Ήθελα πρώτα να διαβάσω το βιβλίο που περιέχει το θεατρικό έργο του Γιώργου Καφετζόπουλου και μετά να δω την παράσταση. Νομίζω πως καλώς έπραξα, αφού συνειδητοποίησα πως το “Τάο” στέκεται ως ένα αυτόνομο έργο, ως κάτι ξεχωριστό, πράγμα που σημαίνει πως μπορεί ανά πάσα στιγμή, κάπου μακριά από δω, ακόμη και ερήμην του δημιουργού του, να παρουσιαστεί σε μία διαφορετική θεατρική εκδοχή, φυσικά απ’ άλλους δημιουργούς.
Την παράσταση έτυχε να παρακολουθήσω μαζί με μία φίλη φωτογράφο, η οποία δούλεψε επί σειρά ετών σε διάφορα σκυλάδικα πολυτελείας και είχε δοσοληψίες με ανθρώπους της νύχτας, σαν και τους χαρακτήρες του “Τάο”. Μου έλεγε λοιπόν πόσο καλά ο Καφετζόπουλος απέδωσε αυτούς τους χαρακτήρες, βάζοντας τους να έχουν τα δικά τους κολλήματα με έννοιες συντηρητικές και ξεπερασμένες. Ο Μωυσίδης, για παράδειγμα, δεν θα δίσταζε να φτάσει στο φόνο φοβούμενος μήπως ο νεαρός Γιάννης τού πηδήξει την κόρη. Και κάπου αλλού, βγαίνει πάλι απ’ τα ρούχα του επειδή δεν ανέχεται να προσβάλλουν τη θρησκεία του. Εδώ δεν έχουμε κάποιο εύρημα σεναριακό – ας το πω έτσι. Αντιθέτως, έχουμε μια συνθήκη ρεαλισμού, λες και ο Καφετζόπουλος έκανε παρέα στην πραγματικότητα με τέτοιους τύπους ώστε να τους γνωρίζει σε βάθος και να μπορεί τώρα να τους παρουσιάζει ολοζώντανους μπροστά στα μάτια μας.
Και αυτός ο κόσμος ή, σωστότερα, ο μικρόκοσμος των χαρακτήρων του έργου, δεν εκπροσωπεί σε καμία περίπτωση το μέσο όρο συνανθρώπων μας και συμπολιτών μας. Είναι μια ακραία κατάσταση – απόρροια ενός ακραίου βίου – όπως τον έζησε ο βασικός ήρωας, ο Καραμούτσος, κληροδοτώντας τον στον γιο του, αλλά και όπως εξακολουθεί να τον ζει ο Μωυσίδης, ο παλιός συνεργάτης του. Αν και δε νομίζω, τόσο διαβάζοντας το βιβλίο, όσο και βλέποντας την παράσταση, πως υπάρχουν βασικοί ήρωες.
Ο Γιώργος Καφετζόπουλος σχεδίασε με μια ωριμότατη μαεστρία τρεις διαφορετικούς χαρακτήρες που θα ήταν σκληροί, σχεδόν μισητοί έως και από τον μέσο Έλληνα – λαμόγιο, αν δεν προκαλούσαν τόσο γέλιο, ένα γέλιο μαύρο, το οποίο φανερώνει πως κι αυτοί είναι άνθρωποι με σάρκα και οστά, με πάθη και αδυναμίες, αλλά και με μια αφέλεια που αυτομάτως τους εξανθρωπίζει ακόμη πιο πολύ. Διότι, ως γνωστόν, η αφέλεια είναι ένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό που πάντα συγχωρείται, πολύ πιο ανώδυνο μέσα στα τόσα άλλα ανθρώπινα βλαβερά ελαττώματα.
Το εύρημα του Καφετζόπουλου είναι σαφώς η αναδρομή που κάνει στη φιλοσοφία του ταοϊσμού, δίνοντας και πάλι το έναυσμα για κάτι πραγματικά κωμικό. Εννοείται δηλαδή πως ο Καραμούτσος δεν είναι δα και κανένας master του ταοϊσμού, όσο κι αν επικαλείται τη συγκεκριμένη θρησκεία συχνά – πυκνά κατά τη διάρκεια του έργου. Και πάλι, όμως, ο τέως εγκληματίας και νυν «ταοϊστής» Καραμούτσος, έτσι όπως παρουσιάζεται μέσα στο κείμενο, αλλά και έτσι όπως τον αποδίδει με μια μοναδική αίσθηση υποκριτικού μέτρου ο Αντώνης Καφετζόπουλος, αναδεικνύεται στον πιο κουλ τύπο παρά το ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να βγάλει ένα πυροβόλο όπλο από την κωλότσεπη.
