Η ιστορία είναι γνωστή: Τον Οκτώβριο του 1972 ένα αεροπλάνο από την Ουρουγουάη που μετέφερε ένα γκρουπ αθλητών με μέλη των οικογενειών τους στη Χιλή, πέφτει στις Άνδεις μέσα στα αχανές χιονισμένο τοπίο. Κάποιοι επιβάτες σκοτώνονται επί τόπου από την πρόσκρουση του αεροσκάφους στο έδαφος, υπάρχουν και πολλοί άλλοι όμως που επιζούν και για δύο μήνες αγωνίζονται να επιβιώσουν στις πιο δύσκολες συνθήκες για κάθε άνθρωπο. Με το φαγητό να τελειώνει και με αρκετούς τραυματίες να υποκύπτουν στα τραύματα τους, οι πιο δυνατοί αναγκάζονται να φάνε τα πτώματα τους για να μη βρεθούν σύντομα κι οι ίδιοι σε παρόμοια θέση. Σαν να μην έφτανε όλη αυτή η άφατη τραγωδία, τους πλακώνει και μια χιονοστιβάδα φτάνοντας τους πραγματικά στα όρια τους. Στο τέλος, εξ αιτίας της θέλησης για ζωή δύο νεαρών αθλητών, που σκαρφαλώνουν κυριολεκτικά στις Άνδεις για να φτάσουν στη Χιλή, τους βρίσκει ένας χωρικός, ο οποίος ειδοποιεί τις αρχές κι έτσι επανακινούνται οι επιχειρήσεις διάσωσης τους. Τελικά, δεκάξι μέλη της αθλητικής αποστολής, που έζησαν την απόλυτη φρίκη – μια φρίκη χειρότερη ακόμη κι από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως – επιστρέφουν στις οικογένειες τους και η αληθινή ιστορία τους συγκλονίζει τον πλανήτη. Άλλοι την είπαν «τραγωδία» και άλλοι την είπαν «θαύμα».
Δεν είναι η πρώτη φορά που το απίστευτο αυτό γεγονός απασχολεί την 7η Τέχνη. Είχε προηγηθεί το 1993 η αμερικανική παραγωγή “Alive” σε σκηνοθεσία Φρανκ Μάρσαλ με τον Τζον Μάλκοβιτς αφηγητή και τον Ίθαν Χοκ στο ρόλο του Νάντο Παράδο, του επιζήσαντα που κίνησε την «αποστολή» από τις Άνδεις προς τη Χιλή με αποτέλεσμα να σωθούν όσοι τελικά σώθηκαν. Θυμάμαι πόσο με είχε σοκάρει η συγκεκριμένη ταινία όταν είχε προβληθεί για πρώτη φορά από την ιδιωτική τηλεόραση. Και δεν αναφέρομαι στις σκηνές του κανιβαλισμού, που θα αναγόρευαν κάλλιστα το “Alive” σε ταινία φρίκης, αλλά σ’ όλη αυτή τη δραματική περιπέτεια μέχρι οι επιζήσαντες να γλιτώσουν από το νεκρό χιονισμένο διάκοσμο τους και να φτάσουν πάλι στον πολιτισμό.
Στην πλατφόρμα του Netflix έκανε ποδαρικό τη νέα χρονιά μια ακόμη ταινία επί του θέματος, που ήδη στη χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη θέση τηλεθέασης. Αυτή τη φορά από την Ισπανία με άγνωστους Λατινοαμερικανούς ηθοποιούς και με σκηνοθέτη τον 48χρονο Χουάν Α. Μπαγιόνα. Πρόκειται για μία ταινία μεγάλης διάρκειας – σχεδόν δυόμισι ωρών – η οποία παρακολουθείται με σφιγμένο στομάχι και με ανάμικτα συναισθήματα κατά τη διάρκεια της.
Καταρχάς παρακολουθούμε την ιστορία μέσα από την ποιητικίζουσα αφήγηση ενός εκ των νεκρών της αποστολής. Με τον ήρεμο λόγο του να εστιάζει στην προσωπικότητα του Νάντο Παράδο, του ανθρώπου που, όπως είπαμε, σχεδόν έσωσε όλους τους άλλους, αλλά και με ένα αριστουργηματικό σάουντρακ από τον Μάικλ Τζιακίνο, κυρίως δε με μια γραμμική ημερολογιακή καταγραφή, η ταινία αποκτά δοκιμιακό χαρακτήρα για το μέχρι που μπορεί να φτάσει ένας ανθρώπινος ζωντανός οργανισμός για να μην πεθάνει κάτω από τις πιο ακραίες αντίξοες συνθήκες.
