Συχνά, όσοι γράφουμε για θέατρο γκρινιάζουμε για το ανέβασμα των ίδιων έργων και η αλήθεια είναι πως τις περισσότερες φορές επαναλαμβάνονται, δίχως να τολμούν να ξεφύγουν από το ασφαλές. Από την άλλη δεν είναι και λίγοι αυτοί που στέκονται με καχυποψία απέναντι σε νέους δημιουργούς που έχουν τη γνώση αλλά και τη διάθεση να δοκιμαστούν σε κείμενα που αν μη τι άλλο συνηγορούν σε μία αλήθεια που μοιάζει αφοπλιστικά δική μας.
Ο Αποστόλης Ψαρρός, είναι ένας δημιουργός που ζει στην εποχή του και θέλοντας να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά του καθωσπρεπισμού ανέλαβε ένα δύσκολο πόνημα. Να σκηνοθετήσεις ένα έργο που πρώτη φορά παρουσιάζεται μπροστά στο αθηναϊκό κοινό είναι από μόνο του γενναίο. Πόσω, μάλλον, όταν η γλώσσα του είναι αιρετική και αναμφίβολα οι ισορροπίες που έχεις να κρατήσεις εύθραυστες.
Το θεατρικό κείμενο “Το σχολείο της Ανυπακοής” του βραβευμένου Πάκο Μπεθέρα, σε μετάφραση Μαρίας Χατζηεμμανουήλ, κάνει βουτιά στα απόκρυφα των γυναικών αποκαλύπτοντας το ασφυχτικά συντηρητικό πλαίσιο, όπου ένα κορίτσι εγκλωβίζεται θυσιάζοντας κάθε ελπίδα ανεξαρτησίας και αφύπνισης. Ποτέ ξανά η επιθυμία δεν διώχτηκε τόσο πολύ και ποτέ ξανά οι ενοχές δεν ήταν τόσο ξεδιάντροπα κατασκευασμένες. Μια συμπαντική συνομωσία που θέλει τις γυναίκες άνισες και δυστυχισμένες σε ρόλους που ούτε επέλεξαν, μα και ούτε τους ταιριάζουν.
Μέσα από τους διαλόγους της Σουζάν και της Φασόν έννοιες, όπως σεξ, γάμος, κοινωνικές νόρμες, επαναδιαπραγματεύονται με τον πιο προκλητικά αθώο τρόπο. Δυο γυναίκες στην Ευρώπη της Αναγέννησης, πρώτες ξαδέρφες, συνομιλούν για τη σεξουαλική απόλαυση, για το ψέμα και για το δικαίωμα της γυναίκας στην επιλογή.
Η σκέψη του σκηνοθέτη να ερμηνεύσουν άντρες τους δύο γυναικείους χαρακτήρες δικαιώθηκε από το αποτέλεσμα. Ο Φώτης Λαζάρου και ο Αποστόλης Ψαρρός δεν μιμούνται ούτε παριστάνουν τις γυναίκες. Δεν αλλοιώνουν τις φωνές τους, δεν προσαρμόζουν την κίνηση τους και το σημαντικότερο δεν παρασύρονται από τον, ηδονιστικά, προκλητικό λόγο του συγγραφέα.
Διατηρώντας την αντρική τους υπόσταση αγγίζουν τη γυναικεία ψυχοσύνθεση με τρόπο πολιτικό. Η παράσταση, μέσα από πλήθος κωμικών στοιχείων και με ένα χιούμορ, ίσως άβολο για κάποιους θεατές, καταγγέλλει έναν κόσμο φτιαγμένο από ισχυρούς, που στην προκειμένη είναι άντρες. Οι γυναίκες από τη στιγμή που γεννιούνται, χρησιμοποιούνται ως εργαλεία για κοινωνικές αξίες που δεν τις συμπεριλαμβάνουν.
Ο σκηνοθέτης δεν φοβήθηκε το κείμενο -ένα κείμενο δύσκολο λόγω της δυναμικής του- που εύκολα μπορεί να σε “καπελώσει” και να σου στερήσει τη δεύτερη και πιο ουσιαστική ανάγνωση, που δεν είναι άλλη από τον φόβο των ανθρώπων να αγαπήσουν και να αποδεχτούν τις επιθυμίες τους. Να αντισταθούν σε ό,τι τους εξαναγκάζει και τους πληγώνει. Η ένταξη της αφηγηματικής ακολουθίας μέσα στη βασική αφήγηση λειτουργεί ολόσωστα δίνοντας ρυθμό στο έργο και αποκαλύπτοντας όλες τις έννοιες που ο συγγραφέας έχει “κρύψει” σε ένα λόγο που μοιάζει να έχει βγει από τη βάθη της φιλοσοφίας του Μαρκήσιου Ντε Σαντ. Είναι άθλος να ισορροπήσεις σκηνοθετικά ένα τέτοιο κείμενο και να αποφύγεις κάθε έννοια υπερβολής, που ενδεχομένως σε οδηγήσει σε επιθεωρησιακές μπαλαφάρες.
Ο Φώτης Λαζάρου έμπειρος πάνω στη σκηνή κινείται, κυριολεκτικά, στην κόψη μιας ερμηνείας που κατορθώνει να δημιουργήσει σώμα από την πρώτη στιγμή. Χωρίς να υπερπαίζει υπογραμμίζει τη δράση τροφοδοτώντας τους δύο συμπρωταγωνιστές του. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα εύπλαστο υποκριτικά ηθοποιό που έχει τη μοναδική ικανότητα να κάνει τους χαρακτήρες που υποδύεται δικούς του.
Ο Αποστόλης Ψαρρός, σε ρόλο, εκτός σκηνοθέτη και ηθοποιού, περπατάει στα ίχνη μίας αριστοφανικής προσέγγισης που στην κορύφωση της λειτουργεί ως την απαραίτητη ήρεμη δύναμη, αποτυπώνοντας με απαράμιλλη φυσικότητα το πολιτικό αφήγημα του έργου.
Ο μουσικός Νάσος Κρέτσης, υπεύθυνος για την πρωτότυπη μουσική της παράστασης, επωμίζεται τον ρόλο της εκτόνωσης μέσα από ιντερμέδια με διάθεση ροκ και σε απόλυτη χημεία με τους άλλους δύο ηθοποιούς.
Τα κουστούμια του Θωμά Χουλιάρα συστήνουν ένα δίπολο που ενώνει τα σώματα ενός άντρα και μίας γυναίκας. Το μέρος πάνω από το υπογάστριο, ανήκει σε εκείνον και το κάτω μέρος σε εκείνη. Ένα διονυσιακό σκηνικό ζευγάρωμα.
Το “Σχολείο της Ανυπακοής” σε σκηνοθεσία Αποστόλη Ψαρρού, σκάει σαν πυροτέχνημα σε ένα θέατρο που γίνεται καθρέπτης μίας κοινωνίας που ακόμα, ελπίζω τουλάχιστον, αντιστέκεται στη μισαλλοδοξία. Έστω, κι αν η γέννα ενός νέου κόσμου, όπου οι γυναίκες δεν θα ντρέπονται και δεν θα φοβούνται, είναι επώδυνη και βαμμένη με το αίμα της πατριαρχίας, είναι ένας κόσμος που αξίζει να παλέψει κανείς.