Το πρώτο επεισόδιο του Ripley ξεκινάει με soundtrack το υπέροχο «In Dreams» του Roy Orbison.
Εσύ, ως θεατής, από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα, είσαι τόσο μα τόσο μαγεμένος από την ασπρόμαυρη λήψη και την φανταστική φωτογραφία, ώστε έχεις παραβλέψει, σχεδόν ξεχάσει τον, ποιητική αδεία, αναχρονισμό της χρήσης του εν λόγω τραγουδιού (το οποίο κυκλοφόρησε το 1963, ενώ υποτίθεται ότι βρισκόμαστε στο 1961) και βυθίζεσαι μονομιάς στο τηλεοπτικό σύμπαν του συναρπαστικά χιτσκοκικού Mr. Ripley του Netflix.
To ασπρόμαυρο τρέιλερ του «Ripley» μας είχε ήδη προϊδεάσει για το τι θα δούμε – αλλά αυτό που είδαμε από το πρώτο κιόλας επεισόδιο υπερέβη κάθε (θετική) προσδοκία μας.
Bασισμένη στη ομώνυμη σειρά βιβλίων της Πατρίσια Χάισμιθ (Patricia Highsmith), η τηλεοπτική μεταφορά των οκτώ επεισοδίων (σε σενάριο και σκηνοθεσία του Στίβεν Ζέιλιαν και με διευθυντή φωτογραφίας τον βραβευμένο με Όσκαρ Ρόμπερτ Έλσγουιτ), ακολουθεί τον Τομ Ρίπλεϊ στη Νέα Υόρκη του 1960 όταν προσλαμβάνεται από έναν πλούσιο άνδρα για να ταξιδέψει στην Ιταλία και να φέρει πίσω τον περιπλανώμενο γιο του.
Για όσους έχουν τις επιφυλάξεις τους για την επιλογή του μονόχρωμου, να ξεκαθαρίσουμε ότι το ασπρόμαυρο φιλμ λειτουργεί στο 100% -και αυτό παρόλο που σήμερα είναι δύσκολο ένα τέτοιο κατόρθωμα.
Η χρήση του φωτισμού καθ’ όλη την διάρκεια της σειράς είναι επίσης… μια κατηγορία μόνος του, ειδικά στα πλούσια τοπία στη Ρώμη και τη Βενετία.
Η δε ατμόσφαιρα είναι πολύ χιτσκοκική, δυστοπική και σκοτεινή, ενώ ένα μπράβο πρέπει να αποδοθεί στον σκηνοθέτη, Steven Zaillian, ο οποίος αφήνει όλη την ιστορία να εξελιχθεί και να ξετυλιχθεί με τον απαραίτητο και τέλειο ρυθμό για να αναπτυχθούν οι χαρακτήρες και να χτιστεί η αγωνία.
Ο διευθυντής φωτογραφίας Robert Elswit αποδεικνύει την αξία του, καθώς κάθε καρέ είναι μια μίνι σύνθεση τέχνης που καθορίζει (και διατηρεί) τον χιτσκοκικό τόνο σε όλη τη διάρκεια.
O Mr. Ripley του Andrew Scott
H νέα τηλεοπτική αφήγηση του Ρίπλεϊ είναι, δίχως αμφιβολία, ένα αστυνομικό δράμα που θα θυμόμαστε για πολύ καιρό.
Πρόκειται για μια προσγειωμένη, ρεαλιστική και εξαιρετικά συναρπαστική απεικόνιση της υπομονετικά ακλόνητης (και σιωπηλά υπογειακής) αποφασιστικότητας ενός ψυχοπαθούς να σχεδιάσει και να εκτελέσει ένα πολυεπίπεδο πλάνο προκειμένου να εισβάλει στην ανώτερη κοινωνική τάξη.
Η σειρά πρόκειται για μια βαθιά μελέτη χαρακτήρα για το μέχρι πού μπορεί να φτάσει κάποιος για να πάρει αυτό που θέλει.
Ο Άντριου Σκοτ είναι (για ακόμη μια φορά) εκνευριστικά καλός -μια τόσο ανατριχιαστική απεικόνιση ενός ψυχοπαθούς που συγκρίνεται στα ίσια με την εξαιρετική ερμηνεία του Matt Damon ως Ripley στην ταινία του 1999.
Αν ο Andrew Scott είναι ο πρωταγωνιστής του “Ripley”, η κινηματογράφηση του Elswit είναι ο δευτεραγωνιστής.
