Προτού ανοίξει ο διάλογος για το τι πραγματικά εξυπηρετεί μια κριτική και ποιοι έχουν δικαίωμα να φέρουν τον τίτλο του κριτικού ίσως θα ήταν συνετό να ορίσουμε πως διαμορφώνεται σήμερα ο θεατρικός λόγος στην Ελλάδα και όχι μόνο.
Κάθε χρόνο ανεβαίνουν περισσότερες από 200 παραστάσεις επιβεβαιώνοντας την ανάγκη των ανθρώπων να διηγηθούν μικρές και μεγάλες ιστορίες. Μπορεί να είναι ιστορίες χιλιοειπωμένες ή πρωτότυπες, πάντα όμως δοσμένες μέσα από την αισθητική φόρμα που ο δημιουργός προτείνει.
Ο διάλογος που προκύπτει ανάμεσα σε δημιουργό και κριτικό είναι κατά τη γνώμη μου αναπόσπαστο κομμάτι μίας παράστασης. Ο σκοπός της δεν είναι να βάλει στο μικροσκόπιο τους καλλιτέχνες πόσω μάλλον να τους επιπλήξει. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε πως μία κριτική αφορά το έργο ενός δημιουργού και όχι τον ίδιο. H κριτική αναλύει, σχολιάζει και τεκμηριώνει επιστημονικά. Ναι! Η κριτική είναι επιστήμη!
Στην ερώτηση ποιοι έχουν το δικαίωμα να γράψουν κριτική τα πράγματα είναι μάλλον θολά και αυτό γιατί το θέατρο δεν παύει να αποτελεί περιζήτητη νύφη για πολλούς πλανόδιους ερασιτέχνες επαγγελματίες. Αναμφίβολα όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να διαμορφώνουν γνώμη και φυσικά να την εκφράζουν. Η κριτική όμως δεν είναι άποψη ούτε γνώμη. Η έκρηξη των social media έχει επιβάλει τους δικούς της κανόνες που πολύ αμφιβάλλω για το τίμιο των προθέσεων τους. Το θέλω ή το νομίζω δεν σημαίνει πάντοτε μπορώ, όσο στενάχωρο και να είναι αυτό. Η υποκουλτούρα της γενίκευσης και του αυτεπάγγελτου οφείλεται σε τεράστιο βαθμό για την υποβάθμιση της κριτικής. Κανείς δεν θα εμπιστευόταν να του μάθει γαλλικά ένας άνθρωπος που δεν γνωρίζει γαλλικά. Ούτε να φανταστώ δεν μπορώ την εικόνα κάποιου να ζητά την ιατρική γνώμη ενός ανθρώπου που δεν έχει σπουδάσει ιατρική. Γιατί ένας άνθρωπος που δεν έχει καμία ακαδημαϊκή συνάφεια με το θέατρο να αυτοπροσδιορίζεται ως κριτικός;
Καμία πρόθεση ελιτισμού δεν υπάρχει σε αυτές τις σκέψεις αλλά πρέπει να κατανοήσουμε πως η ευκολία που αντιμετωπίζουμε την κριτική αντανακλά και τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τον πολιτισμό. Η απάντηση είναι ο τυχοδιωκτισμός.Αγκάθι και μάλιστα χειρότερο της άγνοιας είναι η εξουσία που στρεβλά αναπτύσσεται στο μυαλό πολλών ανθρώπων που ασκούν κριτική. Μάλιστα όσο πιο αυστηρή είναι η κριτική τόσο πιο σπουδαίοι νιώθουν. Περιφρονώ άρα υπάρχω. Καθυβρίζω άρα γνωρίζω. Τοποθετώ τρία ή ακόμα και τέσσερα επίθετα στη σειρά άρα συγγράφω. Η κριτική και οι κριτικοί -κατά εικόνα και ομοίωση- αποτελούν υγιές κύτταρο του οργανισμού που λέγεται καλλιτεχνική δημιουργία και η πίστη στην τέχνη είναι το άγιο δισκοπότηρο, ο τόπος συνεύρεσης των δύο.
