Στον αχανή και συχνά επιπόλαιο κόσμο του σύγχρονου θεάματος, το Cinobo επιμένει με ταινίες που κοιτούν κατάματα την ιστορία, όχι ως απλό σκηνικό, αλλά ως πεδίο σύγκρουσης, μνήμης, σώματος και ταυτότητας. Πέντε ταινίες εποχής, πέντε φωνές που βυθίζονται στο παρελθόν για να ανασύρουν τα μεγάλα ερωτήματα του σήμερα: εξουσία, φύλο, επιβίωση, ιδεολογία. Σε ένα σινεμά που αρνείται να φορέσει μόνο κουστούμια εποχής και επιλέγει να ξεγυμνώσει ψυχές.
“Mπενεντέτα”, του Πολ Βερχόφεν
Μια νεαρή κοπέλα πηγαίνει με τους γονείς της στο μοναστήρι Πέσκια της Τοσκάνης. Ένα αθώο πλάσμα “παραδίδεται” στον Θεό. Ακόμα κι αυτή η πράξη όμως απαιτεί το ανάλογο αντίτιμο. Ήδη από την εκκίνηση καταλαβαίνουμε πως ο δημιουργός είναι αποφασισμένος να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα της καθολικής (κι όχι μόνο) εκκλησίας, μην αφήνοντας τίποτα να πέσει κάτω. Η Μπενεντέτα θα ενηλικιωθεί νιώθοντας πως έχει ένα μοναδικό χάρισμα. Επικοινωνεί με το ανώτερο κι έρχεται πιο κοντά στο εξιδανικευμένο. «Η Παναγιά κάνει ότι της ζητήσω». Είναι κάτι που ωστόσο βιώνει μονάχα η ίδια και δεν μπορεί να το επικοινωνήσει στις άλλες μοναχές.
Ακολουθούν σκηνές πλήρους εκφυλισμού. Η ηδονή κυριαρχεί, τα πάθη κερδίζουν τη λογική κι πειρασμοί κατά κράτος τη νηστεία και την εγκράτεια που πρεσβεύουν οι εντολές. Πρόκειται για μία απελευθέρωση από τα δεσμά της θρησκείας και της συντήρησης. Υπάρχει κατανόηση, αγάπη, αναπτύσσονται αληθινοί δεσμοί. Η νεοαφιχθείσα έχει υποστεί τον πόνο με κάθε τρόπο μέχρι να φτάσει εκεί. Πάση θυσία θέλει να μείνει σε αυτό το περιβάλλον. Φυσικά δεν μπορεί, αλλά ούτε και θέλει να προσαρμοστεί πλήρως στους κανόνες που διέπουν το μοναστήρι.
“Ένα Ψηλό Κορίτσι”, του Καντεμίρ Μπαλάγκοφ
Λένινγκραντ 1945 έναν χρόνο μετά τον πόλεμο. Επιτέλους πρώτες στιγμές ειρήνης. Ένα έθνος, ένας κόσμος που καλείται να διαχειριστεί ατομικά και συλλογικά τραύματα. Μία μεταπολεμική παράνοια σκεπάζει τα πάντα. Η Ίγια, ένα κορίτσι διακοσίων εκατοστών έχει επιστρέψει λαβωμένη από το μέτωπο και εργάζεται σε ένα νοσοκομείο. Το μετατραυματικό σοκ την κάνει εύθραυστη, ευάλωτη ανά πάσα στιγμή. Δεν έχει όρεξη να ζει, δυσκολεύεται να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Έχει βιώσει τη δίνη των συρράξεων στην πρώτη γραμμή κι όλα αυτά μοιάζουν να της έχουν κλέψει τη διάθεση για ζωή. “Είμαι κενή, μέσα μου είμαι κενή”.
Ο σκηνοθέτης δομεί ένα ύψιστο δράμα χαρακτήρων που αλλοιώθηκαν και διαβρώθηκαν στο μέτωπο. Οι τραγικές φιγούρες πληθαίνουν όσο περνάει ο χρόνος. Σώματα καταπονημένα, πνεύματα διαλυμένα, ψυχές νεκρές. Βίαια ξεσπάσματα, κυκλοθυμικές παλινωδίες, κλονισμένες ψυχοσυνθέσεις συμπληρώνουν το παζλ της τοπικής κοινωνίας. Η φωτογραφία κι η ενδυμασία δίνουν το χρώμα της εποχής. Μουντό. Η Βικτόρια Μιρσνιτσένκο (Ίγια) από την μία αθώα, αλλά και στυγερή κι η Βασιλίσσα Περελίγκινα (Μάσα) αυθόρμητη κι απαιτητική. Άνθρωποι που αναζητούν το γιατρικό ή την λύτρωση επίμονα. Δεν αντέχουν άλλο να πολεμούν, δηλώνουν παραίτηση.