Ο άνθρωπος που ευθύνεται για την διεύθυνση φωτογραφίας σε κοτζάμ “Boogie Nights”, “Magnolia”, “Good Night and Good Luck”, “Michael Clayton” και τόσα άλλα φέρνει στο “Ripley” μια οπτική «αυτοπεποίθηση» που δεν μοιάζει με τίποτα άλλο στην τηλεόραση του 2024.
Η εξαιρετική μουσική του Jeff Russo (ο οποίος έκανε αριστουργηματική δουλειά στην τηλεοπτική εκδοχή του “Fargo”) αξίζει επίσης τα εύσημα για τη διάθεση που δημιουργεί, όπως έκανε και o Nicholas Britel στο εμβληματικό Succession.
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Steven Zaillian (σεναριογράφος των “Ο Ιρλανδός”, “Το κορίτσι με το τατουάζ”, “Η λίστα του Σίντλερ” αλλά και σειρών-τοτέμ της περασμένης πενταετίας, όπως το συγκλονιστικό “Τhe Night Of” του ΗΒΟ) κινηματογραφεί το Ατράνι της Νάπολι χρησιμοποιώντας πλούσιες ασπρόμαυρες σκηνές που σε κάνουν να θέλεις να επισκεφτείς την Ιταλία (ειδικά τις ακτές της) και ιδιαίτερα την ώρα που πλησιάζει μια καταιγίδα -μια υπέροχη νύξη στην ταραγμένη ψυχοσύνθεση του ήρωά του.
Κάποιος θα μπορούσε κάλλιστα να υπαινιχθεί κάτι για την ηλικία των ηθοποιών. Η Ρίπλεϊ υποτίθεται ότι είναι 25 ετών, αλλά τον υποδύεται ο Άντριου Σκοτ που είναι 47 ετών.
Ο Ντίκι Γκρίνλιφ, ο οποίος επίσης υποτίθεται ότι είναι γύρω στα 25, παίζεται από τον Τζόνι Φλιν, ο οποίος είναι στην πραγματικότητα 41 ετών.
Περιμένουμε να δούμε ένα 25χρονο, εμφανίσιμο παιδί, που διασκεδάζει στην Ευρώπη μετά την αποφοίτησή του από το Πρίνστον και τελικά βλέπουμε έναν 40άρη που νεανίζει.
Περιμένουμε να δούμε έναν κάτω των 30 ψυχοπαθή δολοφόνο, αλλά βλέπουμε τον 47αρη Σκοτ (ακόμη και αν νεανίζει τόσο και φαίνεται 35άρης).
Ωστόσο, πολλοί από εμάς είμαστε (προ)διατεθειμένοι να τα παραβλέψουμε όλα αυτά για χάρη μιας κινηματογραφικής τηλεοπτικής παραγωγής που έχουμε χρόνια να δούμε – ίσως από την εποχή του Succession.
Τα mise en scene της σειράς είναι σεμιναριακού επιπέδου, η φωτογραφία επίσης: γενικά, απ’ όπου και αν το πιάσεις, ο Ρίπλεϊ είναι ένα καλλιτεχνικό επίτευγμα ύψιστης ποιότητας.
Όλοι οι Ripley της οθόνης
Ο Τομ Ρίπλεϊ συστήθηκε το 1955 με την πρώτη έκδοση του “Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ”, το οποίο ακολούθησαν τα “Ο Ρίπλεϊ κάτω απ’ το χώμα” (1970) και “Το παιχνίδι του Ρίπλεϊ” (1974), σοκάροντας ως ένας ψυχοπαθής δολοφόνος οδηγούμενος τόσο από το μίσος του προς την ελίτ όσο και από την ανάγκη του να ανήκει σε αυτήν.
Έκτοτε, το «ριπλεϊκό» σύμπαν της Χάισμιθ έχει μεταφερθεί στο παγκόσμιο σινεμά, με πέντε κινηματογραφικούς Τομ Ρίπλεϊ.
Η αρχή σημειώνεται το 1960 με τον Αλέν Ντελόν στο “Γυμνοί στον ήλιο” του René Clément, ενώ το 1977 έρχεται ο Ντένις Χόπερ και το “The American Friend” του Βιμ Βέντερς.
Επόμενος και πιο γνωστός Ρίπλεϊ, ο Ματ Ντέιμον στο “Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ” του Άντονι Μινγκέλα (1999) με τους Τζον Μάλκοβιτς και Μπάρι Πέπερ να ακολουθούν στο “Παιχνίδι του Ρίπλεϊ” της Λιλιάνα Καβάνι (2002) και στο “Ο Ρίπλεϊ κάτω απ’ το χώμα” του Ρότζερ Σπότισγουντ (2005).