Κι αν το κερασάκι στην τούρτα της απόγνωσης και της απελπισίας είναι ο κανιβαλισμός, κυρίως υπό το πρίσμα της αυστηρής ρωμαιοκαθολικής ηθικής, μου άρεσε που ο Μπαγιόνα δεν έμεινε εκεί. Μη φανταστείτε δηλαδή πως στην “Κοινωνία του χιονιού” υπάρχουν σπλάτερ σκηνές. Το παγωμένο τεμαχισμένο κρέας των νεκρών επιβατών μέσα σε τόση απελπισία μοιάζει κυριολεκτικά με πρωτεϊνικό… κρακεράκι, ικανό να κρατήσει στη ζωή τους εξουθενωμένους επιζήσαντες. Σε αντίθεση αυτό με την πρώτη ταινία, το “Alive”, όπου εκεί έπαιζε πολύ η ανθρωποφαγία και όχι τόσο η τραγικότητα των αυτοσχέδιων επιχειρήσεων για την επιβίωση μέσα στον παγετό και την απόλυτη ερημιά. Στην “Κοινωνία του χιονιού” υπερτερεί η αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων και δεν υπάρχουν οι συνηθισμένες εντάσεις μεταξύ τους, που σίγουρα θα υπήρχαν στην πραγματικότητα. Μοιάζει σαν τον κορμό της ταινίας να διαπερνά μια χριστιανική λογική, η οποία στο τέλος, με τη φράση του νεκρού αφηγητή «Αυτή είναι η ιστορία και πείτε τη στον κόσμο», αγγίζει τα όρια της θρησκευτικής προπαγάνδας. Αυτή η κάπως νωχελική οπτική του σκηνοθέτη είναι που, θέλοντας και μη, συγκινεί μέχρι δακρύων τον θεατή και τον εισάγει για όσο διαρκεί η ταινία σ’ ένα κλίμα απίστευτης μαυρίλας, μα και ελπίδας ταυτόχρονα.
Επιπλέον έχω την αίσθηση πως ολόκληρη η σεκάνς της συντριβής του αεροσκάφους, που συμβαίνει στα πρώτα 15 λεπτά, έτσι όπως γυρίστηκε, με τέτοια αληθοφάνεια στα όρια του νατουραλισμού, αφενός βάζει κάτω όλα τα καλύτερα φιλμ τρόμου των τελευταίων ετών (μην πω δεκαετιών) και αφετέρου φανερώνει την τεχνική εξέλιξη της κινηματογραφικής τέχνης στον 21ο αιώνα. Θα ήταν αδύνατο, λόγου χάριν, να περιείχε μια τέτοια σκηνή το, γυρισμένο προ 30 ετών, “Alive”, για την ίδια ιστορία.
Οι ηθοποιοί, τέλος, είναι εξαιρετικοί. Κι αν για κάθε έναν απ’ αυτούς θα ήταν πραγματικά δύσκολο να «αποστεωθεί», όπως είχαν μείνει πετσί και κόκαλο οι πραγματικοί χαρακτήρες που υποδύονται, στο τέλος, στις σκηνές του ντουζ, όπου ο ένας πλένει τον άλλον (νά το πάλι το χριστιανικό στοιχείο), βλέπουμε αποστεωμένα κορμιά, μόνο που ξέρουμε πια πως έχουν διασωθεί και άρα θα συνεχίσουν τη ζωή τους μ’ όλα τα τραύματα τους.
Η ισπανική “Κοινωνία του χιονιού” δεν είναι ταινία επιβίωσης, δεν είναι θρίλερ, δεν είναι ταινία αγωνίας. Είναι ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για τα όρια της ανθρώπινης αντοχής και τη θέληση για την επικράτηση της Ζωής επί του Θανάτου. Διόλου τυχαίο που αποτέλεσε την ισπανική υποψηφιότητα για τα αμερικανικά Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.
