Ο Γιάννης Σκουρλέτης και η bijoux de kant παρουσιάζουν με τη δική τους ανατρεπτική ματιά, έναν κύκλο είκοσι τραγουδιών του Μικρασιάτη συνθέτη Γιάννη Κωνσταντινίδη, που είναι εμπνευσμένα από το δημοτικό τραγούδι και τη μουσική παράδοση της Ελλάδας.
Μέσα σ’ ένα αλλόκοτο τοπίο σχεδιασμένο από τον σκηνογράφο Κωνσταντίνο Σκουρλέτη, υποσχέθηκαν στο δελτίο τύπου να μας μιλήσουν για το ανοιχτό τραύμα της πατριαρχίας και την παρέκκλιση, αφηγούμενοι παράλληλα μια άλλη, αθέατη πολλές φορές Ελλάδα. Γνωστά δημοτικά τραγούδια και λαϊκοί ρυθμοί, μέσα από το δημιουργικό βλέμμα του Γιάννη Σκουρλέτη και της bijoux de kant μετακινούνται προς μία νέα καλλιτεχνική φόρμα, σε διαλεκτική σχέση τόσο με την ελληνικότητα όσο και τη δυτική μουσική παράδοση. Αυτό συνέβη και παρασυνέβη-ποιος μπορεί να πει τι για τον βαρύτονο Γιώργο Ιατρού που άφησε την drag περσόνα του Νίνα Νάη να αναλάβει ηνία και να μας καθηλώσει;
«Αυτή η μετακίνηση, αυτή η «λοξή» ματιά στην παράδοση αποτελεί έναν τρόπο να προσεγγίσουν ανατρεπτικά την ελληνική ταυτότητα και να μιλήσουν «για την πατριαρχία, τη μητριαρχία, τα στερεότυπα, το εθνικό αφήγημα, για όλα τα ζητήματα που θέτουμε για να καταλάβουμε τι συμβαίνει γύρω μας και μέσα μας», δήλωσε ο Γιάννης Σκουρλέτης σχετικά με το φιλόδοξο εγχείρημά του.
Όποιος έχει έστω μικρή γνώση της θεατρικής γλώσσας του Σκουρλέτη και της ομάδας του, γνωρίζει καλά ότι πρόκειται για ένα σύμπαν που συνεχώς επανεφευρίσκει τα όριά του και τον εαυτό του, με τρόπο δημιουργικό. Οι δουλειές της Bijoux de Kant είναι, στην πλειοψηφία τους, εμβληματικές, συνιστώντας συχνά μια μοναδική εμπειρία για τον θεατή. Η σχέση κειμένου-υποκριτικής-σκηνοθεσίας-ενδυμτολογίας-μουσικής είναι άρρηκτη, οργανική και χαρακτηρίζει την ποιότητα και τον χαρακτήρα των παραστάσεων. Εδώ, όμως, δεν γράφουμε για την αξία του Γιάννη Σκουρλέτη ως καλλιτέχνη, αλλά για την απόπειρά του να μας παρουσιάσει το έργο του Κωνσταντινίδη μέσα από μια λοξή, drag ματιά, η οποία κατά την άποψή μας δεν πέτυχε πλήρως τους σκοπούς που η ίδια ευαγγελίστηκε μέσω δελτίων τύπου και συνολικής προώθησης.
Γιατί, πάντοτε οι προσδοκίες του θεατή επηρεάζουν την τελική του κρίση και αίσθηση για την παράσταση που θα παρακολουθήσει. Όπως επίσης και οι υπογραφές των συντελεστών της.
Drag + Ορατόριο + ελληνικά τραγούδια = ;
Tο ορατόριο στα ιταλικά θα πει ”ρητορική”. Ουσιαστικά, είναι λυρικό έργο, ευρείας κλίμακας, για ορχήστρα, χορωδία και λυρικούς τραγουδιστές. Με δομή πανομοιότυπη της όπερας, χωρίς όμως σκηνική δράση και με απλούστερη πλοκή, τα θέματα των ορατορίων αντλούνται κατά κανόνα από τη Βίβλο και έχουν θρησκευτικό περιεχόμενο, με κάποιες εξαιρέσεις που αντλούν θέματα από την μυθολογία.Το ορατόριο αποτελείται από μία εισαγωγή-ouverture, άριες, recitativo-απαγγελία, που βοηθά στην ταχεία εξέλιξη του δράματος και τα χορικά που συνήθως συνοδεύονται από τύμπανα ή τρομπέτες. Το κείμενο του ορατορίου ονομάζεται λιμπρέτο-libretto.