Αυτός είναι και ο λόγος που ζητήσαμε από πέντε κριτικούς θεάτρου να μας περιγράψουν ποιος ο ρόλος της κριτικής στην τέχνη.
Σάββας Πατσαλίδης: «Περί ήθους και κριτικής»
(Ομότιμος καθηγητής θεατρολογίας, ΑΠΘ Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών. Συνεργάτης του περιοδικού paralallaximag.gr. και Editor-in-Chief του περιοδικού της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Θεατρου ( International Association of Theatre CRitics).
Όπως όλα τα πράγματα σε αυτό τον πλανήτη έτσι και η θεατρική κριτική βρίσκεται στη δίνη ενός μεταβατικού σταδίου, όπου ψάχνει τα εργαλεία της προκειμένου να αντιμετωπίσει και να αξιολογήσει ένα κόσμο αλλά και ένα θέατρο που βρίσκονται σε μια κατάσταση μόνιμης μεταμόρφωσης και μετακίνησης.
Ο κριτικός σήμερα βρίσκεται απέναντι σε ένα παντοδύναμο (και εν πολλοίς αόρατο) σύστημα (ανα)παραγωγής και διασποράς πολιτιστικών προϊόντων, το οποίο σκοπίμως και υπούλως πιέζει τις τιμές προς τα κάτω και «αγοράζει» και προβάλλει ό,τι είναι πιο φτηνό και φυσικά όχι πιο καλό. Μέσα σε αυτό το πολιορκητικό και συνάμα εκφυλιστικό κλίμα οι μορφές κριτικής που θα ονόμαζα ενδιαφέρουσες, ανήσυχες αλλά και τολμηρές, είναι εκείνες οι οποίες δεν αναζητούν να εντοπίσουν και να σχολιάσουν τι έχει κατά νου ένας σκηνοθέτης λ.χ. αλλά αναζητούν να εντοπίσουν τι ξεχνάει, είναι εκείνες που δεν ασχολούνται με το τι λέει αλλά με το τι παίρνει ως δεδομένο.
Με άλλα λόγια, στο δικό μου μυαλό η ευεργετική κριτική δεν είναι εκείνη που γράφεται με στόχο την αναδόμηση του νοήματος ενός θεάματος μέσα από κουραστικές περιλήψεις και εξαντλητικές περιγραφές ή στην κατεδάφισή του μέσα από αυτάρεσκες αρνητικές, εντυπωσιοθηρικές τοποθετήσεις, αλλά εκείνη που στοχεύει στην αποκαλυπτική εξερεύνηση και κρίση των μηχανισμών ή δομών μέσω των οποίων οι παραστάσεις λειτουργούν και σημαίνουν. Πολύ απλά, μια καλή κριτική δεν είναι εκείνη που μας κάνει να αναγνωρίσουμε αυτό που ήδη γνωρίζουμε, αλλά εκείνη η οποία με αποδείξεις και επιχειρήματα μας κάνει να αναγνωρίσουμε εκείνο που δεν γνωρίζουμε.
Υπ’ αυτήν την έννοια, ο χρήσιμος, ο απόλυτα σύγχρονος και συνάμα «επικίνδυνος» κριτικός δεν είναι ούτε ο ηλικιακά νέος ούτε ο παλιός, ούτε ο μοναχικός ούτε ο συμμετοχικός, ούτε ο στρατευμένος ούτε ο εστέτ, ούτε ο «εφημεριδάκιας» ούτε ο «ιντερνετάκιας», ούτε ο δεξιός ούτε ο αριστερός, αλλά εκείνος που καθώς πορεύεται απορεί, σκάβει και ψάχνει διαρκώς και διαρκώς διορθώνει και αναθεωρεί βεβαιότητες και συμπεράσματα, έχοντας πάντοτε ως πλοηγό το ήθος. Το ήθος είναι ο προστάτης της ποιότητας. Το ήθος είναι αντίπαλος του λαϊκισμού και φίλος της ευεργετικής και βαθιά δημοκρατικής τέχνης. Το ήθος προστατεύει το θέατρο και αυτούς που πραγματικά το αγαπούν. Το ήθος δεν είναι αυτονόητο. Κερδίζεται με αγώνα και πολύ δύσκολες αποφάσεις και θυσίες. Το ήθος καθορίζει προτεραιότητες και κυρίως την ποιότητα που κληροδοτεί το λείψανο της κριτικής σε αυτούς που ακολουθούν.
