Είναι λίγο πριν τις δέκα το βράδυ της περασμένης Πέμπτης και εγώ βρίσκομαι στην είσοδο της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση μαζί με μερικά ακόμη άτομα. Καμιά δεκαριά από εμάς, όλοι μας θεατές, αποχωρήσαμε περίπου 10-15 λεπτά πριν το τέλος της παράστασης «Σπιρτόκουτο: The Musical», μην αντέχοντας άλλο αυτό το θέαμα που εκτυλισσόταν μπροστά μας για τα προηγούμενα 90 λεπτά.

«Φάγαμε μιάμιση ώρα από την ζωή μας βλέποντας αυτή την μαλακία;», μού λέει ο 41χρονος Πέτρος, ο οποίος ήρθε να δει την παράσταση μαζί με την σύντροφό του, την Σοφία.

«Είμαι φαν του Οικονομίδη, είχα δει το “Σπιρτόκουτο” όταν είχε κυκλοφορήσει το 2003 και είχα πραγματικά την περιέργεια να δω πώς θα ήταν σε μορφή μιούζικαλ», προσθέτει ο Πέτρος και η Σοφία τον διακόπτει για να προσθέσει: «άκου, δεν είμαι καμιά πουριτανή να με σοκάρουν οι βρισιές, ως νοσηλεύτρια δουλεύω. Ξέρεις τι ακούω καθημερινά από ασθενείς; Χειρότερα πράγματα από τις ταινίες του Οικονομίδη. Αλλά το να επαναλαμβάνει ένας ηθοποιός την λέξη “χυσοκαταπιόλα” επί 10-15-20 φορές, ε οκ, νομίζω χάνει και η ίδια η βρισιά το νόημά της και τον λόγο ύπαρξής της».

Δεν έχει άδικο η Σοφία. Την ώρα που προχωρώ προς το αυτοκίνητό μου για να πάρω τον δρόμο του γυρισμού, προσπαθώ να εντοπίσω όλες τις θεατές και αθέατες παθογένειες του «οικονομιδικού κινηματογραφικού σύμπαντος», όπως αυτό αποπειράθηκε να «ντυθεί» με μουσική και τραγούδια.

Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Η λούμπα του μιούζικαλ ως θεατρικό format

Υπάρχει ένα ανέκδοτο που λένε στις θεατρικές σχολές των ΗΠΑ και που είναι δημοφιλές μέχρι και σήμερα μεταξύ των σπουδαστών τους: Κάποια στιγμή, λέει, ένας σκηνοθέτης στις ΗΠΑ, σκέφτηκε: «γιατί δεν γαμάμε και δεν καταστρέφουμε εντελώς μια ταινία, διακόπτοντας τους διαλόγους των πρωταγωνιστών της και βάζοντάς τους στην συνέχεια να χορεύουν και να τραγουδάνε;».

Και κάπως έτσι γεννήθηκε το μιούζικαλ, λέει το αστείο, το οποίο φυσικά πέφτει έξω εντελώς (αλλά και πάλι ως ανέκδοτο δεν είναι κακό, ούτε εντελώς παράταιρο), γιατί το μιούζικαλ, ως είδος, γεννήθηκε και άνθησε ιδιαίτερα στην Γερμανία του Μεσοπολέμου, στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης.

Τότε που οι μισθοί των πολιτών ήταν στο ναδίρ, ο πληθωρισμός, η ξενοφοβία και ο εθνικισμός στο ζενίθ, ο Χίτλερ είχε αρχίσει την μετεωρική άνοδό του προς το αιματοκύλισμα ενός ολόκληρου πλανήτη και ο απλός κόσμος – και ο ακόμη πιο απλοϊκός κοσμάκης – έψαχναν θεατρικές και καλλιτεχνικές ανάσες ευχαρίστησης μέσα σε ένα απολύτως μουντό, σκοτεινό και δυσοίωνο πολιτικοκοινωνικό κλίμα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν αποτελεί δα και έκπληξη μεγατόνων το ότι, στην παρούσα χρονική συγκυρία που ζούμε στην Ελλάδα του 2022-23, ανθεί ιδιαιτέρως το συγκεκριμένο είδος: πρώτα έγιναν μιούζικαλ τα «Φθηνά Τσιγάρα» του Ρένου Χαραλαμπίδη, τώρα το «Σπιρτόκουτο» και οσονούπω έρχεται και η μιουζικαλίστικη εκδοχή της «Στρέλλας» του Πάνου Κούτρα (κατ΄εμέ, της σπουδαιότερης εγχώριας ταινίας των τελευταίων 20 ετών).

Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη ότι το μιούζικαλ, ως είδος, καταρρίπτει την αληθοφάνεια και το ρεαλισμό, δύο στοιχεία που τόσο έντονα χαρακτηρίζουν μια ταινία, είναι σχεδόν να απορείς που το «Σπιρτόκουτο» – η σχεδόν par excellence ρεαλιστική ταινία του νέου ελληνικού σινεμά – έγινε μιούζικαλ.

Όταν το έμαθα, φυσικά είχα την περιέργεια να το δω. Αλλά επίσης είχα και τις εύλογες απορίες και ενστάσεις μου, παρόλο που, βαθιά μέσα μου, είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στον ίδιο τον Οικονομίδη ως κινηματογραφικό δημιουργό, έναν σκηνοθέτη που εκτιμώ απεριόριστα για την προσφορά του στην σύγχρονη ελληνική κουλτούρα (π.χ., ας μην ξεχνάμε ότι η έκφραση «Πώς τους πετσόκοψες έτσι ρε μαλάκα;», μία φράση που πλέον χρησιμοποιείται συνεχώς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ακούστηκε για πρώτη φορά στην ταινία του Γιάννη, το «Μικρό Ψάρι» του 2014).

Ωστόσο, την αμαρτία μου θα την πω: σε κάποιο σημείο, αναρωτήθηκα «ποια ταινία θα γυρίσουν μετά σε μιούζικαλ; Το “Alien” του Ρίντλεϊ Σκοτ; Και ποιο θα είναι το νέο μότο του; “Νo one can hear you dancing in space”;»

Δηλαδή, κάπου το έβλεπα να έρχεται, που λέμε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είμαι και εναντίον των μιούζικαλ – μια από τις αγαπημένες μου ταινίες όλων των εποχών, άλλωστε, είναι το «West Side Story», μια τέλεια και διαχρονική σύζευξη λιμπρέτου, σεναρίου, ερμηνειών και μουσικής.

Το στοίχημα λοιπόν ήταν μεγάλο εξαρχής, περίπου όπως ο πήχης που τέθηκε ψηλά εν τη γενέσει του, τόσο για τον Γιάννη Οικονομίδη και τον Δώρη Αυγερινόπουλο, των σεναριογράφων της ομώνυμης ταινίας του 2002, όσο και των νέων συν-δημιουργών του, του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Γιάννη Νιάρρου και του μουσικού Αλέξανδρου Λιβιτσάνου.

Και εδώ είναι που στο μυαλό μου «έπαιξε» το αρχικό ερώτημα: με ποιο τρόπο η αρχική, σχεδόν σοκαριστικά ωμή, ταινία που «μας πήρε και μας σήκωσε» όταν την πρωτοείδαμε, το 2003, θα μπορούσε να «αναμετρηθεί», σεναριογραφικά και σκηνοθετικά, με την νέα της εκδοχή;

Ποια από τις δυο βερσιόν θα επιβαλλόταν στην άλλη; Η παλιά ή η νέα;

Φωτ.: Πηνελόπη Γερασίμου

Πως τολμάς και νοσταλγείς, τσόγλανε;

Είναι ξεκάθαρο από το πρώτο δευτερόλεπτο της παράστασης ότι η βασική επιδίωξη της ομάδας δεν είναι το μιούζικαλ per se, ούτε καν μια κωμωδία, αλλά μια παρωδία του. Και αυτό είναι κάτι ωραίο, γιατί σημαίνει ότι υπάρχει μια διάθεση (αυτό)σαρκασμού.

