Τι γίνεται όταν η ζωή σε αναγκάζει να πας από τα σαλόνια στα αλώνια;
Από την απόλυτη εργασιακή καταξίωση στην απόλυτη επαγγελματική ταπεινότητα;
Από τα αστέρια Μισλέν στο να δεις… αστεράκια από την κατραπακιά που μόλις έφαγες, σε μεταφορικό επίπεδο;
Με όλο αυτό το πράγμα έχει να πολεμήσει καθημερινά, σε ψυχοσωματικό επίπεδο, στην σειρά «The Bear» του Disney+, ο νεαρός σεφ Carmen «Carmy» Berzatto, ο οποίος από την προϋπηρεσία στα καλύτερα εστιατόρια του πλανήτη, βρίσκεται ξαφνικά να κληρονομεί το οικογενειακό εστιατόριο στο Σικάγο όταν ο αδερφός του – που το «έτρεχε» μέχρι τότε – αυτοκτονεί υπό την ασφυκτική πίεση διαφόρων παραγόντων.
Το άσχημα για τον Κάρμεν (τον οποίο υποδύεται ο εξαιρετικός Τζέρεμι Άλαν Γουάιτ) είναι ότι δεν πρόκειται για ένα κυριλέ και βραβευμένο εστιατόριο, αλλά για ένα ταπεινό σαντουιτσάδικο, που προσφέρει φθηνό street food στους ντόπιους εργάτες από τις γύρω εργατικές συνοικίες.
Η σειρά είναι η τελευταία προσθήκη στο όψιμο κινηματογραφικό / τηλεοπτικό ρεύμα των αποτυπώσεων της δυσχερούς καθημερινότητας των chefs και sous-chefs, των μαγείρων και γενικά των υπαλλήλων σε μια κουζίνα ενός εστιατορίου -ειδικά δε, ενός δημοφιλούς που πηγαίνει «τρένο» και που οι ρυθμοι είναι τόσο γρήγοροι ώστε οι απαιτήσεις της καθημερινής εργασίας ενδεχομένως μπορεί να οδηγήσει μέχρι και σε… εγκεφαλικά ή εμφράγματα από την διαρκή και συνεχόμενη πίεση.
Όποιος έχει δει το εξαιρετικό «Boiling Point» ξέρει ακριβώς για τι μιλάμε. Βέβαια εδώ, τα δεδομένα και τα ζητούμενα είναι κομματάκι διαφορετικά από το εντυπωσιακό μονοπλάνο του «Σημείου Βρασμού».
Ο Κάρμεν Μπερζάτο – με το παρατσούκλι «Αρκούδα» του τίτλου της σειράς – από την πρώτη ημέρα που εισβάλλει στον χωροχρόνο των νέων του συναδέλφων (βασικά, υφισταμένων του, στους οποίους ωστόσο συμπεριφέρεται με το «εσείς και με το σας») πρέπει να αποφασίσει με ποιο τρόπο θα οδηγήσει το ιταλικό εστιατόριο / σαντουιτσάδικο που… μπάζει νερά: με την ευγένεια που τον χαρακτηρίζει ή με τον χοντρό σικαγιώτικο τσαμπουκά του εκλιπόντα αδελφού του;
Και τι άλλα πλάνα έχει για αυτό; Οραματίζεται μεν την μεταμόρφωσή του σε ένα μοντέρνο φαγάδικο, είναι όμως αυτό εφικτό σε μια πόλη όπως το Σικάγο, που επιδεικνύει μια τρελή δυσανεξία σε οτιδήποτε κυριλέ;
Οι τρελοί ρυθμοί της κουζίνας του συνοικιακού σαντουιτσάδικου δεν πέφτουν στιγμή και στα οκτώ μισάωρα επεισόδια του πρώτου κύκλου, ο οποίος μόλις ανανεώθηκε και για έναν δεύτερο και ο οποίος καταβροχθίζεται μανιακά, όπως ένα από τα σάντουιτς-γαστρονομικά σήματα κατατεθέντα της οικογένειας Μπερζάτο.
Η σειρά σε πιάνει από τα μούτρα από το πρώτο δευτερόλεπτο και δεν σε αφήνει να ηρεμήσεις ούτε λεπτό. Η ατμόσφαιρα εντός της κουζίνας του εστιατορίου είναι μονίμως φορτισμένη, τα «καντήλια» πέφτουν σύννεφο, αλλά το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο: μια μοσχομυριστή οπτικοακουστική απόλαυση.
Η σειρά έχει ήδη αμετανόητους οπαδούς -και δεν μιλάω καν για εκείνους που βλέπουν φανατικά εκπομπές τύπου «Master Chef» και συναφή ριάλιτι-διαγωνισμούς μαγειρικής.
Εγώ, ας πούμε, που δεν έχω δει ποτέ μου «Master Chef», έπαθα πλάκα με τον ωμό ρεαλισμό της γαστρονομικής καθημερινότητας, εκεί όπου είναι σχεδόν νομοτελειακά απίθανο να πάνε ΟΛΑ πρίμα.