Με το “Τάο” ο συγγραφέας μας δείχνει πόσο ελκύεται από το αστυνομικό δελτίο και από τις ταινίες του Ταραντίνο, ίσως και του Γιάννη Οικονομίδη, ασχολούμενος με χαρακτήρες περιθωριακούς, ενός λούμπεν προλεταριάτου, αλλά και με μία πλοκή που διαθέτει μία ζουρναλίστικη αμεσότητα. Ο αναγνώστης και ο θεατής καλείται να εισέλθει σ’ έναν κόσμο άγνωστο, όχι κοιτάζοντας τον από απόσταση ασφαλείας, ούτε και από την κλειδαρότρυπα. Αντίθετα, δύναται έως και να ταυτιστεί με οποιονδήποτε απ’ τους τρεις ήρωες επιθυμεί, συμφώνως με την προσωπική του αντανάκλαση. Διότι, πολλά απ’ αυτά τα ακραία που λέγονται μέσα στο έργο, θα μπορούσαν να είναι σκέψεις του καθενός μας, που θα οδηγούσαν κάλλιστα σε απονενοημένες κινήσεις.
Θα πω και κάτι άλλο τώρα και θα μου επιτρέψετε να μιλήσω επί προσωπικού: Το διάβασμα του κειμένου του “Τάο”, εμένα με πήγε νοερά σε μία συνέντευξη που μου είχε δώσει το 2015 ο Τάσος Μπουγάς, ο γνωστός και μη εξαιρετέος Πλανητάρχης. Η συνέντευξη αυτή, με έναν εκπρόσωπο του πιο λούμπεν λαϊκού τραγουδιού, θεωρώ ότι ήταν μία από τις καλύτερες που αξιώθηκα να πάρω ως δημοσιογράφος. Αναγκάστηκα κι εγώ να γίνω λίγο χαμαιλέοντας, να υιοθετήσω τη φρασεολογία του Μπουγά για να μπορέσω να του αποσπάσω πράγματα από την περίοδο που βρέθηκε στη φυλακή για μαστρωπία και που γνώρισε τον μέγιστο Άκη Πάνου. Διότι, τόσο στον κόσμο του “Τάο”, όσο και στον έξω κόσμο της νύχτας, τα αδικήματα της μαστρωπίας, του φόνου και του ξεκαθαρίσματος λογαριασμών, πάνε…πακέτο. Θέλω να πω ότι ο συγγραφέας Καφετζόπουλος ενήργησε και λίγο ως δημοσιογράφος ως προς την υφή του έργου του. Ενδεχομένως ερήμην του κιόλας. Φαίνεται ξεκάθαρα από την πιστότητα των χαρακτήρων του, πως διάβασε, μελέτησε, αξιοποίησε όλες τις επιδράσεις και τις επιρροές του ώστε σήμερα να παρουσιάζει με τη ζουρναλίστικη αμεσότητα, που προανάφερα, έναν παροπλισμένο γκάγκστερ, τον ασχημάτιστο ακόμη νεόκοπο γκάγκστερ γιο του και έναν άξεστο χοντράνθρωπο της νύχτας που βρίσκεται στο ζενίθ της γκαγκστερικής καριέρας του.
Θεωρώ ένα επίσης ευφυές στοιχείο της γραφής του Καφετζόπουλου, το χιούμορ που τσακίζει κόκαλα. Το έργο βλέπεται σαν μια κωμωδία και εν μέρει εφησυχάζει τον αναγνώστη – θεατή λίγο πριν φτάσει σ’ ένα φινάλε απρόβλεπτο, τρομακτικό σχεδόν. Ξέρετε, ο θεατής που καγχάζει με τα, τόσο μακριά απ’ αυτόν, παθήματα των ηρώων, ώσπου έρχεται η δραματική κορύφωση και του κόβεται μαχαίρι το γέλιο. Η κάθαρση στη σύγχρονη αυτή τραγικωμωδία του Καφετζόπουλου δεν έρχεται από τον ίδιο το θάνατο που τερματίζει τις ζωές δύο ρημαγμένων ανθρώπων. Έρχεται από τη συνειδητοποίηση πως η επικοινωνία μεταξύ τους και κατά συνέπεια η επικοινωνία σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις είναι και το δυσκολότερο πράγμα πάνω στον πλανήτη. Και κλείνω τούτο το κείμενο με τις τελευταίες φράσεις του έργου, φράσεις ικανές να σφηνωθούν κυριολεκτικά στο κεφάλι κάθε αναγνώστη – θεατή: «Τι Τάο και ξετάο, ρε μαλάκα, δεν υπάρχει το Τάο, εδώ δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας».
❈ Το κείμενο διαβάστηκε από τον Αντώνη Μποσκοΐτη στην παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Καφετζόπουλου με το κείμενο της παράστασης “Τάο” από την Κάπα Εκδοτική (θέατρο Επί Κολωνώ, Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023).