Εύη Προύσαλη: «Η κριτική ένα … “ανεπίδοτο γράμμα”»
(Κριτικός Θεάτρου (The Press Project), Δραματουργός, Διδάσκουσα, στο Μεταπτυχιακό Τμήμα Παραστατικές Τέχνες, ΕΑΠ
Η άσκηση της Κριτικής στις Παραστατικές Τέχνες, όταν είναι σημαίνουσα και όχι επιδερμική ή ευκαιριακή, είναι πρωτίστως μία εποπτική μελέτη του παραστασιακού γεγονότος, η οποία προσεγγίζει την παράσταση στο αισθητικό, κοινωνικό και ιστορικό της πλαίσιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η κριτική αφενός αναλύει την παράσταση στις βασικές καλλιτεχνικές της ορίζουσες αφετέρου την εντάσσει στο ευρύτερο κοινωνικο-πολιτικό πεδίο, συγχρονικό και διαχρονικό.
Η παραπάνω κριτική διαδικασία απαιτεί σημαντικό βαθμό επάρκειας σε ποικίλα πεδία του επιστητού, όπως επιστήμες, τεχνολογία, ανθρωπολογία, ψυχανάλυση, ιστορία, κοινωνιολογία, αισθητική κ.ο.κ. καθώς και τη γνώση των σύγχρονων καλλιτεχνικών και σκηνικών επιτευγμάτων, παγκοσμίως. Η άσκηση κριτικής είναι, δηλαδή, μία συνθετική διαδικασία ως προς την σύλληψή της και μία αναλυτική διαδικασία ως προς την εφαρμογή της. Εν ολίγοις, είναι μία πολυεπίπεδη και πολυπρισματική πράξη συγγραφής, πολύ απαιτητική και επίπονη, η οποία δεν αποσκοπεί στην αξιολόγηση αλλά στην ερμηνεία του καλλιτεχνικού έργου, από την οποία προκύπτει αν η εκάστοτε παράσταση συνομιλεί με τη σύγχρονη αισθητική και κοινωνική συνθήκη.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η κριτική των Παραστατικών Τεχνών είναι μία διαδικασία σημασιοδότησης του παραστασιακού γεγονότος, που οφείλει να βασίζεται στα σκηνικά σημεία και δρώμενα, αλλά δεν περιορίζεται από αυτά. Ως διαδικασία σημασιοδότησης, η κριτική παραμένει ανοιχτή και διαλεκτική με το περιβάλλον της ενώ εξαρτάται και από τις ιδεολογικές, κοινωνικές και ιδιοσυγκρασιακές συνιστώσες του κριτικού υποκειμένου που την ασκεί. Αυτό σημαίνει ότι, ο κριτικός δεν μπορεί να είναι αντι-κειμενικός διότι βρίσκεται ήδη μέσα στο ίδιο κοινωνικό περι-κείμενο το οποίο προσπαθεί να μελετήσει και ο κριτικός δεν μπορεί να είναι αμιγώς υπο- κειμενικός διότι, στον βαθμό που είναι επαρκής, κατέχει σημαντικά θεωρητικά και πρακτικά εφόδια που οφείλει να αξιοποιεί και τα οποία τον καθιστούν προνομιούχο στην πρόσληψη του παραστασιακού γεγονότος.
