Ο κοινωνικός χαρακτήρας αρκετών κινηματογραφικών επιλογών στο Cinobo είναι αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει και συνεχώς αυξάνονται τα μέλη του. Στη σημερινή μας ανταπόκριση ξεχωρίσαμε πέντε επιλογές που δείχνουν έναν αδιαπραγμάτευτο δρόμο προς τον σεβασμό του δικαιώματος κάθε ανθρώπου στην ταυτότητά του και στο να αγαπάει αυτόν που επιθυμεί.

“Close”, του Λούκας Ντοντ
Δύο αθώες ψυχές τρέχουν, παίζουν, απολαμβάνουν τη φύση ξέγνοιαστες. Κάθε στιγμή είναι μοναδική. Δεν έχουν ενδοιασμούς, δεν κάνουν δεύτερες σκέψεις. Βιώνουν την απόλυτη ελευθερία. Η μουσική έρχεται ως το κατάλληλο συμπλήρωμα. Μία αποθέωση της ίδιας της ζωής μακριά από συμβατικές επιταγές. Μεγαλώνοντας όμως οι δύο έφηβοι έρχονται αντιμέτωποι με ομοφοβικά σχόλια. Όπως είναι φυσικό Λεό και Ρεμί δεν έχουν τις ίδιες άμυνες και αντανακλαστικά. Ο ένας από τους δύο θα λυγίσει. Η πορεία της σχέσης τους περνάει από χιλιάδες κύματα. Τίποτα όμως δε θα είναι όπως πριν, καθώς η αμφιβολία κι οι δεύτερες σκέψεις έχουν «δηλητηριάσει» την αγνότητα. Η αγάπη σε πολλαπλά επίπεδα, το νοιάξιμο, το ενδιαφέρον κι από την άλλη «τι θα πει ο κόσμος», η ευθύνη και οι συνέπειες. Ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα ψυχογράφημα των πρωταγωνιστών του. Κάνει μία βαθιά ανασκαφή στα ενδότερά τους και προσπαθεί να δείξει στον θεατή, όσα δεν πρόκειται να ακουστούν σε κανένα σημείο του έργου. Εκεί κρύβεται ένας αξιοσημείωτος πλούτος και μία σειρά από τραύματα. Ο σεβασμός στα δικαιώματα των ανθρώπων τίθεται στην πρώτη γραμμή. Τα περιθώρια ευελιξίας και ελιγμών λόγω της ηλικίας και της ανωριμότητας δεν είναι μεγάλα. Ένα τόσο μεγάλο σοκ είναι δυνατό να διαλύσει όσα δένουν δύο ανθρώπους για χρόνια.

“Aκριβώς το Τέλος του Κόσμου”, του Ξαβιέ Ντολάν
Ο Λούι επιστρέφει σπίτι λίγο πριν συμπληρώσει τα σαράντα του χρόνια. Έχει λείψει πολύ καιρό και θέλει να δει την οικογένειά του, ίσως για τελευταία φορά. Η μακάβρια εισαγωγή μας βάζει από την αρχή στα βαθιά. Η ένταση μεγάλη. Ο ίδιος θέλει να πει κάτι σοβαρό, οι υπόλοιποι αναρωτιούνται για ποιον λόγο επέστρεψε, αλλά είναι ανίκανοι να μάθουν. Θα προσπαθήσει μέσα σε λίγες ώρες να γνωρίσει τη μικρή του αδελφή και τη νύφη του. Παραμένει παθητικός, ΑΚΟΥΕΙ, δεν μιλάει πολύ, χαμογελάει, δακρύζει, νιώθει, αλλά σιωπά. Ενστερνίζεται, το λακωνίζει φιλοσοφείν εστί και συνεχίζει να ανεβαίνει τον δικό του γολγοθά αθόρυβα. Είναι ένα φιλμ με πολύ υψηλά τα ντεσιμπέλ, με συχνές κρίσεις, με υστερίες. Ο κάθε άνθρωπος εκδηλώνει την αμηχανία του με διαφορετικό τρόπο. Εδώ βλέπουμε διαρκείς αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας. Ο μεγάλος αδελφός, Αντουάν αυθάδης πρότυπο άντρα σε πατριαρχική οικογένεια. Η μικρή, Σουζάν χαμένη σε μία ζωή γεμάτη εξαρτήσεις, συναισθηματικές και σωματικές, η μητέρα (Μαρτίν), μέσα σε μία γλυκιά τρέλα για να αντέξει όσα της συμβαίνουν κι η νύφη, Κατρίν αθόρυβη κι υπομονετική.