Οχι. Το αναπόφευκτο είναι, βασικά, η αποτυχία. Ως θεατής, προαισθάνεσαι ότι σε κάποιο σημείο του επεισοδίου, κάποιος θα κάνει μια μαλακία. Και ούτε καν μαλακία με την ευρεία έννοια του όρου: μια απλή απροσεξία, μια τυχαία παράλειψη, μπορεί να τορπιλίσει μέσα σε ένα δευτερόλεπτο την συλλογική προσπάθεια 7-8 συναδέλφων.
«Πώς το λένε αυτό το συναίσθημα όταν φοβάσαι την ώρα που συμβαίνει κάτι καλό επειδή πιστεύεις ότι θα στο τέλος θα τύχει να συμβεί κάτι κακό;» αναρωτιέται ο Κάρμεν για να λάβει την κυνική απάντηση από έναν υφιστάμενό του: «Ξέρω ‘γω; Ζωή;»
Και, ως θεατής, συνειδητοποιείς επίσης, μετά μεγάλης σου λύπης, ότι η κουζίνα είναι, στην πραγματικότητα, ένα από τα πλέον στρεσογόνα επαγγελματικά περιβάλλοντα που υπάρχουν αυτή την στιγμή εκεί έξω.
Γιατί ένα εστιατόριο αφενός εξαρτάται, σε υπαρξιακό επίπεδο, από την απόλαυση των θαμώνων του και αφετέρου, ελέω socialmedia-ακής εποχής, από τα likes και τις κριτικές που θα λάβει στα αντίστοιχα gastro-sites.
Παρακολουθώντας, κολλημένος στην οθόνη σου, τα τεκταινόμενα εντός της κουζίνας του ιταλικού σαντουιτσάδικου, φτάνεις, σχεδον παυλοφικά, στην εξής διαπίστωση: αν σε ένα απλό και ταπεινό streetfood-άδικο επικρατεί τέτοια ένταση και τέτοια σημασία στην παραμικρή λεπτομέρεια, τι μπορεί άραγε να συμβαίνει στα κυριλέ εστιατόρια; Τα βραβευμένα με αστέρια Μισλέν;
Πόσος ατμός, μεταφορικά και κυριολεκτικά, κοχλάζει κάτω από τις προετοιμασίες και τα καθήκοντα του καθενός από τους μαγείρους ή σεφ, ο οποίος καλείται να παίξει τον ρόλο του ως ένας ετοιμοπόλεμος στρατιώτης που ρίχνεται στην πρώτη γραμμή του πολέμου κρατώντας όχι ένα όπλο ή ένα σπαθί… αλλά μια σφεντόνα; Τι γίνεται όταν οι πελάτες σου είναι ιδιότροποι και αγενείς και σου επιστρέφουν, ετσιθελικά, τα πιάτα σου πίσω επειδλη ήταν πολύ κρύα ή πολύ ζεστά; Τι συμβαίνει όταν ό,τι μπορεί να πάει λάθος σε μια βάρδια, θα πάει; Πώς διορθώνονται όλα αυτά; Με πόση ψυχραιμία;
Το καθημερινό παλετιό για την δημιουργία ενός τέλειου πιάτου (γιατί η μαγείρική ΕΙΝΑΙ τέχνη και θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται, δυνητικά, και ως ένα μελλοντικό ολυμπιακό άθλημα) συμπορεύεται με την πάλη για την επιβίωση, όχι μόνο εντός του χώρου εργασίας, αλλά και την γενικότερη, αυτή της ζωής: τι θα γίνει αν σε απολύσουν από το τάδε εστιατόριο; Θα καταφέρεις μετά να βρεις δουλειά στο δείνα ρεστοράν;
Το χάος των λογαριασμών και των υποχρεώσεων, οι ασυνεννοησίες με τους κατά τόπους προμηθευτές υλικών και η ίδια η κλειστοφοβική ένταση που επικρατεί σε ένα τόσο δα μικρό δωματιάκι μερικών τετραγωνικών έρχεται σε αντιδιαστολή με τον σεβασμό που επιβάλλει ο Κάρμεν (ο ένας αποκαλεί τον άλλον «Σεφ», σαν να μην υπάρχουν “βαθμοί” μέσα σε αυτό το γαστρονομικό “στρατόπεδο”).
Τελικά, αυτό που μένει, στο τέλος της ημέρας, είναι δυο μεγάλες και σπουδαίες διαπιστώσεις: πρώτον, ότι, όπως δεν μπορείς να φωνάζεις σε έναν ζωγράφο ή γλύπτη ή μουσικό επειδή δεν σου άρεσε ο πίνακάς του, το γλυπτό ή το άλμπουμ του, έτσι δεν έχεις το δικαίωμα να μην δείχνεις ενσυναίσθηση σε έναν τόσο δύσκολο ρόλο όπως αυτό του σεφ και του μάγειρα.
Και, εντέλει, η κουζίνα του Κάρμεν αντικατοπτρίζει ό,τι περνάμε όλοι μας (ή έστω, οι περισσότεροι), στις δουλειές μας: την μια ημέρα θα πάνε όλα στραβά, το σύμπαν θα τα κάνει πουτάνα όλα, αλλά την επόμενη θα συμβεί κάτι ωραίο που θα σου δώσει την δύναμη και το κουράγιο να σηκωθείς και την επόμενη ημέρα από το κρεβάτι σου και να πας στην δουλειά σου.