Έτσι, ο κριτικός βρίσκεται σε ένα κατώφλι, μεταξύ αντι-κειμενικότητας και υπο-κειμενικότητας, που είναι άλλωστε και η βασική καταστατική του συνθήκη. Συνεπώς, σε κάθε κριτική παράστασης αποκαλύπτεται αφενός η υποκειμενική κοσμοαντίληψη του κριτικού, αφετέρου η γνώση των θεωρητικών και πρακτικών εργαλείων, αλλά και των διακειμένων, που ο κριτικός μπορεί να αναγνωρίσει στην παράσταση. Εν τέλει, η κριτική αποκαλύπτει μέρος της «βιογραφίας» του κριτικού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο κριτικός εκ-θέτει τη γραφή του και εκ-τίθεται προς κρίση στο κοινωνικό πεδίο.
Μία κριτική μπορεί, ωστόσο, να γονιμοποιήσει τόσο τον καλλιτεχνικό όσο και τον κοινωνικό διάλογο. Στην Ελλάδα του 2023, δεν συμβαίνει τίποτα από τα δύο, επί της ουσίας. Οι καλλιτέχνες και οι θεσμοί που τους επιχορηγούν (Κρατικά Θέατρα και Κοινωφελή Ιδρύματα και ΥΠΠΟΑ) ασχολούνται με τις κριτικές μόνο όταν είναι επαινετικές, οπότε και τις αναρτούν και τις δημοσιοποιούν. Σε αντίθετη περίπτωση, οι κριτικές που εκφράζουν κάποιον αρνητικό σχολιασμό αποτελούν, σχεδόν πάντα, ένα γράμμα χωρίς παραλήπτη. Σε σε μια πιο σπάνια περίπτωση, οι κριτικές αυτές δέχονται τις παρορμητικές αντιδράσεις των καλλιτεχνών που «αδικούνται» και «απαντούν». Δε λείπουν, όμως, και οι κοινωνικές αντιδράσεις στις κριτικές, κυρίως μέσω των social media, οι οποίες και πάλι διέπονται από τη λογική του θυμικού ενώ συχνά καταλήγουν σε εκατέρωθεν προσωπικές προσβολές και επιθέσεις. Παρότι, φαινομενικά αναπτύσσεται «διάλογος», ουσιαστικά πρόκειται για παράλληλους μονολόγους που εξαντλούνται σύντομα, χωρίς αποτέλεσμα.
Τα παραπάνω γεγονότα αναδεικνύουν αφενός την αδυναμία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας να διεξαγάγει έναν ουσιαστικό διάλογο, αφετέρου την, σε μεγάλο βαθμό, πραγμοποίηση και εργαλειοποίηση και της τέχνης ως ένα εφήμερο καταναλωτικό προϊόν στην αρένα του νεοφιλελευθερισμού, ένα «προϊόν» που απλώς «πουλιέται» και «αγοράζεται», ενίοτε τόσο στους κόλπους των καλλιτεχνών όσο και στη συντεχνία των Κριτικών.
Σε αυτό το πλαίσιο, αποκαλύπτεται η βαθύτερη παθογένεια του ελληνικού πολιτισμού, όπου η κριτική σκέψη και ο κριτικός διάλογος εξοβελίζονται, απολύτως. Προς το παρόν, η κριτική των Παραστατικών Τεχνών είναι ένα ανεπίδοτο γράμμα. Σε αυτό το αρραγές μέτωπο, οι μικρές ρωγμές, οι έστω και λίγες νησίδες ουσιαστικής επικοινωνίας με τους θεατές που προσλαμβάνουν τις παραστάσεις αρκούν για να καταστήσουν τη διαδικασία της κριτικής αναγκαία, επωφελή και επιτελεστική. Και είναι μέσα σε αυτές τις συναντήσεις που δημιουργείται η δυνατότητα μικρών γόνιμων εκρήξεων από τις οποίες άλλωστε εκκινούν και οι ποιοτικές αλλαγές.