Εδώ, είχαμε μία φωνή και ένα πιάνο. Λιτότητα που δημιουργεί καθήλωση, έκσταση ανά σημεία. Και κείμενο, σε μικρότερο όγκο. Ποιητικά ειπωμένη η ιστορία της ζωής του σημαντικού, αλλά παραγνωρισμένου Μικρασιάτη συνθέτη Γιάννη Κωνσταντινίδη που έγινε γνωστός με το ψυεδώνυμο Κώστας Γιαννίδης. Με το πρώτο όνομα υπέγραφε συμφωνική μουσική, με το δεύτερο ελαφρά τραγούδια, όπως τα πασίγνωστά του «Συγγνώμη σου ζητώ», «Ξύπνα, αγάπη μου», «Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα», ανάμεσα σε άλλα σημαντικά.
Να μια πρώτη διττότητα, μια πρώτη διπλοικότητα. Ο Γιάννης και ο Κώστας, δύο άνθρωποι σε ένα σώμα. Αυτό από μόνο του μπορεί και να συνιστά drag. Η Νίνα Νάη εντυπωσιακή με την ροζ φορεσιά της και την ξιπολησιά της, διασχίζει αργά με βηματισμό χορού αρχαίας τραγωδίας την χωμάτινη διαδρομή από την σκηνή σε στιλ τσίρκου μέχρι το πιάνο του εξαιρετικού Γιώργου Ζάβρα. Μες στην σκηνή, η Daglara, με χαυλιόδοντες και δερμάτινα, μαύρα ρούχα αιωρείται, κοιτάζει κατάματα και πάλλεται σε μια περφόρμανς που βλέπουμε μέσω κάμερας σε δύο μετρίου μεγέθους οθόνες. Αγωνιούμε να βγει από την σκηνή, να συμβεί αυτή η σχεδόν εγκυμοσύνη από την σχισμή της τέντας στο χώμα, στη ζωή. Να βγει το ”τέρας” που αναφέρει στην saga του ο ίδιος ο Κωνσταντινίδης και αφηγείται με όχι ιδιαίτερη δεινότητα ο μετα-τσολιάς πιανίστας μας, Γιώργος Ζάβρας από μικροφώνου. Μετα-τσολιάς, γιατί φορεί μια απλή μαύρη φούστα και μαυρα αρβανίτικα τσαρούχια.
Η Daglara βγαίνει από την σκηνή προς το τέλος, όταν η παράσταση οργασμικά κορυφώνεται με συγκλονιστικές κειμενικές στιγμές. «Σώμα βωμός ερεθισμού» και διάφοροι καζαντζακικοί και δημητριαδικοί συμβολισμοί για την σχέση της Ελλάδας με την φθορά, τον θάνατο, τον διονυσιασμό. Η Ελλάδα ως ζόμπι, ως κάτι τερατώδες που απειλεί, αλλά τελικά θέλει και χρειάζεται στοργή, αποδοχή, κατανόηση. Η Ελλάδα ως αυτό το βαθύ σπέρμα που βρίσκεται στα σπλάχνα του ελληνικού λαού, των ανθρώπων της υπαίθρου (της κάθε λογής υπαίθρου!) και που μόνο αυτοί μπορούν να την αναστήσουν. Την Ελλάδα. Και την ύπαιθρο. Η ύπαιθρος, το χώμα απογυμνώνουν συγκινησιακά τα οικουμενικά συναισθήματα: τον έρωτα, την καταπίεση και την φροντιστικότητα της μάνας, τον δεσμό με τον τόπο γέννησης, την ανάγκη για φυγές, την υμνητική διάθεση προς την ομορφιά.
Τραύμα πατριαρχίας δεν είδαμε, ούτε οσμιστήκαμε. Το αντίθετο: η σχεδόν μη ανθρώπινη (για τα άμαθα, τωρινά μας μάτια) μορφή της Νίνας Νάη, που θα μπορούσε να συμβολίζει τον μέσο άνθρωπο του μέλλοντος ή μια απογυμνωμένη εκδοχή της ψυχής του καλλιτέχνη Κωνσταντινίδη-Γιαννίδη ήταν τόσο υπεράνω σεξουαλικότητας/θηλυκότητας/αρρενωπότητας, ήταν τόσο άυλη που ίσως αυτό να χρειαστεί να γραφτεί ακριβέστερα σε ένα δελτίο τύπου. Μια drag queen να τραγουδάει συγκλονιστικά «μωρή κοντούλα λεμονιά» και «πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα» είναι κάτι πρωτότυπο, βαθιά ποιητικό, ομορφάσχημο λόγω μη εξοικείωσής μας, σοκαριστικό, τελικά μαυλιστικό και οικείο. Καμία πατριαρχία-μόνο απογυμνωμένη ευαλωτότητα απέναντι στους πόνους που φέρνει ο διάβας στην ζωή, στην ζωή την χωμάτινη που μυρίζει συνεχώς θάνατο.
