Ένα μεγάλο τραπέζι καταλαμβάνει σχεδόν ολόκληρη τη σκηνή του θεάτρου Προσκήνιο. O Χρήστος Λούλης (Βάνιας) έχει γείρει και κοιμάται εξαντλημένος πάνω του. Η Μαρία Φιλίνη (Μαρίνα) σταδιακά στρώνει το τραπέζι, σερβίρει φαγητό και τσάι. Σταδιακά και άλλα πρόσωπα του έργου έρχονται για να πάρουν τη θέση τους γύρω από το γιγαντιαίο έπιπλο. Δεν μιλούν. Η σιωπή κρατά αρκετά λεπτά. «Πιες» είναι η πρώτη λέξη που ηχεί.
Γύρω από το οικογενειακό τραπέζι, έναν τόπο σχεδόν καταδικασμένο να προκαλεί έντονα ξεσπάσματα οικογενειακών και προσωπικών εξομολογήσεων, ο Δημήτρης Καραντζάς έχει στήσει ένα γαϊτανάκι ανθρώπων που καταβροχθίζει ύλη για να ξεράσει επιθυμίες. Οι ήρωες του δεν είναι λαίμαργοι, δεν είναι καν πεινασμένοι. Προσπαθούν να γεμίσουν την ύπαρξη τους, μπουκώνουν το στόμα τους μπας και το εμποδίσουν να εκστομίσει όσα τους τρώνε από μέσα. Όμως όσο μεγαλώνει η καταπίεση αλλά τόσο δεν αντέχεται η κατάποση του πόνου.
Τα πρόσωπα αυτού του αριστουργηματικού κειμένου του Τσέχωφ (κάθε φορά που το βλέπω ως παράσταση ή το διαβάζω τόσο πιο πολύ αναγνωρίζω τους εαυτούς μας μέσα του) ξέρουν ταυτόχρονα ότι δεν πρέπει να εκφραστούν και ότι δεν γίνεται να μη το κάνουν. Η στιγμή είναι οριακή. Δεν αντέχουν άλλο να ζουν τη «μη πραγματικότητα» των ψευδαισθήσεων τους, προσπαθούν να σπάσουν τη γυάλα μέσα στην οποία έχουν καταφέρει μέχρι τώρα να επιβιώνουν με λιγοστό, μετρημένο καπίκι το καπίκι οξυγόνο, αλλά δεν μπορούν. Είναι φοβισμένοι, θα κουρνιάσουν πάλι μέσα στη γυάλα τους, θα τρέξουν σαν χαμστεράκια στη ρόδα, ξέρουν ότι δεν πρέπει αλλά πλέον είναι αργά να ζήσουν αλλιώς.
Πώς ξεμαθαίνεις να ζεις μέσα στην ψευδαίσθηση που λειτούργησε ταυτόχρονα ως κουκούλι και ως φυλακή, πώς μαθαίνεις να βρίσκεις νέα τροφή για αυτό που είσαι ως άνθρωπος; Δεν θα μάθουμε τις απαντήσεις. Η κούραση του να επιβιώσεις στη σκληρή πραγματικότητα και η κούραση από τη ματαιωμένη ψευδαίσθηση που ποτέ δεν μετατράπηκε από όνειρο σε δράση ενώνονται και καταρρακώνουν τα πρόσωπα του έργου. Ειδικά αυτά που επένδυσαν μια ζωή στις ψευδαισθήσεις των άλλων, ούτε καν τις δικές τους.
Ο Χρήστος Λούλης (Βάνιας) αποδίδει εξαιρετικά τον εξαντλημένο -με κάθε έννοια- άνθρωπο, η Ξένια Καλογεροπούλου (Μαρία Βασίλιεβνα) διαθέτει απόλυτα το βλέμμα του ανθρώπου που επιλέγει να ζει στον δικό του κόσμο -και μου έφερε δάκρυα στα μάτια με τη σεμνότητα και τρυφερότητα της παρουσίας της στην υπόκλιση του τέλους προς το κοινό-, ο Μανώλης Μαυροματάκης (Σερεμπριακώφ) είναι ολόσωστα ο εκλεπτυσμένα αδηφάγος δυνάστης, η Θεοδώρα Τζήμου (Έλενα Αντρέεβνα) είναι ολόκληρη και ολοκληρωμένη η επικίνδυνη γοητεία της αντίφασης και της γυναίκας που ακροβατεί πάνω σε ένα σκοινί στο κενό και σε κάθε της παραπάτημα θέλεις να την πάρεις αγκαλιά κι ας μην είσαι σίγουρος αν πρέπει, η Ηρώ Μπέζου (Σόνια) είναι σε καλό δρόμο και έχει δυνατές στιγμές αλλά ένιωσα ότι δεν διαθέτει ακόμη την απαλότητα του χαρακτήρα της Σόνιας, ο Φιντέλ Ταλαμπούκας (Άστρωφ) έχει αναδείξει με φροντίδα και συνέπεια όλες τις αντιφατικές ποιότητες του ρόλου του, η Μαρία Φιλίνη (Μαρίνα) είναι ο στυλοβάτης, στιβαρή, τρυφερή, ζεστή, αστεία και οικεία και τέλος ο Αντώνης Αντωνόπουλος (Τελιέγκιν) συμπληρώνει με λιτά αλλά πειστικά μέσα το παζλ των χαρακτήρων του έργου.
Info: Θείος Βάνιας, στο θέατρο Προσκήνιο (Καπνοκοπτηρίου 8). Πρεμιέρα 26 Οκτωβρίου. Τετάρτη 19:00, Πέμπτη 20:00, Παρασκευή 21:00, Σάββατο 17:00 & 21:00, Κυριακή 19:00