Νομίζω πως είναι ότι πιο σοκαριστικό έχω παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια και δεν είναι τυχαίο πως άμα τη εμφανίσει της στο Netflix, η συγκεκριμένη σειρά συγκέντρωσε εκατομμύρια τηλεθεατές παγκοσμίως με πολλούς απ’ αυτούς να… εγκαταλείπουν στο δεύτερο από τα δέκα συνολικά ωριαία επεισόδια. Η χθεσινή Κυριακή πέρασε με τη θέαση της σειράς από τις 5 το απόγευμα ίσαμε τις 4 τα χαράματα –«χαρά στο κουράγιο σου» έλεγαν σχεδόν όλα τα σχόλια στην κουβέντα που ακολούθησε με διαδικτυακούς φίλους στα social media.
Κι όμως! Η ιστορία του νεκρόφιλου κανίβαλου του Μιλγουόκι δεν βλέπεται ως μία σειρά τρόμου, μια και δεν μιλάμε για απλή μυθοπλασία, αλλά για δραματοποίηση των απολύτως αληθινών έργων και ημερών ενός ανθρωπόμορφου τέρατος σε μια Αμερική μισαλλόδοξη, ξενοφοβική και ρατσιστική.
Έξυπνο μοντάζ με πισωγυρίσματα στο χρόνο, ευρηματική σκηνοθεσία, υπέροχο σάουντρακ από τους Νικ Κέιβ – Γουόρεν Έλις και, βασικά, εκπληκτικές ερμηνείες από τον Ίβαν Πίτερς στο ρόλο του Τζεφ Ντάμερ και από τον Ρίτσαρντ Τζένκινς στο ρόλο του Λάιονελ, του πατέρα του -ενός πατέρα που στάθηκε στο γιο του ακόμη και μετά την καταδίκη του, αλλά και τον θάνατο του από τα χέρια συγκρατούμενού του στις φυλακές υψίστης ασφαλείας. Ο Λάιονελ Ντάμερ δηλαδή έδωσε κανονικό αγώνα για να αποτεφρωθεί ο εγκέφαλος του παιδιού του, τον οποίο οι αρχές αφαίρεσαν μετά το θάνατο του για να μελετήσουν το μέγεθος της διαταραχής του.
Η σειρά έχει μια πολύ καλή δυνατή έναρξη: Παρακολουθούμε την τρομακτική περιπέτεια που έζησε στα χέρια του Τζεφ Ντάμερ το τελευταίο θύμα του. Κατά τύχη τη γλίτωσε και ειδοποίησε τους αστυνομικούς, οι οποίοι συνέλαβαν το τέρας και ανακάλυψαν στο διαμέρισμα του διαμελισμένα πτώματα, σκελετούς και ανθρώπινα μέλη σε βαρέλια και στην κατάψυξη.
Από το δεύτερο επεισόδιο εξελίσσεται η ιστορία της ζωής του και πώς από ένα παιδί μεγαλωμένο μέσα σε μια προβληματική οικογένεια, με μια μάνα νευρωτική και εξαρτημένη, μετατρέπεται σ’ έναν αντικοινωνικό έφηβο και καταπιεσμένο γκέι για να φτάσει στο σημείο να διαπράξει συνολικά 17 φόνους νέων αντρών, ηλικίας από 14 μέχρι 31 ετών, τους οποίους σκότωνε με διάφορους τρόπους και στη συνέχεια βίαζε, διαμέλιζε και έτρωγε (κανονικό σοκ η σκηνή που ο Ντάμερ τηγανίζει και καταναλώνει την καρδιά ενός από τα άτυχα θύματα του).
Στο στόχαστρο του ήταν κυρίως μέλη της μαύρης κοινότητας των ΗΠΑ, αλλά και φτωχοί Ασιάτες, άνθρωποι δηλαδή με «αδύναμη» φωνή μέσα στη ρατσιστική αμερικανική κοινωνία. Κι εκεί ακριβώς εστιάζει η σειρά: Στηλιτεύει τον φυλετικό ρατσισμό (η συγκλονιστική παράλληλη ιστορία της μαύρης γειτόνισσας, ρόλος παιγμένος έξοχα από τη Νίσι Νας, που είχε καταλάβει τι συνέβαινε μα κανείς δεν της έδινε σημασία), την ολιγωρία των αμερικανικών αρχών (οι δύο βλάχοι μπάτσοι που κάνουν τηλεφωνική φάρσα έως και στον πονεμένο Ασιάτη πατέρα ενός θύματος), την ομοφοβία (οι σάουνες και τα γκέι κλαμπ αντιμετωπίζονται ως εστίες ακολασίας και η ορολογία «gay» ή «homosexual» είναι σχεδόν απαγορευτική) , τον φονταμενταλισμό του καθολικισμού (η γιαγιά του Ντάμερ πιστεύει πως αν πάει στην εκκλησία μαζί της, ο εγγονός της θα πάρει τον ίσιο δρόμο), ενώ στο όγδοο επεισόδιο – το καλύτερο κατά τη γνώμη μου – βλέπουμε όλο το story της γνωριμίας του Ντάμερ με το θύμα του ονόματι Τόνι Χιούτζ, έναν συμπαθέστατο μαύρο, γκέι και κωφό νεαρό από μία δεμένη παραδοσιακή οικογένεια. Σκέψου εν ολίγοις τι μοίρα μπορεί να ‘χε στη διαλεύκανση της υπόθεσης της δολοφονίας του ένας άνθρωπος ολότελα διαφορετικός, γκέι, μαύρος και ΑΜΕΑ.