Γρηγόρης Ιωαννίδης: «Η θεατρική κριτική δεν βρίσκεται δήθεν στο απυρόβλητο»
(Αναπλ. Καθηγητής Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μέλος της Ελληνικής Ένωσης Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών τεχνών. Κριτικός Θεάτρου-Εφημερίδα των Συντακτών)
Η θεατρική κριτική δεν είναι μόνο λογοτεχνικό είδος και ποτέ δεν σκόπευσε μόνο σε μια θέση ανάμεσα στα υπόλοιπα δημοσιογραφικά επιτηδεύματα. Στην πιο υψηλή της εκδήλωση φτάνει στις παρυφές της αυτόνομης τέχνης, έστω και δευτερογενής, έστω και μεταπρατική. Τέχνη που χρειάζεται για την τέλεια άσκησή της βαθιά γνώση και ακόμη βαθύτερη εμπειρία, κραταιό ήθος και συνέπεια. Και που όπως κάθε άλλη τέχνη έχει κι αυτή τους εκλεκτούς της:
Εκείνους που θα φτάσουν εκεί που οι πολλοί, με τα ίδια ή παρόμοια προσόντα, δεν θα τα καταφέρουν ποτέ να φτάσουν. Σαν τέχνη η θεατρική κριτική κρύβει το χάρισμα του ενός βλέμματος που μπορεί να αναλύει και να συνδέει, να παρατηρεί και να ερμηνεύει, να περιγράφει και να φωτίζει την ίδια στιγμή. Δεν το διαθέτουν όλοι και δεν έχουν όλοι στον ίδιο βαθμό τη νηφαλιότητα και διαθεσιμότητα που απαιτεί.
Το βλέμμα αυτό υπάρχει για χάρη της παράστασης, για χάρη των θεατών της, για χάρη των συντελεστών, που αποκτούν την ευκαιρία να γνωρίσουν το έργο ή και τον εαυτό τους μέσα από την αντανάκλασή τους στο βλέμμα ενός άλλου, με τρόπο θεσμικό, καίριο και ευθύβολο.
Τρεις παρεξηγήσεις συνοδεύουν συχνά την κριτική. Η πρώτη πως ο κριτικός δεν είναι παρά «ακόλουθος» του καλλιτέχνη. Όχι πάντα. Ενώ πράγματι τους περισσότερους κριτικούς τους διαβάζουμε για χάρη της ενημέρωσης, υπάρχουν και εκείνοι που τους διαβάζουμε για αυτούς τους ίδιους. Μια άλλη, συχνή παρεξήγηση λέει πως ο κριτικός δεν είναι παρά ένας «αποτυχημένος καλλιτέχνης». Το αντίθετο μάλλον συμβαίνει, τουλάχιστον στην περίπτωση του αληθινού δημιουργού: Ο σπουδαίος δημιουργός δεν μπορεί παρά να κρύβει μέσα του έναν εξίσου σπουδαίο κριτικό. Και μια τρίτη παρεξήγηση: Πως η θεατρική κριτική βρίσκεται δήθεν «στο απυρόβλητο». Δεν ισχύει αυτό και ποτέ η ίδια δεν διεκδίκησε το αλάθητο ή αδιάψευστο. Αντίθετα και η ίδια κρίνεται, πολύ αυστηρά μάλιστα, στο βάθος του χρόνου και με το δικό του, το αλάνθαστο, κριτήριο.
