «ως εν μέρει δεσμοφύλακας, εν μέρει δασκάλα, εν μέρει μαμά, εν μέρει πολεμικό τσεκούρι».

Ένα ντοκιμαντέρ που προσπαθεί να δείξει την πραγματικότητα

Την ημέρα που συζητείται το άμεσο κλείσιμο του ιδρύματος, ο Steve έχει προσκαλέσει ένα συνεργείο για ένα ντοκιμαντέρ για το σχολείο. Μέσα στο αμφιλεγόμενο αυτό ίδρυμα που μπορεί να είναι ακριβό, αυτοί οι κακοπληρωμένοι «ήρωες» είναι πρακτικά οι μόνοι που δεν έχουν εγκαταλείψει τους επιθετικούς εφήβους που έχουν υπό τη φροντίδα τους. Υπάρχει μια αίσθηση τρόμου από την αρχή, αλλά οι βιντεοκάμερες προσδίδουν ένα άλλο επίπεδο αληθοφάνειας σε μια πρόχειρη, αποφασιστικά μη συναισθηματική απεικόνιση περίπου δώδεκα εφήβων που θα μπορούσαν, να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλον. Και σε κάποια φάση της ταινίας νομίζεις ότι θα συμβεί μπροστά στα μάτια σου.

Ολή αυτή η δραματική ένταση κρύβεται πίσω από όλα τα 92 λεπτά του πορτρέτου του Mielants, το οποίο είναι εν μέρει μια εμπνευσμένη ταινία δασκάλου, εν μέρει μια ακλόνητη ματιά στο πόσο άσχημα γίνονται τα πράγματα, στην παράδοση τέτοιων βρετανικών ταινιών-ορόσημων όπως το “Scum” του Alan Clarke και το “If…” της Lindsay Anderson. Αν έχει τύχει να αντιμετωπίσεις ποτέ τέτοια παιδιά, τότε ξέρεις ότι είναι ικανά να γίνουν βίαια στη στιγμή – χωρίς σημαντικό λόγο – και αυτό μπορεί να είναι τρομακτικό, αφού δεν φαίνεται να γνωρίζουν τη δύναμή τους. Η ομάδα του Steve προσπαθεί συνεχώς να αποκλιμακώσει τέτοιες συγκρούσεις. Στο Stanton Wood, η ευθύνη τους δεν είναι μόνο να εμποδίσουν τους μαθητές να βλάψουν ο ένας τον άλλον, αλλά και να τους εμποδίσουν να βλάψουν τον εαυτό τους.

Το βιβλίο του Porter ξεκινά με τον Shy να κουβαλάει ένα σακίδιο γεμάτο πέτρες. Στην ταινία, τον Shy υποδύεται ο Jay Lycurgo, ένας ευαίσθητος και εκφοβιστικός νεαρός ηθοποιός στον πρωτοποριακό του ρόλο, και η τσάντα δεν εμφανίζεται πάρα μέχρι τα μέσα της ταινίας, όταν το κινηματογραφικό συνεργείο αρχίζει να κατασκοπεύει χωρίς άδεια τα δωμάτια των μαθητών. Η αλήθεια είναι ότι αυτή θα μπορούσε να είναι μια σκηνή από ταινία τρόμου με found footage, καθώς η κάμερα σαρώνει το δωμάτιο του Shy, αποκαλύπτοντας πόσο ταραγμένο πρέπει να είναι το μυαλό του. Ο Steve δεν έχει αντιληφθεί τα σημάδια, τα οποία η Jenny προσπαθεί να του εξηγήσει εδώ και εβδομάδες.

Ο σκηνοθέτης συνδυάζει τα στοιχεία σε ένα περίπλοκο μεταμοντέρνο αλλά κυρίως γραμμικό κολάζ, αναδεικνύοντας αυτό που διαφορετικά θα μπορούσε να φανεί ελαφρώς θεατρικό, αναμειγνύοντας τις μαρτυρίες των διαφόρων χαρακτήρων που είναι πολύ άβολες για την τηλεόραση με έντεχνα παρατηρημένες ιδιωτικές στιγμές. Ο κινηματογραφιστής Robrecht Heyvaert συνδυάζει τις δύο μορφές, SD Betacam και ταινία, καθώς η μοντέρ Danielle Palmer κάνει τομές ανάμεσα σε κραυγαλέες εκρήξεις προς όφελος του συνεργείου ντοκιμαντέρ και συμπεριλαμβανομένης μιας άσχημης αποκάλυψης ενός βουλευτή που επισκέπτεται τον χώρο και κλεμμένες στιγμές οικειότητας που βλέπουμε μόνο εμείς.

Σε μία τέτοια προσωπική τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του Shy και της μητέρας του, στην οποία εκείνη μοιράζεται την απόφασή της να διακόψει κάθε επαφή με τον γιο της και δεν του αφήνει κανένα περιθώριο, ταυτόχρονα καταλαβαίνουμε ότι ο Steve «έκλεβε» γουλιές από μπουκάλια με αλκοόλ που είχε κρύψει στο σχολείο και πως αυτός είναι ο δικός του τρόπος να αντιμετωπίζει τα δικά του προβλήματα ενοχής και εθισμού. Υπάρχει ένα ανησυχητικό κλισέ στις ταινίες με οικοτροφεία, όπου χρειάζεται κάποιος που αυτοκτονεί για να επιφέρει πραγματική αλλαγή σε ένα δυσλειτουργικό ίδρυμα. Το “Steve” εκμεταλλεύεται αυτή την ανησυχία σε κάποιο βαθμό, αλλά τελικά κάνει κάτι απροσδόκητο με αυτήν, μετατοπίζοντας την εστίαση -όπως έκανε και ο τίτλος- από τον Shy στον Steve.

Το Steve – Shy μας δίνει τελικά μια ακολουθία ελπίδας, ακόμη και λύτρωσης, μια στιγμή όπου ο «ήχος» χαμηλώνει, με μια συναισθηματική αφήγηση από τον ίδιο τον Steve για τα αγόρια. Είναι μια πραγματικά συμπονετική στιγμή, αν και ίσως ο τελικός σκοπός είναι να απαλύνει το χτύπημα και να αμβλύνει λίγο την αγριότητα.

Ο Murphy και οι ρόλοι του

Για πολλούς, το “Oppenheimer” ήταν η ερμηνεία της καριέρας του Murphy (πολύ λίγοι έχουν δει την εκπληκτική του δουλειά στο “Breakfast on Pluto”). Σε κάθε περίπτωση όμως οι δύο πρόσφατες συνεργασίες του Ιρλανδού ηθοποιού με τον Mielants καταδεικνύουν τόσο μια ταπεινότητα όσο το πόσα περισσότερα έχει ακόμα να προσφέρει. Είναι σπάνιο να βλέπεις τον πρωταγωνιστή αυτόν με «ατημέλητο βλέμμα» ή να παραχωρεί τη σκηνή σε ένα δωμάτιο γεμάτο άγνωστα πρόσωπά, αλλά ο Steve είναι ένας άνθρωπος που δίνει πάρα πολύ από τον εαυτό του, και χρειάζεται ένας άνθρωπος με την αφοσίωση του Murphy για να καταλάβει κανείς από πού προέρχεται αυτό και πως μπορεί να αποδοθεί.

 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.