Η ιστορία είναι γνωστή: Τον Οκτώβριο του 1972 ένα αεροπλάνο από την Ουρουγουάη που μετέφερε ένα γκρουπ αθλητών με μέλη των οικογενειών τους στη Χιλή, πέφτει στις Άνδεις μέσα στα αχανές χιονισμένο τοπίο. Κάποιοι επιβάτες σκοτώνονται επί τόπου από την πρόσκρουση του αεροσκάφους στο έδαφος, υπάρχουν και πολλοί άλλοι όμως που επιζούν και για δύο μήνες αγωνίζονται να επιβιώσουν στις πιο δύσκολες συνθήκες για κάθε άνθρωπο. Με το φαγητό να τελειώνει και με αρκετούς τραυματίες να υποκύπτουν στα τραύματα τους, οι πιο δυνατοί αναγκάζονται να φάνε τα πτώματα τους για να μη βρεθούν σύντομα κι οι ίδιοι σε παρόμοια θέση. Σαν να μην έφτανε όλη αυτή η άφατη τραγωδία, τους πλακώνει και μια χιονοστιβάδα φτάνοντας τους πραγματικά στα όρια τους. Στο τέλος, εξ αιτίας της θέλησης για ζωή δύο νεαρών αθλητών, που σκαρφαλώνουν κυριολεκτικά στις Άνδεις για να φτάσουν στη Χιλή, τους βρίσκει ένας χωρικός, ο οποίος ειδοποιεί τις αρχές κι έτσι επανακινούνται οι επιχειρήσεις διάσωσης τους. Τελικά, δεκάξι μέλη της αθλητικής αποστολής, που έζησαν την απόλυτη φρίκη – μια φρίκη χειρότερη ακόμη κι από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως – επιστρέφουν στις οικογένειες τους και η αληθινή ιστορία τους συγκλονίζει τον πλανήτη. Άλλοι την είπαν «τραγωδία» και άλλοι την είπαν «θαύμα».
Δεν είναι η πρώτη φορά που το απίστευτο αυτό γεγονός απασχολεί την 7η Τέχνη. Είχε προηγηθεί το 1993 η αμερικανική παραγωγή “Alive” σε σκηνοθεσία Φρανκ Μάρσαλ με τον Τζον Μάλκοβιτς αφηγητή και τον Ίθαν Χοκ στο ρόλο του Νάντο Παράδο, του επιζήσαντα που κίνησε την «αποστολή» από τις Άνδεις προς τη Χιλή με αποτέλεσμα να σωθούν όσοι τελικά σώθηκαν. Θυμάμαι πόσο με είχε σοκάρει η συγκεκριμένη ταινία όταν είχε προβληθεί για πρώτη φορά από την ιδιωτική τηλεόραση. Και δεν αναφέρομαι στις σκηνές του κανιβαλισμού, που θα αναγόρευαν κάλλιστα το “Alive” σε ταινία φρίκης, αλλά σ’ όλη αυτή τη δραματική περιπέτεια μέχρι οι επιζήσαντες να γλιτώσουν από το νεκρό χιονισμένο διάκοσμο τους και να φτάσουν πάλι στον πολιτισμό.
Στην πλατφόρμα του Netflix έκανε ποδαρικό τη νέα χρονιά μια ακόμη ταινία επί του θέματος, που ήδη στη χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη θέση τηλεθέασης. Αυτή τη φορά από την Ισπανία με άγνωστους Λατινοαμερικανούς ηθοποιούς και με σκηνοθέτη τον 48χρονο Χουάν Α. Μπαγιόνα. Πρόκειται για μία ταινία μεγάλης διάρκειας – σχεδόν δυόμισι ωρών – η οποία παρακολουθείται με σφιγμένο στομάχι και με ανάμικτα συναισθήματα κατά τη διάρκεια της.
Καταρχάς παρακολουθούμε την ιστορία μέσα από την ποιητικίζουσα αφήγηση ενός εκ των νεκρών της αποστολής. Με τον ήρεμο λόγο του να εστιάζει στην προσωπικότητα του Νάντο Παράδο, του ανθρώπου που, όπως είπαμε, σχεδόν έσωσε όλους τους άλλους, αλλά και με ένα αριστουργηματικό σάουντρακ από τον Μάικλ Τζιακίνο, κυρίως δε με μια γραμμική ημερολογιακή καταγραφή, η ταινία αποκτά δοκιμιακό χαρακτήρα για το μέχρι που μπορεί να φτάσει ένας ανθρώπινος ζωντανός οργανισμός για να μην πεθάνει κάτω από τις πιο ακραίες αντίξοες συνθήκες.