Τώνια Καράογλου: «Η κριτική δεν γράφεται για να κολακέψει ή να αφορίσει»
(Θεατρολόγος-Κριτικός Θεάτρου περιοδικού Αθηνόραμα)
Θα έλεγα πως η κριτική θεάτρου εκπληρώνει έναν πολύπλευρο ρόλο, λειτουργώντας ως ενδιάμεσος κρίκος στη σχέση μεταξύ της παράστασης και των θεατών. Ο/η κριτικός βρίσκεται ανάμεσα αλλά και έξω από αυτούς. Τα κριτικά κείμενα συνομιλούν με τον καλλιτέχνη όσο και με το κοινό και στόχος τους είναι να λειτουργούν βοηθητικά και για τους δύο, αν και σε διαφορετικό επίπεδο για τον καθένα. Πάντως, η κριτική δεν γράφεται για να κολακέψει ή να αφορίσει, ούτε για να προτείνει ή να απορρίψει -επιδερμικά, τουλάχιστον παραστάσεις. Δεν αποτελεί, επίσης, απλώς την υποκειμενική άποψη κάποιου που είναι «λίγο πιο υποψιασμένος από το μέσο κοινό». Δεν (πρέπει να) γράφεται όμως ούτε για τον «εαυτό της», για να εκπληρώσει προσωπικές φιλοδοξίες ή να αποτελέσει μέσο άσκησης «εξουσίας». Αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο ανάλυσης και αποτίμησης του παραστασιακού γεγονότος (όπως και συνολικότερα της θεατρικής δραστηριότητας ανά εποχή), βασίζεται σε επιστημονικά εργαλεία και οφείλει να είναι ψύχραιμη και τεκμηριωμένη.
Γιώργος Βουδικλάρης: «Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο καθένας πλέον αυτοανακηρύσσεται κριτικός»
(Δημοσιογράφος, Κριτικός Θέατρου- Artivist.gr)
Η θεατρική κριτική σήμερα είναι μια τρικυμία σε ένα φλιτζάνι καφέ. Οι ημέρες που μια κριτική είχε την ισχύ να ανεβοκατεβάζει παραστάσεις παρήλθαν-ευτυχώς- ανεπιστρεπτί. Τώρα πια είναι κυρίως εσωτερική υπόθεση: τις κριτικές διαβάζουν οι καλλιτέχνες και χαίρονται ή λυπούνται (ενίοτε θυμώνουν), καθώς και οι κριτικοί μεταξύ τους και συμφωνούν ή διαφωνούν. Το κοινό συνήθως χρησιμοποιεί τις κακές κριτικές ως μπούσουλα για να περιορίσει λίγο τις αμέτρητες επιλογές του, καθώς η θεατρική Αθήνα έχει γίνει υδροκέφαλη. Σπανιότερα ακολουθεί τις προτάσεις μας, ευχαριστώντας ή καθυβρίζοντάς μας μετά.
Τα αίτια για τα παραπάνω είναι πολλά. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο καθένας πλέον αυτοανακηρύσσεται κριτικός, μπερδεύοντας την τεκμηριωμένη και ενημερωμένη άποψη με το δικαίωμά του να έχει γνώμη -με τα δόντια κρατιέμαι να μην υπενθυμίσω την ιστορική φράση που εκστομίζει σχετικά ο Κλιντ Ήστγουντ ως Dirty Harry.
Από την άλλη, η ίδια η κριτική αποτυγχάνει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων: υποχωρεί στις απαιτήσεις των ιδιοκτητών των μέσων, αποφεύγει να πάρει σαφή θέση για να μην δυσαρεστήσει κανέναν και αναλώνεται σε γενικότητες, αναμασά τις μόνιμες συμπάθειες ή αντιπάθειες του κάθε λειτουργού της, λαϊκίζει χαϊδεύοντας ή και ποδηγετώντας το «κοινό αίσθημα». Πιστεύω πως το κοινό καλά θα κάνει να πηγαίνει συχνά στο θέατρο και να σμιλεύει τη δική του άποψη. Σε περίπτωση που διαπιστώνει πως κάποιος κριτικός εκφράζει και τις δικές του καλλιτεχνικές ή αισθητικές, ανησυχίες, ας τον λαμβάνει υπόψιν ως βοήθεια –γιατί όχι;