“Dallas Buyers Club”, του Ζαν-Μαρκ Βαλέ
Με την μηχανή του χρόνου ταξιδεύουμε στο 1985. Ο Ρον Γούντρουφ έχει ροπή στους εθισμούς και τις καταχρήσεις. Κάνει μία άστατη ζωή και προσπαθεί με διάφορες μικροκομπίνες να τα καταφέρει. Τα πάντα αλλάζουν όταν μία μέρα καταρρεύσει και οδηγηθεί για εξετάσεις. Πάσχει από ΗΙV. Αρνείται σε πρώτη φάση να το αποδεχθεί, ωστόσο σύντομα θα βρεθεί μπροστά σε βιβλία και ηλεκτρονικούς υπολογιστές να αναζητεί λύσεις κι εναλλακτικές διαδρομές. Δεν μπορεί να συμβιβαστεί με το να τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις του σε τριάντα ημέρες. Ένας cowboy αποφασισμένος να ανατρέψει τα εις βάρος του δεδομένα. Πέρα από το σοβαρό πρόβλημα υγείας έχει να αντιμετωπίσει τον κοινωνικό περίγυρο. Μένει μόνος. Η κλεψύδρα καθημερινά αδειάζει. Το ΑΙDS αποτέλεσε μάστιγα εκείνων των δεκαετιών και φυσικά αγγίζει το σήμερα. Ο στιγματισμός των οροθετικών ασθενών οδηγεί όσους νοσούν σε μαύρες σκέψεις και ριψοκίνδυνες αποφάσεις. Ο Ρον όμως διατήρησε τη ψυχραιμία του, παρέμεινε δυνατός. “Κάπως πρέπει να πεθάνω”. Απέναντί του ο κυνισμός των φαρμακευτικών εταιρειών. Μαύρα κοστούμια, αστραφτερά Rolex και ασθενείς ως πειραματόζωα.

“Μπενεντέτα”, του Πωλ Βερχόφεν
Μία νεαρή κοπέλα πηγαίνει με τους γονείς της στο μοναστήρι Πέσκια της Τοσκάνης. Ένα αθώο πλάσμα “παραδίδεται” στον Θεό. Ακόμα κι αυτή η πράξη όμως απαιτεί το ανάλογο αντίτιμο. Ήδη από την εκκίνηση καταλαβαίνουμε πως ο δημιουργός είναι αποφασισμένος να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα της καθολικής (κι όχι μόνο) εκκλησίας, μην αφήνοντας τίποτα να πέσει κάτω. Η Μπενεντέτα θα ενηλικιωθεί νιώθοντας πως έχει ένα μοναδικό χάρισμα. Επικοινωνεί με το ανώτερο κι έρχεται πιο κοντά στο εξιδανικευμένο. “Η Παναγιά κάνει ότι της ζητήσω”. Είναι κάτι που ωστόσο βιώνει μονάχα η ίδια και δεν μπορεί να το επικοινωνήσει στις άλλες μοναχές. Ακολουθούν σκηνές πλήρους εκφυλισμού. Η ηδονή κυριαρχεί, τα πάθη κερδίζουν τη λογική κι πειρασμοί κατά κράτος τη νηστεία και την εγκράτεια που πρεσβεύουν οι εντολές. Πρόκειται για μία απελευθέρωση από τα δεσμά της θρησκείας και της συντήρησης. Υπάρχει κατανόηση, αγάπη, αναπτύσσονται αληθινοί δεσμοί. Η νεοαφιχθείσα έχει υποστεί τον πόνο με κάθε τρόπο μέχρι να φτάσει εκεί. Πάση θυσία θέλει να μείνει σε αυτό το περιβάλλον. Φυσικά δεν μπορεί, αλλά ούτε και θέλει να προσαρμοστεί πλήρως στους κανόνες που διέπουν το μοναστήρι.

“Joyland”, του Σαίμ Σαντίκ
Βήμα βήμα ξετυλίγεται η ζωή μίας αυστηρά πατριαρχικής οικογένειας. Οι αξίες και τα ιδανικά της περιορίζονται στα τυπικά. Ο μικρότερος γιος όμως δεν μπορεί βαθιά μέσα του να συμβιβαστεί με τις επιταγές που του επιτάσσουν. Θεωρείται αποτυχημένος και προσπαθεί να βρει λύση στο αδιέξοδό του. Αρνείται πεισματικά να υποταχθεί. Όταν πια «αποκτήσει» δουλειά, μπροστά του ανοίγονται νέοι ορίζοντες σε όλα τα επίπεδα. Ο Χάιντερ γνωρίζει την Μπίμπα και είναι έτοιμος να ταξιδέψει μαζί της. Νιώθει ασφάλεια, γεννιούνται αισθήματα και αναπτύσσονται ισχυροί δεσμοί. Πίσω στο σπίτι μοιάζει τίποτα να μην έχει αλλάξει.Κατανοούμε και πάλι το μέγεθος επιρροής της θρησκείας στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Ο λόγος του Θεού μετατρέπεται ουσιαστικά κατά το δοκούν σε λόγο υπέρ των ισχυρών. Ο τίτλος «Joyland», που παραπέμπει σε χαρά, ευτυχία, διασκέδαση, αρμονία αποτελεί από μόνος του ίσως το πιο ειρωνικό κομμάτι του έργου. Έχουν γεμίσει οι ψυχές των ανθρώπων με τόσο μίσος, το μυαλό τους με τόση πληροφορία, που πραγματικά κυκλοφορούν με παρωπίδες και είναι αδύνατον στο δικό τους σύμπαν να δεχθούν κάτι διαφορετικό. Δεν υπάρχουν περιστροφές και φυσικά καμία διάθεση για συζήτηση, παρά μόνο για τιμωρία σε όσους η «φύση» έκανε «λάθος».

 

☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.