Ένα άλλο στοιχείο που οδήγησε τη σειρά αυτή στην καλλιτεχνική επιτυχία είναι και το ότι οι δημιουργοί, Ράιαν Μέρφι και Ίαν Μπρέναν, εμμένουν στην ψυχολογία των χαρακτήρων όχι επιδερμικά, αλλά σε βάθος. Όλοι και όλα νιώθουμε ότι έπαιξαν το ρόλο τους στη διαμόρφωση του ανώμαλου ψυχισμού του Ντάμερ, από την ψυχωτική αδιάφορη μάνα του, τον πατέρα του που τον έμαθε σε μικρή ηλικία να ξεκοιλιάζει και να ταριχεύει ζώα, τη συντηρητική θρησκόληπτη γιαγιά του και, βασικά, το εντελώς ρατσιστικό περιβάλλον στο οποίο έζησε, νιώθοντας αποστροφή για τις ίδιες τις ερωτικές προτιμήσεις του (σύμφωνα με μία αληθινή γνωμάτευση ψυχιάτρου, που’χε παρακολουθήσει τον Ντάμερ μετά τη σύλληψη του, σκότωνε ομοφυλόφιλους, σκοτώνοντας στην ουσία τον επάρατο ομοφυλόφιλο εαυτό του). Και κάπου εκεί, στα τρία πρώτα επεισόδια, μπαίνουν εμβόλιμες οι ανατριχιαστικές σκηνές με τον Ντάμερ να έρχεται σε οργασμό μόνο μέσω της σπλαχνοφιλίας, της επαφής του δηλαδή με τα εντόσθια ζωντανών οργανισμών, σκοτωμένων από τα χέρια του.
Ο Ίβαν Πίτερς είναι καταπληκτικός στο ρόλο του δολοφόνου. Υποτονικός με παρανοϊκά ξεσπάσματα, οδηγείται στις πράξεις του δίχως ίχνος συναισθήματος και αισθήματος φόβου. Εξίσου καταπληκτικός είναι και ο Ρίτσαρντ Τζένκινς που υποδύεται τον πατέρα του. Το πλέον δραματικό πρόσωπο στην όλη ιστορία, που αποφασίζει να παρασταθεί στον γιο του, επιστρατεύοντας την πατρική αγάπη και τη λογική του απέναντι στην απόλυτη τερατωδία. Πρόκειται για ένα «ευλογημένο» κάστινγκ και δεν μπορώ να ξέρω αν η σειρά θα είχε την ίδια απήχηση σε περίπτωση που επιλέγονταν διαφορετικοί ηθοποιοί.
Η σειρά έχει λίγες μόνο μέρες που εμφανίστηκε στο Netflix και ήδη δημιούργησε αντιδράσεις από συγγενείς των θυμάτων, οι οποίοι φαίνεται να βιώνουν την τραγωδία απ’ την αρχή. Δεν είναι μία σειρά τρόμου, είναι κάτι πολύ παραπάνω όταν σκέφτεσαι πως ο «κανίβαλος του Μιλγουόκι» ήταν υπαρκτό πρόσωπο και ποιος ξέρει πόσους άλλους φόνους θα έκανε εάν δεν τη γλίτωνε κατά τύχη απ’ τα χέρια του το τελευταίο θύμα που είχε ψαρέψει. Σίγουρα δεν είναι για όλους, ως σειρά όμως σε καθηλώνει, σε φρικάρει και σε προβληματίζει. Το τελευταίο, διότι συνειδητοποιείς πως ο άνθρωπος αυτός συγκέντρωσε στο πρόσωπο του ολόκληρη την παθογένεια της αμερικανικής οικογένειας και κατ’ επέκτασιν της αμερικανικής κοινωνίας. Και σ’ αυτό το επίπεδο, η σειρά διανθίζεται με ξεκάθαρους πολιτικούς τόνους και έτσι, μια φρικιαστική ιστορία αποκτά έως και επιμορφωτικό – κοινωνιολογικό χαρακτήρα. Ίσως η καλύτερη σειρά στο Netflix αυτή τη στιγμή. Για γερά στομάχια!