Το να γράψουμε στοιχεία για τη ζωή της σε αυτό το θέμα, είναι το ίδιο κουραστικό με το έχεις παρακολουθήσει την ταινία που έκανε πρεμιέρα στο Netflix και διαρκεί κοντά στις τρεις ώρες. Διεκδίκησε τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία, ωστόσο έφυγε χωρίς να τα καταφέρει. Για τον Άντριου Ντόμινικ (βασισμένο στο βιβλίο του Τζόις Κάρολ Ουότς) ήταν ένα στοίχημα καριέρας που εκτιμώ πως παρά την προσπάθειά του, χάνει. Εξετάζει τα γεγονότα από τέτοια οπτική γωνία, που ουσιαστικά «δολοφονούν» τον χαρακτήρα αυτής της σπουδαίας προσωπικότητας.
Από τα δύσκολα παιδικά χρόνια της Νόρμα Τζιν, στην πρώιμη ενηλικίωση και την μετάβαση σε έναν άλλον άνθρωπο, που το κόστος της επιτυχίας της την οδήγησε στην απόλυτη καταστροφή. Το να γίνει μία στείρα περιγραφή των αποσπασμάτων είναι το μόνο εύκολο. Θα αποφύγουμε κι αυτήν την παγίδα. Ο καθένας μπορεί να σχηματίσει την άποψή του. Το σημαντικό είναι πως δε μιλάμε για βιογραφία, αλλά για κάτι που αγγίζει στοιχεία της πορείας της μεγάλης σταρ. Πόνος, ποικιλόμορφη βία, η έλλειψη πατρικού προτύπου, τα απωθημένα, η εκμετάλλευση. Δίνεται ένα κάδρο της αποπνικτικής ατμόσφαιρας των διάσημων, που αρκετές φορές δεν εξωτερικεύεται.
Η εναλλαγή ασπρόμαυρων κι έγχρωμων πλάνων δίνει μία ζωντάνια, οι ήχοι και η συνοδεία τους δίνει μία αίσθηση μιούζικαλ σε αρκετές σκηνές, ωστόσο δεν είναι από μόνα τους αρκετά να σώσουν το έργο. Οι όποιες δραματικές κορυφώσεις μένουν ανολοκλήρωτες και η συνέχεια έρχεται να αποκοπεί εντελώς απ΄αυτές. Η θεατρικότητα που επίσης πάει να αναπτυχθεί, δίνοντας μία παραστατικότητα χάνεται κι αυτή στα γρανάζια του περιπλεγμένου σεναρίου και τις συνεχείς εναλλαγές μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Ο σκηνοθέτης θέλει να πει τόσο πολλά και τελικά πιθανώς μπερδεύεται και ο ίδιος, δίχως να μπορεί να αποσαφηνίσει ποιο είναι το κυρίαρχο διακύβευμα της πλοκής.
Μέσα στο χάος που δημιουργείται αναδύεται το άστρο της Άνα Ντε Άρμαςικανό να τη φτάσει στην τελική ευθεία τόσο για τις Χρυσές Σφαίρες, όσο και για τα επερχόμενα Oscars Η Κουβανή αστέρας ξεχωρίζει με την ικανότητά της να προσαρμόζεται σε ρόλους. Κάθε φορά που λέει υπέροχα (!), σφίγγει τα χείλη της και πονά. Το κάνει μοναδικά. Οι τραυματικές εμπειρίες της τη στοιχειώνουν και διαλύουν τον κόσμο της. Οι λαμπεροί φακοί και οι φανταχτεροί καθρέφτες μετατρέπονται στους χειρότερους εχθρούς, όταν πλέον μένει μόνη.
Αρκετή ώρα μετά από τη θέαση, τα πολλαπλά χτυπήματα της Μονρόε γυρίζουν ακόμα στο μυαλό μου. Με δόση υπερβολής νιώθω πως βίωσα ένα φιλμ «εκδίκησης», που απουσιάζει στο μεγαλύτερό του μέρος η αναφορά στις θετικές πτυχές και τα κατορθώματα μίας γυναίκας που κατάφερε πολλά σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο που θέλει να μιλάει για ισότητα, αλλά στην πράξη απέχει πολύ από το να σεβαστεί τη γυναίκα, τη διαφορετικότητα και κάθε τι που έχει τη δυνατότητα να κλονίσει τα κεκτημένα ενός συστήματος που νομοτελειακά έχει αποτυχεί, κλονιστεί και είναι θέμα χρόνου να καταστραφεί.