Ωστόσο, υπάρχει μια διαφορά, τόσο φιλολογική, όσο και πρακτική, ανάμεσα στις έννοιες «αυτοσαρκάζομαι» και «δεν παίρνω τον εαυτό μου τα σοβαρά»: στον αυτοσαρκασμό, η απόπειρα «τσαλακώματος» γίνεται με την δέουσα στιβαρότητα και, βασικά, ειλικρίνεια των προθέσεών σου.

Όμως, η απόπειρα να «μην πάρεις τον εαυτό σου στα σοβαρά», αυτομάτως δημιουργεί δυο δομικά προβλήματα: κατά πρώτον, η απόπειρά σου μπορεί να στερείται βάθους και να κινείται έωλα και ελαφρώς επιφανειακά και κατά δεύτερον, δίνεις αυτοστιγμεί το δικαίωμα και στον άλλον να «μην σε πάρει το ίδιο σοβαρά», όπως, λόγου χάρη, θα εκλάμβανε τον αυτοσαρκασμό σου.

Το «Σπιρτόκουτο» πέφτει σε αυτήν ακριβώς την παγίδα: στην προσπάθειά του να αυτοσαρκαστεί, εν τέλει δεν παίρνει ποτέ τον εαυτό του στα σοβαρά. Οι προθέσεις του είναι όντως γνήσιες – θέλει και επιδιώκει όντως την διακωμώδηση και την αποδόμηση της ελληνικής κοινωνίας και οικογένειας κατά τον αριστοφανικό τρόπο – αλλά δεν διαθέτει κανένα βάθος, πλην των βρισιών και των βωμολοχιών (υπέρ των οποίων τάσσομαι αναφανδόν).

Ή, για να το πούμε και πιο ορθά, ΕΞΑΙΤΙΑΣ αυτών των βωμολοχιών, που ενώ εξακοντίζονται προς πάσα κατεύθυνση, όπως και στην αρχική ταινία, στο τέλος ελάχιστες «καρφώνονται» πραγματικά στον στόχο τους. Αναπαράγονται μεν οι ατάκες και τα βρισίδια, αλλά η ουσία της ίδιας της ταινίας παραμένει αόρατη εν τη πλήρη απουσία της.

Στην ταινία του 2003, αυτό το κλίμα των συνεχόμενων βρισιών και της διαρκούς κλιμακούμενης έντασης, έβαζε απευθείας τον θεατή του σε ένα κλειστοφοβικό σύμπαν απ’ όπου, όλως παραδόξως (και αυτό είναι κάτι που πραγματικά πιστώνεται στον Οικονομίδη) δεν ήθελε να βγει, αλλά να κάτσει μέσα εκεί και να γίνει κοινωνός και θιασώτης μαζί των καυγάδων ανάμεσα στους πρωταγωνιστές του «Σπιρτόκουτου», τον Δημήτρη, την Μαρία, την Κική και τον Λουκά. Να κοιτάει από την κλειδαρότρυπα τα χάλια του, εδώ και δεκαετίες, χαλασμένου «ελληνικού μπολιτιζμού», τον σεξισμό, την καφρίλα, την ομοφοβία, όλο αυτό το ψυχολογικό τουρλουμπούκι του «οικονομιδικού σύμπαντος».

Όμως, στο μιούζικαλ, με ελάχιστες εξαιρέσεις και εμπνευσμένες στιγμές, το μόνο στοιχείο που προκαλείται στον θεατή είναι η τάση φυγής. Τόσο από τα επί σκηνής τεκταινόμενα, όσο και από την ίδια την αίθουσα. Για παράδειγμα, βρήκα ατυχές (και ελαφρώς «πονηρό» με την κακή έννοια) την χρήση της trap μουσικής σε κάποιο σημείο, σε ένα παραλήρημα του γιου.

Και η ίδια η βρισιά, ως στοιχείο πλήρως ενταγμένο τόσο στην καθημερινότητά μας, όσο και στην διαδικτυακή μας παρουσία, με τους συνεχόμενους αγενείς καυγάδες μας στα social media, καταντάει, μέσα στα πλαίσια του συγκεκριμένου μιούζικαλ, μια αφόρητη κλισεδιά, μια ασήκωτη μπαναλιτέ που η νέα βερσιόν το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αντιγράψει, αντί να το φέρει στο σήμερα. Το 2002 τα ίδια μπινελίκια ακούγονταν φρέσκα στον κινηματογραφικό λόγο, αλλά είκοσι χρόνια μετά, η (ακόμη πιο υπερβολική και συχνά λανθασμένη) χρήση τους ακούγεται και φαίνεται παρωχημένη, ακόμη και αν αυτά εκληφθούν ως κάτι στο πλαίσιο του meta: δηλαδή μια παρωδία της αρχικής παρωδίας.