Τα κοστούμια, τα σκηνικά, η μουσική, το κείμενο, ακόμα και οι φωτισμοί ήταν ένα και ένα. Άπαντα. Τι δεν έδεσε λοιπόν, κατά την άποψή μας, στην συνταγή αυτή;
Η διάρκεια ήταν υπερβολική. Είκοσι λεπτά λιγότερα θα προσέδιδαν στην παράσταση περισσότερη σφριγηλότητα και λιγότρες επαναλήψεις, κυρίως σε επίπεδο κινησιλογίας Νίνας και Daglara.
Το ακρόαμα ήταν πιο εντυπωσιακό από το θέαμα. Ο τρόπος που ερμήνευσε η Νίνα Νάη τα τραγούδια ήταν ανατριχιαστικός. Μαζί με το πιάνο, τα κομμάτια έλαμψαν, ολόγυμνα, καθαρά ειπωμένα και αποσυνδεδεμένα από τις συνθήκες εντός των οποίων τα έχουμε συνηθίσει εμείς που τα γνωριζαμε. Για όποιον θεατή δεν τα γνώριζε, θεωρώ αδύνατο ή αφελές από μέρους του, μετά από αυτό που έκανε η Νίνα και ο μουσικός, να μην σπεύσει να τα αναζητήσει στο Youtube ή σε κάποιο δισκοπωλείο.
Η περφόρμανς της Daglara παρα-περιορίστηκε εντός τέντας. Ωραία η έξοδος, μετά από σβήσιμο φώτων και η εντυπωσιακή κατάρρευση, αλλά αυτή η φυλάκισή της μες στην τέντα και η κάμερα που αποκάλυπτε την παρουσία της δεν έγινε κατανοητή απολύτως, ούτε προσέδωσε κάποια συγκεκριμένη αίσθηση. Λίγο αοριστία-και ίσως μια, μετά βίας, συμπερίληψη τεχνολογίας μες στην παράσταση.
Μια αίσθηση αμηχανίας από μεριάς των θεατών ήταν διάχυτη. Κουνιόνταν στις θέσεις τους, στραβοκατάπιναν. Όχι επειδή σοκαρίστηκαν ή εθίγησαν από κάτι. Αλλά επειδή, πλέον, το ουσιαστικά ανατρεπτικό δεν είναι αυτό που θα μπορούσε να είναι πριν από πέντε ή ακόμα και τρία χρόνια. Και εμείς περιμέναμε ανατροπή, μαχαιριά, τόλμη. Προσωπικά, δεν την εντόπισα πουθενά. Σα να έμεινε μόνο στην άγρα των πρώτων υλών η τολμηρότητα: μια drag περσόνα, ένας μουσικαράς, ένα δυνατό όνομα Έλληνα συνθέτη, μια θολή περφόρμνας, το βιομηχανικό σκηνικό της Πειραιώς 260, λίγο χώμα και γίναμε. Γράφω καθ’ υπερβολήν αυτή την ώρα-δεν θεωρώ ότι ο Σκουρλέτης είναι καλλιτέχνης της ευκολίας. Έτσι, όμως, (μου) φάνηκε, λίγο πολύ.
Θα ξαναέβλεπα με τρελή χαρά την παράσταση, αν αυτή μεταμρφωνόταν σε αμιγώς μουσική. Ένας απλός χώρος, ένα πιάνο και η Νίνα να μας παίζουν και να μας τραγουδούν κατά πρόσωπο, μετωπικά. Να καθηλωθώ με την ησυχία μου, χωρίς να αποσπώμαι από τίποτε άλλο. Δεν υπάρχει επίσης καμία περίπτωση να άρω την λαχτάρα μου να δω επόμενη δουλειά του Σκουρλέτη.
Όπως εικάζω και οι αμήχανοι, κάπως μουδιασμένοι θεατές που κρυφάκουγα έξω από το θέατρο. «Δεν κατάλαβα τίποτα», έλεγε ένα νεαρό αγόρι-δεν είναι για να καταλαβαίνεις το θέατρο και η τέχνη, φυσικά, αλλά κάπου υπάρχει ένα αλλά που αιωραίται. Μια άλλη κυρία, γύρω στα 70, πολύ εξαντρίκ, είπε: «μου άρεσε, δεν ενθουσιάστηκα, αλλά μου άρεσε». Και η φίλη μας, η Μπέτυ Βακαλίδου, δεν σχολίασε τίποτα, πέραν του ότι ο Γιάννης Σκουρλέτης έκανε πάλι τα μαγικά του, όπως μόνο αυτός ξέρει.
Κάποιες φορές, τα μάγια δεν πιάνουν. Τουλάχιστον όχι σε όλους.
ΥΓ: Η παράσταση παίζεται έως και σήμερα, Πέμπτη 20/7. Πληροφορίες εδώ.