Κι αν το κερασάκι στην τούρτα της απόγνωσης και της απελπισίας είναι ο κανιβαλισμός, κυρίως υπό το πρίσμα της αυστηρής ρωμαιοκαθολικής ηθικής, μου άρεσε που ο Μπαγιόνα δεν έμεινε εκεί. Μη φανταστείτε δηλαδή πως στην “Κοινωνία του χιονιού” υπάρχουν σπλάτερ σκηνές. Το παγωμένο τεμαχισμένο κρέας των νεκρών επιβατών μέσα σε τόση απελπισία μοιάζει κυριολεκτικά με πρωτεϊνικό… κρακεράκι, ικανό να κρατήσει στη ζωή τους εξουθενωμένους επιζήσαντες. Σε αντίθεση αυτό με την πρώτη ταινία, το “Alive”, όπου εκεί έπαιζε πολύ η ανθρωποφαγία και όχι τόσο η τραγικότητα των αυτοσχέδιων επιχειρήσεων για την επιβίωση μέσα στον παγετό και την απόλυτη ερημιά. Στην “Κοινωνία του χιονιού” υπερτερεί η αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων και δεν υπάρχουν οι συνηθισμένες εντάσεις μεταξύ τους, που σίγουρα θα υπήρχαν στην πραγματικότητα. Μοιάζει σαν τον κορμό της ταινίας να διαπερνά μια χριστιανική λογική, η οποία στο τέλος, με τη φράση του νεκρού αφηγητή «Αυτή είναι η ιστορία και πείτε τη στον κόσμο», αγγίζει τα όρια της θρησκευτικής προπαγάνδας. Αυτή η κάπως νωχελική οπτική του σκηνοθέτη είναι που, θέλοντας και μη, συγκινεί μέχρι δακρύων τον θεατή και τον εισάγει για όσο διαρκεί η ταινία σ’ ένα κλίμα απίστευτης μαυρίλας, μα και ελπίδας ταυτόχρονα.
Επιπλέον έχω την αίσθηση πως ολόκληρη η σεκάνς της συντριβής του αεροσκάφους, που συμβαίνει στα πρώτα 15 λεπτά, έτσι όπως γυρίστηκε, με τέτοια αληθοφάνεια στα όρια του νατουραλισμού, αφενός βάζει κάτω όλα τα καλύτερα φιλμ τρόμου των τελευταίων ετών (μην πω δεκαετιών) και αφετέρου φανερώνει την τεχνική εξέλιξη της κινηματογραφικής τέχνης στον 21ο αιώνα. Θα ήταν αδύνατο, λόγου χάριν, να περιείχε μια τέτοια σκηνή το, γυρισμένο προ 30 ετών, “Alive”, για την ίδια ιστορία.
Οι ηθοποιοί, τέλος, είναι εξαιρετικοί. Κι αν για κάθε έναν απ’ αυτούς θα ήταν πραγματικά δύσκολο να «αποστεωθεί», όπως είχαν μείνει πετσί και κόκαλο οι πραγματικοί χαρακτήρες που υποδύονται, στο τέλος, στις σκηνές του ντουζ, όπου ο ένας πλένει τον άλλον (νά το πάλι το χριστιανικό στοιχείο), βλέπουμε αποστεωμένα κορμιά, μόνο που ξέρουμε πια πως έχουν διασωθεί και άρα θα συνεχίσουν τη ζωή τους μ’ όλα τα τραύματα τους.
Η ισπανική “Κοινωνία του χιονιού” δεν είναι ταινία επιβίωσης, δεν είναι θρίλερ, δεν είναι ταινία αγωνίας. Είναι ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για τα όρια της ανθρώπινης αντοχής και τη θέληση για την επικράτηση της Ζωής επί του Θανάτου. Διόλου τυχαίο που αποτέλεσε την ισπανική υποψηφιότητα για τα αμερικανικά Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.