Πώς το είχε πει και ο τεράστιος Δημήτρης Πουλικάκος σε μια προ ετών συνέντευξή του: «Η αλητεία θέλει ευγένεια. Ειδεμή είσαι απλώς τσόγλανος».

Ε, λοιπόν και η νοσταλγία θέλει ευγένεια, εκτός από τσογλανιλίκι. Αλλιώς καταντάει ένα μουσειακό είδος, συνομιλώντας με τον θεατή της σε μορφή μονολόγου και ποτέ διαλόγου: πάντα εκείνη πρώτη και χωρίς να ακούει τα «θέλω» του θεατή.

Οπότε, για να συνομιλήσω και εγώ, με την σειρά μου, με τους συντελεστές του μιούζικαλ, θα αποπειραθώ να μιλήσω στην γλώσσα τους:

«Τι θα κάνεις με την παράσταση, Γιάννη [Νιάρρο];» Γιατί, στα μάτια μου, όταν μετά από χαστούκι αρχίζει ο χορός, κάπως εκεί θέλει μια παύση μετά την χειροδικία. Αλλιώς, το όλο σκηνικό λειτουργεί περισσότερο ως μια, αθέλητη ασφαλώς, «κανονικοποίηση» της βίας, παρά φτάνει στον αρχικό στόχο της ταινίας, που ήταν να εξοργίσει πραγματικά και γνήσια τον θεατή της για την θλιβερή οικογένεια του «Δημήτρη». Και αντί ο θεατής να «βράζει» μέσα του, γελάει. Ο στόχος δεν επετεύχθη, δυστυχώς.

Επίσης, Αλέξανδρε Λιβιτσάνε, «φτιαξ’ το το μπουρδέλο», το πιάνο σου εννοώ. Έχεις όντως φοβερές ιδέες, με την μουσική σου να κινείται από την τζαζ και την όπερα μέχρι τα ηπειρώτικα κλαρίνα και την trap, αλλά και οι ίδιες οι νότες σου μοιάζουν, ώρες ώρες, παγιδευμένες μέσα στους τέσσερις τοίχους της παρτιτούρας σου, όπως αντίστοιχα οι ήρωες του «Σπιρτόκουτου» εντός των τειχών της ασφυκτικής οικίας τους. Ας’ τις τις γαμημένες να «αναπνεύσουν» και λίγο, μην φορτώνεις την παράσταση με τόση μουσική.

Επίσης, πολλές σκηνές πλατειάζουν επικίνδυνα, θα μπορούσαν να είναι 1-2 λεπτά πιο σύντομες σε διάρκεια, έτσι όπως είναι κατατμημένες ανά χαρακτήρα του έργου (στην μια σκηνή, ας πούμε, πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο ένας ήρωας, στην άλλη ο άλλος, με τους γύρω του να λειτουργούν αποκλειστικά συνοδευτικά και σχεδόν ποτέ διαλογικά).

Στα πιο τεχνικά, πλην της ξεκάθαρης δουλειάς και υποκριτικού ιδρώτα των ηθοποιών, από τον πρώτο έως τον τελευταίο, μου άρεσαν τα σκηνικά της Εύας Γουλάκου, οι φωτισμοί του Νίκου Βλασσόπουλου αλλά και τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη.

Ωστόσο, η όλη αίσθηση που μού άφησε η παράσταση είναι μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία που θρυμματίστηκε στον ουρανό του Κορυδαλλού (το επίκεντρο της ταινίας), αφηνοντας πίσω της όχι ένα έργο-σταθμό για το παρόν και το μέλλον του ελληνικού θεάτρου, αλλά ένα εντυπωσιακό πυροτέχνημα με πολύ μπινελίκι αλλά ελάχιστη ουσία.