Δεν είναι η πρώτη φορά που ο πολιτικός λόγος του Δημήτρη Καραντζά έρχεται να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της τέχνης. Δεν είναι μόνο η εποχή που σε αρπάζει είναι και ο δημιουργός που θέλει να την αφουγκραστεί. Είναι η ανάγκη και γιατί όχι το πείσμα να σταθείς λίγο πριν τον αφανισμό και να θυμηθείς πως οι ζωές που άφησες σε υποχρεώνουν να υπερασπιστείς αυτές που θα έρθουν.
Μία παράσταση όπου ο λόγος δίνει χώρο στην εικόνα και στους ήχους οξύνοντας τις αισθήσεις. Ακόμα κι όταν οι ηθοποιοί μιλούν χαμηλόφωνα χρειάζεται να ενεργοποιηθείς ως θεατής για να συμμετάσχεις σε αυτό που τόσο μελετημένα ξεδιπλώνεται μπροστά σου. Ήχοι, δονήσεις, πιο μικρά σπίτια μέσα στο «Σπίτι» που δεν φαίνονται στη σκηνή αλλά τα ακούς. Οι κάτοικοι πάνε κι έρχονται, συναντιούνται, αποφεύγουν και συγχρονίζονται υπό τους ήχους του πλυντηρίου. Μία λούπα που σε υπνωτίζει τοποθετώντας σέ σε έναν κύκλο αποχαύνωσης όπου κανείς δεν είναι ασφαλείς.
Ένα παράθυρο που βλέπει στο δρόμο και η επανάσταση μια ζωγραφιά στον τοίχο. Όσο εξελίσσεται η παράσταση το παράθυρο μεγαλώνει προβάλλοντας γεγονότα όπως αυτά διαδραματίστηκαν από τα μέσα του περασμένου αιώνα μέχρι και σήμερα. Πρόσωπα μπλέκουν με την ιστορία έως ότου όλοι και όλα να συναντηθούν σε έναν τόπο άναρχο. Ο Χίτλερ δίπλα σε καταναλωτικά προϊόντα και το έγκλημα στα Τέμπη εξισώνεται με κρέμες για την κυτταρίτιδα. Όλα το ίδιο και όλα συνέχεια μέχρι που δεν μπορείς να διακρίνεις, μέχρι που γίνεσαι μέρος τους. Ένας κύκλος βίας που σαν μαύρη τρύπα μας ρουφάει καθημερινά. Καταναλώνουμε βία, παντρευόμαστε βία, εκλέγουμε βία, αθωώνουμε βία, σκρολάρουμε βία, γεννάμε βία. Μέχρι η ψευδαίσθηση της ασφάλειας, το «Σπίτι» μας να καταρρεύσει κυριολεκτικά υπό τους δονούμενους ήχους του Γιώργου Ραμαντάνη και τον σχεδιασμό φώτων του Δημήτρη Κασιμάτη.
Ο Δημήτρης Καραντζάς με πολύτιμους αρωγούς την Κέλυ Καλαμπάκα και τον Τάσο Καραχάλιο, αφηγείται μία ιστορία καθημερινότητας με τον πιο απλό και συνάμα εκρηκτικό τρόπο. Είναι τέτοια η αμεσότητα του που σε τοποθετεί από τα πρώτα λεπτά πάνω στη σκηνή και σου δημιουργεί συνδηλώσεις με τους ανθρώπους που κατοικούν εκεί. Μια μικρή ιστορία αποχαιρετισμού σε ό,τι αναγνωρίζουμε ως δικό μας. Από μικρά αντικείμενα μέχρι στιγμές και μνήμες. Ποίηση δοσμένη με έναν τρόπο ρεαλιστικό όπως αυτή γράφεται σε κάθε σπίτι σε κάθε τόπο και χρόνο. Δεν πραγματεύεται τη συμφορά που θα έρθει. Το κακό είναι ήδη εδώ και εμείς είμαστε οικεία και ανοίκεια μέρος του.
Η Αλεξία Καλτσίκη και ο Φιντλέλ Ταλαμπούκας είναι δύο κάτοικοι που δεν είναι ξεκάθαρο ποια είναι η σχέση τους. Δύο άνθρωποι που μοιράζονται ένα χώρο. Η βία τους βρίσκει να σιδερώνουν, να αγοράζουν βιολογικό γάλα και να σφουγγαρίζουν. Έξω ο κόσμος στην κυριολεξία πνίγεται, καίγεται, δολοφονείται και εκείνοι τόσο τρυφερά αποστασιοποιημένοι ζουν -με ό,τι σημαίνει αυτό- ηδονοβλεπτικά απαθείς.
Ο μονόλογος της εκπληκτικής Αλεξίας Καλτσίκη μοιάζει να κινείται από το ασυνείδητο θυμίζοντας αυτόματη γραφή απαλλαγμένη από γραμμικότητες ενθαρρύνοντας κάθε ελεύθερο, μη επιτηδευμένο συνειρμό και απορώντας με όλη την ερμηνευτική δεινότητα της ηθοποιού «Καλύτερα που η γυναίκα δεν λέει πολλά. Το Σπίτι μας είναι πάντα καθαρό και η ζωή δεν κυλάει και άσχημα. Εμείς κανέναν δεν ενοχλούμε».