“Η Καταγωγή των Σάμι”, της Αμάντα Κέρνελ
Το στερνό καθήκον δίνει την ευκαιρία στη Χριστίνα να επιστρέψει στην πατρογονική εστία. Ήταν άλλωστε η μοναδική περίπτωση να αποφασίσει την μεγάλη επιστροφή. Τα ηθικά διλήμματα ξεπεράστηκαν, τα πάντα όμως της θυμίζουν τον παιδικό εφιάλτη. Το τραγούδι ως τροχός επιβίωσης κι η συνύπαρξη με τους ταράνδους ως ευχή και κατάρα μαζί. Τίποτα δεν μπορεί να σβήσει τα βαθιά τραύματα, είναι πια χαραγμένα σαν ανεξίτηλα σημάδια. Κάθε σκληρή κουβέντα έχει τυπωθεί σα στάμπα. “Βρωμολαπωνάκια, ένα σκοτώνεις, εκατό βγαίνουν” …
Όλα αυτά γίνονται πιο γλαφυρά μέσα από τη φωτογραφία. Η λυρική ομορφιά της παρθένας φύσης μας σαγηνεύει, αλλά όσα συμβαίνουν στο κεντρικό φόντο δε μας αφήνουν περιθώριο χαλάρωσης. Λένε Σεσίλια Σπάροκ φανταστική στον πρωταγωνιστικό ρόλο, Μάι Ντόρις Ρίμπι ουσιαστική. Η Έλε ζει στα άκρα. Από τη μία βιώνει το φλερτ, τον έρωτα κι από την άλλη την άκρατη βία και το μαστίγιο. Η ανάγκη απόδρασης μεγαλώνει. Το ταξίδι δε δύναται να έχει επιστροφή. Ρίσκο, θάρρος, θράσος. Κλείνει η πόρτα. Η αναζήτηση της πραγματικής ταυτότητας όμως συνεχίζεται παρά τις συνεχείς απορρίψεις.
“Δύση Ηλίου”, του Λάζλο Νέμες
Βουδαπέστη, 1913. Μια νεαρή κοπέλα φτάνει στην πόλη, ελπίζοντας να εργαστεί ως καπελού στο θρυλικό κατάστημα που κάποτε ανήκε στους γονείς της. Ο ιδιοκτήτης δε δέχεται να την προσλάβει, ενώ τη στιγμή εκείνη γίνονται στο κατάστημα προετοιμασίες για την υποδοχή επιφανών επισκεπτών. Ένας άντρας την προσεγγίζει, αναζητώντας κάποιον που έχει το επίθετό της. Αρνούμενη να φύγει από την πόλη, αρχίζει να ψάχνει τον άγνωστο, τον μοναδικό της συνδετικό κρίκο με το χαμένο της παρελθόν.
Η “δύσκολη δεύτερη ταινία” για τον Λάζλο Νέμες μετά το θρίαμβο του “Γιου του Σαούλ” είναι μια εξίσου άψογα ενορχηστρωμένη, αποπνικτική κατάβαση στην υπαρξιακή κόλαση, μέσα από τους εντροπικούς δρόμους της Βουδαπέστης του 1910, οι οποίοι οδηγούν στο ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
“Κορσές”, της Μαρί Κρόιτσερ
Μεταφερόμαστε στη Βιέννη του 1877. Η αυτοκράτειρα Ελίζαμπεθ έχει κλείσει μόλις τα 40 της χρόνια. Μοιάζει ανασφαλής, αλλά δεν παύει να είναι ένα πρόσωπο εξουσίας. Σε αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι περνάει μία κρίση μέσης ηλικίας. Για να την ξεπεράσει έχει ανάγκη από την επιβεβαίωση, που θα γιγαντώσει το “εγώ” και την ταυτότητά της («είστε η λιακάδα»). Την ίδια στιγμή έχει να αντιμετωπίσει κουτσομπολιά και φήμες, που είναι ικανά να τη φέρουν στο μάτι του κυκλώνα μίας πατριαρχικής κοινωνίας, που έχει συνηθίσει να υποτάσσεται στον ισχυρό από γενιά σε γενιά.
Με έξυπνους υπαινιγμούς η δημιουργός οικοδομεί ένα δράμα, στο οποίο έχει την ικανότητα να δίνει κωμικές νότες. Τονίζει πως ο πλούτος δε φέρνει απαραίτητα και την ευτυχία. Παρομοιάζει τη «ψυχή με ένα χαώδες μουσείο, γεμάτο θησαυρούς που δεν μπορεί να τους εκμεταλλευτεί». Ένα αντισυμβατικό μανιφέστο που ήδη από τις πρώτες του σκηνές διευρύνει τους ορίζοντες του θεατή. «Είναι καλό να μελετάς, αλλά ακόμα καλύτερο να αναπνέεις». Την ίδια ώρα η κόρη απαντά πως στολίζουν τα πιο μεγάλα δέντρα. Μία ξεκάθαρη αναφορά στη συμβολή του Πιαζέ στη ψυχολογία.
Μέσα από αυτά τα πέντε φιλμ η εποχή δεν είναι απλώς περίοδος, είναι ψυχολογία. Οι ήρωες δεν περιφέρονται σε μουσειακές αναπαραστάσεις, αλλά παλεύουν με τα φαντάσματα και τα όρια τους. Το Cinobo μας προσκαλεί όχι απλώς να παρακολουθήσουμε την Ιστορία, αλλά να τη νιώσουμε στο δέρμα, στο βλέμμα, στη σιωπή. Και αυτό είναι ίσως το χρέος του σινεμά σήμερα: να μην ξεχνά και να θυμίζει.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.